Της Τόνιας Μάκρα
«Αποσιωπήσεις αντί για φανερώματα»
Στο οπισθόφυλλο του νέου του βιβλίου ο Σωτήρης Δημητρίου γράφει: «Βρήκα ένα κουμπί και για χάρη του έραψα ένα φόρεμα» λέει μια παροιμία. Εξηγεί –μεταφερόμενη στη λογοτεχνία− την αναγωγή ενός στοιχείου σε διήγημα (…)». Έτσι κι εγώ βρήκα στην συγκεκριμένη έκδοση το δικό μου «κουμπί» −την αφορμή δηλαδή− για να γράψω για την μακροχρόνια σχέση που διατηρώ ως αναγνώστρια με τη γραφή του συγγραφέα.
Τον ανακάλυψα στα πρώτα του βήματα, το 1987, όταν αισθάνθηκα να με ταρακουνά το δεύτερο βιβλίο του (Ντιαλίθ’ιμ, Χριστάκη, διηγήματα), με το οποίο εισέβαλε δυναμικά στο χώρο της λογοτεχνίας. Η γραφή του πρωτόγνωρη, τα θέματα πληγές και τραύματα ψυχής και σώματος, στιγμιότυπα ανομολόγητα μιας ανθρώπινης μοίρας που μοιάζει αδιαπραγμάτευτη. Δεν ήτανε ένας συγγραφέας που μπορούσες να αγνοήσεις. Ακόμα και σήμερα που έχω ξεχάσει την θεματολογία εκείνων των διηγημάτων αναβιώνει η αίσθηση του μοναδικού που είχα συναισθανθεί.
Εξίσου μου άρεσε η καινούργια του συλλογή όπου έχουν συγκεντρωθεί 32 ετερόκλητα διηγήματα που τα τελευταία χρόνια δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά. «Στα περισσότερα έχουν γίνει αλλαγές», επισημαίνει ο συγγραφέας. Κάτι αυτονόητο αφού δεν μπορώ να τον φανταστώ να ξανακοιτάζει ένα του κείμενο χωρίς να αλλάζει μια φράση, κάποια λέξη ή να αφαιρεί κάτι το ελάχιστο που φαντάζει περιττό σε μια δεύτερη ανάγνωση. Πώς αλλιώς άλλωστε θα μπορούσε να καταλήξει σε αυτή την τόσο λιτή, ελλειπτική, καίρια σε νοήματα γραφή με την εκφραστική δύναμη της μαχαιριάς φονικού στιλέτου ; «Οι σκηνές των διηγημάτων είναι η δυτική μεθόριος, η επαρχία, η Αθήνα αλλά και ψυχικοί τόποι. Μερικά διηγήματα είναι γραμμένα στη χωριάτικη ποιητική γλώσσα», στην γλώσσα της γιαγιάς του δηλαδή που συχνά αναβιώνει με πηγαίο τρόπο στο έργο του. Όπως και ιστορίες, συνήθειες, έθιμα, λεκτικές μεταφορές −η ίδια η λαλιά του τόπου− μαζί με τους χαρακτήρες, τις αναμνήσεις και την νοσταλγία των ανθρώπων των ορεινών χωριών της δυτικής μεθορίου. Μεταφέροντας μια διαφορετική και άγνωστη για πολλούς Ελλάδα −σήμερα ίσως εξαφανισμένη– και κτίζοντας έτσι τις δικές του γέφυρες ανάμεσα στην κουλτούρα του χωριού και της μεγαλούπολης.
Η γραφή του Σ. Δημητρίου αναδεικνύει μικρές στιγμές, σπαράγματα της πραγματικότητας ενός κόσμου που μοιάζει αθέατος, ανομολόγητος, ματωμένος. Δεν είναι λαμπερός, δεν ξέρει να σαγηνεύει ούτε να ονειρεύεται. Είναι όμως τόσο παλιός όσο και σύγχρονος, είναι αληθινός, αυθεντικός και ελεύθερος. Γι’ αυτό, παρόλο που δεν μας ψυχαγωγεί, μας γαληνεύει. Γιατί απελευθερώνει το συναίσθημα, δείχνει ότι κι εμείς μπορούμε να αφήσουμε να εκφραστούν με ειλικρίνεια τα βάθη και βάσανα της ανήσυχης ψυχής. Εξαπολύοντας στο πυρ το εξώτερο κοινωνικούς καθωσπρεπισμούς και συναισθηματικές απωθήσεις που επιβάλλει στον άνθρωπο η σύγχρονη κοινωνία, ώστε το προσωπείο του να φαντάζει πάντοτε μαχητικό, επιτυχημένο και πρωτίστως αλώβητο.
