Του Γιώργου Βέη
Το πνεύμα μου είναι το σώμα μου και τίποτε παραπάνω - Αντονέν Αρτό
Δεν θα μάθουμε μάλλον ποτέ γιατί οπλοφορούσε ο εικοσιοχτάχρονος Στέλιος. Αν ανήκε πράγματι σε κάποια ομάδα νεωτερικών Ρομπέν των Πόλεων ή αν δρούσε κατά μόνας, ως ελεύθερος σκοπευτής, μανιακός υπερασπιστής ενός προσωποπαγούς Δικαίου.
Αυτό που ξέρουμε όμως πολύ καλά είναι ότι ανταπέδωσε τα πυρά και σκότωσε έναν αστυνομικό, εκείνη τη μοιραία, μυθιστορηματική νύχτα, παρουσία μάλιστα της Ηλέκτρας, της εικοσιδυάχρονης ερωτικής του συντρόφου. Η τελευταία, παρά τις ενδείξεις περί του αντιθέτου, σε όλη τη διάρκεια της κινηματογραφικής αφήγησης στο Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι, τον καταδίδει στην πρώτη ακροαματική διαδικασία ενώπιον δικαστών και ενόρκων. Οι γονείς της Ηλέκτρας, ο Στέφανος και η Πέρσα, παρακολουθούν τις αντιδράσεις της προφυλακισμένης επί διετία κόρης τους στον Κορυδαλλό, αφήνοντας στο μεταξύ να διαφανούν μέσα από περίτεχνες διηγητικές σχισμές, οι δικές τους ιστορίες, οι ανακατατάξεις των συναισθηματικών τους βίων, οι αποδομήσεις, ανελέητες και εκκωφαντικές, εκατέρωθεν, οι κατ΄ανάγκην συμβιβασμοί και οι ελλειμματικές τους κατά κανόνα επαφές ψυχής. Για να επιβεβαιωθεί άλλη μια φορά ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο οποίος εγνώριζε σε βάθος τα ανθρώπινα και ουδέποτε, κατά τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, έσφαλε στις κρίσεις του για τους χρήστες της ζωής, ο καθένας από τους ήρωες αυτού του έργου σκοτώνει εν τέλει αυτό που με τόσο πάθος κάποτε διακήρυξε ότι αγάπησε. Η αρχή «all men kill the thing they love» από την Μπαλάντα της Φυλακής του Ρήντιγκ του Όσκαρ Ουάιλντ μας θυμίζει στις κρίσιμες σελίδες του βιβλίου, ως πένθιμη επωδός θανάτου, την κοινή, τη θλιβερή μοίρα και των θυελλωδών ερώτων. Κατά τις μαρτυρίες βεβαίως των ίδιων των θνητών, τα πάντα κρέμονται κυριολεκτικά από μια τρίχα: η αντοχή του εσύ από την αδηφαγία του εγώ πάντοτε γίνεται θρύψαλα. Όπως φέρ΄ειπείν η Πέρσα σκοτώνει ηθικά τον Στέφανο, διατηρώντας συστηματικά επί ένα οκτάμηνο μια πλήρη εξωσυζυγική σχέση, έτσι η ίδια αποτελειώνει και τον εραστή της, όταν έλθει η σειρά του, εγκαταλείποντάς τον αιφνιδιαστικά, με την γραπτή μονολεκτική δήλωση: «κουράστηκα». Επιστρέφοντας, μετανοημένη πιθανότατα, στον θύτη και θύμα ταυτοχρόνως του τυπικού αυτού οικογενειακού ρομάντζου, ατελέσφορο ομόκλινο Στέφανο, τελεί κατ΄ουσίαν μιαν ακόμη πανηγυρική μύηση στο ανέφικτο του Έρωτα.
