Του Γιώργου Βέη
Χρόνοι και τόποι: το κρίσιμο τώρα, αλλά και το πολύβουο, μεσανατολικό χθες.
Το μεν πρώτο, όπως βιώνεται στη Συρία του πρόσφατου εμφυλίου πολέμου ή παραλλήλως στην Αθήνα των γνωστών τριβών και ανακατατάξεων, το δε δεύτερο, όπως το έζησε εν μέρει στη Συρία των δολοπλοκιών και των διασταυρώσεων αρκετών πολιτισμών και ισάριθμων μονοθεϊσμών, ερωτευμένη μάλιστα σφόδρα με έναν εκεί σεΐχη, η περιπετειώδης, αεικίνητη λαίδη Τζέιν Ντίγκμπι. Καθόλα υπαρκτό πρόσωπο, επιρρεπές σε πλείστα σκάνδαλα και άλλες τόσες κοινωνικές αποδομήσεις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου, η Τζέιν Ντίγκμπι και η πολιτεία της συνιστούν το εποπτικό υπερκείμενο μέσα από τις σελίδες μιας εμπεριστατωμένης βιογραφίας. Η συγγραφέας παραθέτει από την αρχή κιόλας της αφήγησης την κύρια αυτή πηγή της, ήτοι: Mary S. Lovell, The Biography of Jane Digby, a Scandalous Life, Fourth Estate, Λονδίνο, 2003.
Βιωματική εξιστόρηση
Καρπός ενός χαρισματικού, αρχετυπικά φίλαυτου ηθοποιού-εκκωφαντικά άστοργου πατέρα, πολύ γνωστού στους αθηναϊκούς κύκλους, και της εμφανώς άτυχης, από οικογενειακής σκοπιάς, Αμαλίας είναι η Τζένη, η κύρια ηρωίδα του μυθιστορήματος της Ιφιγένειας Θεοδώρου, η οποία παραπέμπει φυσικά αμέσως στην προαναφερόμενη συνώνυμή της λαίδη. Μάλιστα, η έντονη επαφή της με τον εσωτερικά διχασμένο μιγάδα Ρωμανό Καφαντάρη στη Δαμασκό αποτελεί την απαρχή των όσων θα ακολουθήσουν στη συνέχεια. Συγκρατώ ότι η συγγραφέας, η οποία μας έχει δώσει έως τώρα τέσσερα συνολικά βιβλία πεζογραφίας, ένα εκ των οποίων, συγκεκριμένα το Μελέκ θα πει άγγελος (έκδοση: Ελληνικά Γράμματα 2001), ήταν υποψήφιο για το Βραβείο του Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω», έχει ζήσει κατά καιρούς σε διάφορες πόλεις και πρωτεύουσες, επί τέσσερα περίπου έτη κάθε φορά, ακολουθώντας την πορεία του διπλωμάτη συζύγου της. Εξ ου και η εμφανής εξοικείωσή της με τα εκασταχού εκάστοτε ήθη, η εξειδικευμένη γνώση των πολιτισμικών συνισταμένων, η ροή των πληροφοριών περί των σημαντικότερων πολιτικών παραμέτρων, η προβολή του κατεστημένου ιστορικού παρελθόντος, αλλά και των συναφών μύθων, των επικίνδυνων ή μη ιδεολογημάτων και η αναψηλάφηση των ενίοτε φαντασιακών προσλήψεων του παρόντος στις χώρες εκείνες, τις οποίες βεβαίως άλλοι κάθε φορά επέλεξαν για πόλους του συνεχώς μετακινούμενου βίου της. Η Δαμασκός του βιβλίου είναι δηλαδή πρωτίστως η βιωματικά εγκολπωμένη, κατά το δυνατόν, εξημερωμένη Δαμασκός αυτής ακριβώς της μυθιστοριογράφου. Από την άποψη αυτή η Γεύση της ερήμου διαβάζεται παραπληρωματικώς ως ταξιδιωτική μαρτυρία, ως κοινωνικοπολιτικό θρίλερ, αλλά και ως ιδιαίτερο απόσπασμα μιας ευρύτερης αυτοβιογραφίας.
