Του Στρατή Χαβιαρά
Μύθος και μεταφυσική*
Στο αφτί του βιβλίου, το βιογραφικό σημείωμα της συγγραφέως, δυο προτάσεις όλο κι όλο, ψιθυρίζει, «Η Μέμη Κατστώνη είναι εκπαιδευτικός και μεταφράστρια. Τόσα χρόνια έγραφε για τους μαθητές της, είπε να γράψει και για τους μαθημένους.» Σπάνιο, δυο σύντομες προτάσεις σαν αυτές να λένε τόσα πολλά: Έτσι και οι 27 ιστορίες που ακολουθούν, γραμμένες με πυκνότητα υφής και οικονομία, εντυπώνονται με μια ευρηματικότητα και αμεσότητα που ξαφνιάζει.
Το να είσαι εκπαιδευτικός, σημαίνει βέβαια ότι έχεις κάποια παρακαταθήκη από πολύτιμες εμπειρίες ζωής και γνώσεις σε βάθος, που αξίζει να μεταδοθούν και να διαδοθούν. Ο μαθητευόμενος μαθαίνει από τον δάσκαλο, και ο δάσκαλος εκπαιδεύεται παραπέρα, ακούγοντας το εαυτό του να διδάσκει, και τον μαθητευόμενο να διδάσκεται.
Διαβάζω από το σταθμό Άγιος Αντώνιος: «Είμαι μια νυχτερίδα κρεμασμένη ανάποδα στο σκοτάδι και ξέρω πως είμαι κρεμασμένη ανάποδα μέσα στο σκοτάδι γιατί το σκοτάδι έχει ήχο χνουδωτό σαν τα φτερά μου και ξέρω πως είμαι μια νυχτερίδα γιατί είμαι μέσα μου και το μέσα μου έχει ήχο πνιχτό σαν το αίμα μου.»
Ακούγοντας τη δασκάλα Μέμη Κατσώνη να διδάσκεται, ο δάσκαλος στο εργαστήρι δημιουργικής γραφής παραδέχεται δημοσία ότι η πρωτοεμφανιζόμενη τον έμαθε περισσότερα πράγματα από αυτά που τη δίδαξε εκείνος. Δεν τον άκουσα να επιστρέφει τα δίδακτρα. Πόσο μάλλον να πληρώνει τα ρέστα. Αν μη τι άλλο, η λεπτομέρεια αυτή δίνει μια έμμεση απάντηση στην καθ’ όλα δικαιολογημένη ερώτηση, γιατί η Μέμη Κατσώνη δε βιάστηκε καθόλου να ξεπετάξει το πρώτο βιβλίο της, όπως τόσοι άλλοι.
Όσο για τη Μέμη Κατσώνη τη μεταφράστρια, είναι αποδεδειγμένο ότι το πιο αποτελεσματικό εργαστήρι τέχνης του γραπτού λόγου είναι εκείνο της μεταγραφής ενός αξιόλογου βιβλίου από τη μια γλώσσα στην άλλη. Μετάφραση σημαίνει να είσαι σε θέση να χωρέσεις τα πόδια σου στα παπούτσια του άλλου, κι ας είναι στενότερα. Για την ακρίβεια, μετάφραση είναι να χωρέσεις και τα δυο σου πόδια σε ένα παπούτσι.
Οι ιστορίες στη συλλογή Ο Λένιν στον Άγιο Αντώνιο, αποτελούν παρακαταθήκη σύγχρονων «πολιτικών» και πνευματικών εμπειριών, απ’ όπου πηγάζουν οι θεματικές επιλογές ή εμμονές της συγγραφέως και μια υπερσύγχρονη γραφή από τη σκοπιά του ύφους και γενικότερα της αισθητικής επεξεργασίας του υλικού.
Ο Λένιν στον Άγιο Αντώνιο: από το Σιδηροδρομικό σταθμό τού Ελσίνκι στο σταθμό όχι της Μόσχας ή της Αγίας Πετρούπολης, αλλά του Μετρό τού Αγίου Αντωνίου: Μετακίνηση, μετάθεση, μεταφορά. Στο βιβλίο αυτό, μεταφυσική, μεταμοντερνισμός, μεταfiction – με όλα τα απροσδόκητα, ζοφερά ή ευτράπελα και οπωσδήποτε δραματικά επακόλουθα.