Ο συγγραφέας αγγίζει με περισσή αλήθεια το τραύμα στην ψυχή και το σώμα, αναδεικνύει μέσα από αποσιωπήσεις το οξύμωρο και παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης, κάνει το ανοίκειο να μοιάζει οικείο, μιλά για το ανομολόγητο και το απρόσμενο, για την απώλεια, την αποδημία, το νόστο. Όλα αυτά τα σημαντικά και μεγάλα αναδύονται αποστεωμένα από συναισθηματικές φορτίσεις με τη βοήθεια μιας προσωπικής γραφής, στιβαρής μέσα στην απλότητά της, άκρως ελλειπτικής με κύριο χαρακτηριστικό τις δικές του ή «δανεικές» μεταφορές. Το ύφος του εξυπηρετεί μια θεματολογία που πηγάζει από τα «μοτίβα της μνήμης». Μιας μνήμης που συνεχώς εμπλουτίζεται χωρίς ποτέ να ρίχνει στη λήθη πρωταρχικά βιώματα ζωής που σαν σφουγγάρι απορρόφησε η ψυχή του συγγραφέα με αποτέλεσμα να καταλήξουν να αποτελούν μέχρι σήμερα το μπούσουλα του έργου του. Άλλωστε, τι τροφοδοτεί την τέχνη παρά η ίδια η ζωή; Το ζητούμενο βέβαια παραμένει κατά πόσο προσωπικό και πάνω από όλα οικουμενικό είναι το μήνυμα του εκάστοτε δημιουργού ώστε να καταφέρει να γίνει το έργο του και δικό μας κτήμα.
Με το παρακάτω απόσπασμα από το τελευταίο διήγημα του βιβλίου με τον τίτλο «Θελεσουριά» αποκαλύπτονται οι επιρροές του συγγραφέα. Περιγράφοντάς τις αυθορμήτως αναλύει ουσιαστικά τις αόρατες δημιουργικές διαδικασίες μέσα από τις οποίες η ζωή με τα ερεθίσματά της μετουσιώνεται σε τέχνη: Αναφερόμενος σε διήγημα του Χρήστου Χρηστοβασίλη από το βιβλίο «Τα διηγήματα της ξενιτειάς» που πρωτοδιάβασε σε αναγνωστικό του δημοτικού γράφει : «(…) Αργότερα δυο- τρεις φορές πέρασε σε κείμενά μου –με το δικό μου τρόπο− εκείνο το διήγημα του αναγνωστικού. Αλλά είναι άραγε ο δικός μου τρόπος; Πολλές φορές λένε στην μάνα μου να λέει από την αρχή της την ιστορία, να μην είναι τόσο ελλειπτική, να ονομάζει και όχι να σκιτσάρει πρόσωπα και καταστάσεις. Ακόμα ουδέποτε αποτιμά ηθικά τα πρόσωπα των διηγήσεών της και οι αποσιωπήσεις είναι περισσότερες απ’ τα φανερώματα (…). Αλλά και οι μεταφορές της, που από αλλού τις προσμένεις και απ’ αλλού ξεπηδούν, μήπως είναι δικές της; Πόσω μάλλον δικές μου. Ας πούμε την μεταφορά «έπιακαν τα μάτια της πάνα» την άκουσα και από άλλους συγχωριανούς της. Και το διήγημα του αναγνωστικού ποιος ξέρει πόσες, χαμένες πια, φωνούλες το συνδιαμόρφωσαν με τον συγγραφέα του (…)».
Σωτήρης Δημητρίου
Εκδόσεις Πατάκη, 2012