Η ιδιαίτερα τραυματική άφιξη της Τζένης στη σκηνή της εξιστόρησης είναι χαρακτηριστική των όσων δεινών θα υποστεί στο μέλλον. Η αδυναμία των γονέων της να ερωτευτούν και ν΄ αγαπηθούν κατ΄ ουσίαν την στιγματίζει οριακά από τις πρώτες κιόλας στιγμές της ζωής της. Οι δικές της σεξουαλικές περιπέτειες κατατάσσονται εμπειρικά σ΄ αυτήν ακριβώς την τυπολογία της αδυναμίας ολοκλήρωσης μιας πλήρους διάφυλης σχέσης. Αλλά και όλα τα άλλα πρόσωπα του έργου κατά κανόνα ερωτεύονται μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος, μαθηματικά σχεδόν, μόνον τα ατομικά τους είδωλα. Η τυφλότητα είναι και στην προκειμένη περίπτωση σχεδόν γενική: η ετερότητα εκλαμβάνεται ως ουτοπική μετεξέλιξη ενός τυραννικού εγώ. Ό, τι ανέκαθεν ορεγόταν ως θέμα το μυθιστόρημα βάθους. Ο έκδηλος ακριβώς αυτισμός των χαρακτήρων στη Γεύση της ερήμου παραπέμπει εμμέσως πλην σαφέστατα και στην ένδον, τη μείζονα έρημο του Εαυτού. Κοντολογίς, η τελεσίδικη έρημος της Συρίας και η ανέκκλητη ερημιά της Τζένης και βεβαίως των υπολοίπων συνασθενών της είναι μία και η αυτή. Η έρημος του σύμπαντος κατ΄ επέκτασιν.
Πορεία προς την αυτογνωσία
Έστω, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, το εξής χαρακτηριστικό δείγμα της απόλυτης φρίκης, όπως γεννιέται μαζί με την Τζένη σε μια μεγαλοαστική εστία: «Μητέρα ανώριμη με νοημοσύνη δεκαπεντάχρονης, χρησιμοποίησε την αναπάντεχη εγκυμοσύνη της για να κρατήσει τον Μιχάλη Ράλλη κοντά της, προσπαθώντας να τον δέσει με τον ομφάλιο λώρο του μωρού. Λες και δεν ήξερε ότι εκείνος ήταν ήδη μακριά. Το χαρμόσυνο νέο τον άφησε έκπληκτο κι αμήχανο και όταν η κοιλιά της άρχισε να φουσκώνει την κοίταζε απεγνωσμένα, σαν να περίμενε να του επαναλάβει λόγια που είχε ξεχάσει, τον ρόλο που έπρεπε να παίξει. Υποβολέας με γλώσσα κομμένη, ο εφιάλτης κάθε ηθοποιού. Δεν τον συγκίνησε εκείνη η πρωτόγνωρη μυρωδιά του μωρού, το τρυφερό δέρμα της κόρης του, το αθώο της βλέμμα. Ούτε η εικόνα της μάνας και του παιδιού την ώρα του θηλασμού. Χαμένη καλλιτεχνική ευαισθησία στο άπατο πηγάδι του εγωισμού και της ματαιοδοξίας. Όταν η μικρή Τζένη φώναξε για πρώτη φορά «Μπαμπά», ο Ράλλης δεν γύρισε αμέσως, λες και το μωρό απευθυνόταν σε κάποιον άλλο. «Φέρσου επιτέλους σαν πατέρας!» τον κατηγορούσε η Αμαλία. «Παίξ΄ τον σαν ρόλο, που να πάρει η ευχή…» φώναξε έξαλλη, ανήμπορη ν΄ αντέξει τη διπλή απόρριψη. Ο άντρας της άνοιγε την πόρτα κι έφευγε». Η παρορμητική Τζένη, που αναγνωρίζει τα όποια συμπλέγματά της, όπως αυτό της Ηλέκτρας, ανήκει στην κατηγορία των πλέον ερωτικών υπάρξεων της τρέχουσας παραγωγής στο χώρο της πεζογραφίας μας. Ένα καλάμι στον άνεμο του Πασκάλ, το οποίο λυγίζει συνέχεια από τις τόσο θεαματικές ορμές του κόσμου, αλλά που δεν σπάει τελικά. Η αντοχή της είναι η αντοχή της ανθρώπινης ύπαρξης να επιβιώνει μέσα στο διαρκές όνειρο του Έρωτα, καταματωμένη από τις Αυταπάτες της. Η φορά που την φέρνει από το Ε στο Α είναι ασφαλώς η πορεία που οδηγεί στην πολυτιμότερη των επιστημών, την ανυπόκριτη, την αυτοτελή τουτέστιν αυτογνωσία. Κι ακολουθεί τη διαδρομή από την Αθήνα της ερωτικής διαπάλης στη Δαμασκό της φώτισης.
Ιφιγένεια Θεοδώρου
Εκδόσεις Πατάκη, 2012
Τιμή: € 18,70, σελ. 477