Γραφή αυθόρμητη και πλήρως συνειδητοποιημένη, εκ πρώτης όψεως γλωσσοκεντρική (λεξιλόγιο διαχρονικά χλιδάτο πλην ελλειπτικό ), στο κάθε κομμάτι συναντά κανείς μοτίβα τού συλλογικού ασυνείδητου, αναφορές σε συγγραφείς και κείμενα (όπως για παράδειγμα τον John Coetze και την ηρωίδα του, Elizabeth Costello), επιπλέον νύξεις για τη διαδικασία και το βίωμα της τέχνης του γραπτού λόγου. Η Μέμη Κατσώνη κάνει μακροβούτι ενώ άλλοι τσαλαβουτάνε ψάχνοντας σανίδα σωτηρίας και τη βρίσκουν βρεγμένη.
Εντύπωση μού έκανε το πρώτο κιόλας διήγημα, «Το αίνιγμα της άφιξης» το οποίο, αν δεν κάνω λάθος, λειτουργεί και σαν ξεναγός στο μυστήριο και θαυμαστό κόσμο της Μέμης Κατσώνη:
Διαβάζω: «Ένας μαυροντυμένος πολίτης βαδίζει σκυφτός και τον ακολουθώ, θα έπρεπε να θυμάμαι τη γλώσσα του αλλά δεν ανακαλώ παρά οσμές, νομίζω πως η μνήμη με έχει εγκαταλείψει· κι όμως οι λέξεις φτάνουν στην ώρα τους, γλιστρούν από τα χείλη μου επίπεδες. Ζητώ την πύλη.»
Ποιος διάβασε και δε θυμάται, ανεξίτηλα, το «Μπροστά στην πύλη» του Φραντς Κάφκα. Η συγγραφέας τού «Αινίγματος της άφιξης» ψάχνει την πύλη και ο σκυφτός, μαυροντυμένος ξεναγός της θα την οδηγήσει αλάνθαστα ως εκεί. Αλλά από κει και πέρα; Το ουσιωδέστερο ζητούμενο, θα της επιτραπεί η είσοδος; Σασπένς, σασπένς, ώσπου να δώσει ο αναγνώστης ο ίδιος την απάντηση – αν τη δώσει.
Γραφή από μία άποψη μεταφυσική, όπως στη ζωγραφική τού de Chirico (το όνομα του οποίου αναφέρεται κιόλας στο ίδιο αφήγημα, αλλά και τού Carra’, τού de Pisis, του Campigli και τού Morandi μεταξύ άλλων. Μεταφυσική, όχι αναγκαστικά όπως στο λεγόμενο «επέκεινα» – αν και σε αρκετά κομμάτια ο Λένιν, και όχι μόνο, είναι επαρκώς νεκροί – αλλά μεταφυσική από τη σκοπιά μιας ομολογουμένως αφύσικης, μυστήριας, ζοφερής, απειλητικής, ή και φαιδρής ακόμη ατμόσφαιρας και ενός τρομακτικού «αδειάσματος» τού χώρου γύρω απ’ τον αλλοτριωμένο άνθρωπο. Παρεμπιπτόντως, χάρη στην αντιπαράθεση ετερόκλιτων χαρακτήρων, αντικειμένων ή συμβόλων, αποκαλύπτονται απροσδόκητα μυστικά νοήματα. Υποθέτω ότι αυτή η αντιπαράθεση αν όχι σύγκρουση εννοιών και ο συντονισμός τού απομένοντος, ευθύνονται και για την επίδραση που είχε η μεταφυσική ζωγραφική στο υπερρεαλιστικό κίνημα.
Θα συμφωνήσω ωστόσο με τον Κώστα Κατσουλάρη εκεί που γράφει, στο οπισθόφυλλο, ότι «τα πλάσματα που ενοικούν στα διηγήματα της Μέμης Κατσώνη είναι αρκούντος φασματικά και ρευστά ώστε να ακυρώνουν κάθε απόπειρα μονοδιάστατης ανάγνωσης τους».
Η υφή στη θέαση και την αφή της, είναι όντως πολυδιάστατη. Παιδί του αιώνα της, η συγγραφέας δε θα μπορούσε να είναι λιγότερο πληροφορημένη από τις μεγάλες καινοτομίες στην τέχνη του 20ου αιώνα, για να αναπτύξει το προσωπικό της ιδίωμα στην πεζογραφία, έχοντας με το παραπάνω προετοιμαστεί θεωρητικά, ιδιοσυγκρασιακά και εμπειρικά. Ταλέντο γνήσιο, ασκημένο, πλήρες ιδεών – κανείς αναρωτιέται γιατί πήρε στη Μέμη Κατσώνη τόσον καιρό να ενδώσει, να εκδοθεί. Λένε πως το καλό κρασί θέλει χρόνο και ζύμωση πριν ενηλικιωθεί.
Μερικά από τα διηγήματα στη συλλογή είναι σαν τα γλυπτά που κοσμούν τους σταθμούς τού Μετρό. Άλλα έχουν μια ονειρική ή εφιαλτική αύρα και μια αμεσότητα που εκπλήσσει. Η οικονομία των λέξεων πότε αποσκοπεί στην ακρίβεια της έκφρασης και πότε την υπονομεύει, αρνούμενη να χειραγωγήσει το πηλίκο.
Άλλα διηγήματα δανείζονται σχήματα λόγου απ’ τον προφορικό και κλείνουν με απροσδόκητες ατάκες, ένα τους είναι ημερολογιακό, δύο ανεκδοτολογικά, άλλο ένα, από τα πιο πρωτότυπα νομίζω, έχει αποδοθεί σε διάλογο ανάμεσα σε δυο μαλάκες (έτσι αποκαλούν ο ένας τον άλλο όπως μεταφορικά τουλάχιστον είναι) και το φάντασμα του Λένιν – όλοι τους εγκλωβισμένοι σ΄ένα βαγόνι τού Μετρό.
Όμως στην ιστορία αυτή παρεμβαίνει και ο κατάσκοπος της σης απληστίας, η αφηγηματική «μύγα στον τοίχο», η αθέατη μάρτυς που χωρίς πρόσβαση στις σκέψεις και στα συναισθήματα των ηρώων, επαναλαμβάνει, καταγράφοντας, τίποτα άλλο απ’ ό,τι βλέπει και ό,τι ακούει. Μόνο που η «μύγα» εδώ δεν είναι μύγα:
«Είμαι μια νυχτερίδα,» λέει στην τελευταία από τις 5 παρεμβάσεις της, και η νυχτερίδα αυτή μπορεί να ειδωθεί και σαν μία από τις μάσκες της συγγραφέως: «Είμαι μια νυχτερίδα με σπασμένο φτερό που πονάει και ξέρω πως είμαι μια νυχτερίδα με σπασμένο φτερό που πονάει γιατί ο πόνος έχει ήχο σπασμένο σαν το φτερό μου κι αυτοί οι δυο είναι νεκροί κι εγώ ξέρω πως είναι νεκροί γιατί έχουν ήχο ίσιο σαν τις γραμμές κι αυτοί δεν ξέρουν πως είναι νεκροί γιατί νομίζουν πως είναι μέσα όταν είναι έξω και νομίζουν πως είναι έξω όταν είναι μέσα και τώρα είναι μέσα κι εγώ ξέρω πως είναι μέσα κι είναι νεκροί γιατί τους ακουμπάω με το φτερό μου. Είμαι μια νυχτερίδα που ξέρει για τούς άλλους αυτά που οι έξω δεν ξέρουν για τους άλλους, γιατί οι έξω δεν ξέρουν πως όλοι είναι νεκροί μέσα στο μετρό.»
Η συλλογή διηγημάτων της Μέμης Κατσώνη, Ο Λένιν στον Άγιο Αντώνιο, είναι γραμμένη εν σοφία και διαβάζεται ευχάριστα – πλην δι’ ελέου και τρόμου.
Μέμη Κατσώνη
Γαβριηλίδης 2012
* Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στο πλαίσιο παρουσίασης του βιβλίου στον Γαβριηλίδη, στις 9 Ιανουαρίου 2013.