Ο καθένας από τους ήρωες αυτού του έργου σκοτώνει εν τέλει αυτό που με τόσο πάθος κάποτε διακήρυξε ότι αγάπησε
Στη σελίδα 89, γενικεύοντας τον προβληματισμό περί του ενστίκτου θανάτου, το οποίο, ως γνωστόν, συνέχει πλήρως την ανθρώπινη υπόσταση, τίθεται κατηγορηματικά το ζήτημα της συνειδητής δολοφονίας, τόσο του Εαυτού, όσο και του Άλλου. Παραθέτω αυτούσιο το χωρίο για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Ο Σεμπρούν […] μιλούσε βεβαίως για την επανάσταση, παίρνοντας αφορμή από τη Γαλλική και τον Ροβεσπιέρο, ουσιαστικά όμως εννοώντας τη δική τους χαμένη επανάσταση, ότι αυτή η ανατροπή, αυτό το πέρασμα από το πεθαίνω για κάτι που πιστεύω στο σκοτώνω για κάτι που πιστεύω, είναι ένα από τα κατ΄εξοχήν θέματα όλων των επαναστάσεων». Η συγγραφέας (1947) εν ολίγοις δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αμφισβητήσεις ή επιφυλάξεις: όλες οι κομβικές πράξεις και όλες οι ασύγγνωστες παραλείψεις των υποκειμένων της σκηνής στο ρηματικά ευθύβολο, τέταρτο στη σειρά πεζογράφημά της, καταδηλώνουν με λεκτική ενάργεια ότι η διάφυλη σχέση είναι εμπειρικώς, κατά πάσα πιθανότητα, αδύνατη. Τουλάχιστον εδώ και τώρα. Η ερωτική αβελτηρία είναι εν ολίγοις το ακραίο βάσανο. Από μια φύσει δυνατότητα ανάτασης, ο Έρως, εκφυλίζεται συνειδητά και βεβαίως εκούσια, κατά τις περιστάσεις εκασταχού εκάστοτε, σε μαντζούνι ναρκισσιστικής ψευδοαυτάρκειας. Η καθολικότητά του ελέγχεται ως πανάκεια. Η λίμνη των ψευδαισθήσεων αντανακλά τα είδωλα του έρωτα και στη συνέχεια τα εξουδετερώνει εντός της. Από την άποψη αυτή το Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι είναι από τα αντιπροσωπευτικά λακανικά αφηγήματα της εποχής. Η δαμόκλειος σπάθη, για να το διατυπώσω διαφορετικά, η οποία, πέφτοντας κάποια στιγμή πάνω στα κεφάλια των σεξουαλικών ανδρεικέλων ή ζαριών του θεού, όπως μας θέλει και ο Πλάτων (πρβλ. Nόμοι 903D), ακυρώνει αμετακλήτως, στην καθημερινή πράξη την υπόθεση της ερωτικής πλήρωσης εν διαρκεία.
Προτίθεμαι να ξαναδιαβάσω το βιβλίο αυτό μετά από καιρό. Είμαι βέβαιος: θα με προκαλέσει και πάλι...
Συγκρατώ ότι η συγγραφέας μας αφήνει να εννοήσουμε ότι οι παρατακτικές, εναλλασσόμενες, ολιγοσέλιδες εξομολογήσεις ενός εκάστου των ηρώων και αντιηρώων του έργου παραπέμπουν στην υφολογική τάξη του Καθώς ψυχορραγώ του Δασκάλου της Γουίλιαμ Φώκνερ. Το δε δίσημο κλίμα του χιονιού, το οποίο πέφτει και στρώνεται σε ορισμένες σελίδες του βιβλίου, μας οδηγεί αβίαστα στην ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος του Ζωρζ Σιμενόν Το χιόνι ήταν βρόμικο. Άλλωστε ο εμφανής αστυνομικός χαρακτήρας αυτού του έργου της δόκιμης και ήδη βραβευμένης Νίκης Αναστασέα λειτουργεί συνειρμικά: το αίμα που χύνεται στους χώρους της γαλλικής αστυνομικής γραφής δεν είναι και πολύ διαφορετικό από το αίμα το οποίο σπαταλά τόσο επιπόλαια ο οργίλος Στέλιος. Οι νεκροί είναι τα εμβλήματα του ίδιου ανεγκέφαλου, σκοτεινού και αιωνίως αδάμαστου Κακού. Απλώς τα σημαίνοντα αλλάζουν. Τα σημαινόμενα οφείλουν εξ ορισμού να ενταφιασθούν άνευ λόγου και αιτίας. Πιθανότατα ο Ξένος του Καμύ ήταν το τελευταίο βιβλίο το οποίο διάβασε ή ξαναδιάβασε εμβριθώς αυτή η συν τοις άλλοις ακούραστη αναγνώστις, πρώην, μεταξύ άλλων, βιβλιοπώλις, προτού στρωθεί στη σύνθεση του Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι. Εξ ου κι αυτή η όσμωση της αλλοτρίωσης, η παράθεση των εξανδραποδισμών, η διοχέτευση της τρομερής πηγής ενέργειας, την οποία ο Φρόιντ κατάφερε να βαφτίσει λίμπιντο, όχι σε έργα μιας αισθητικής ζωής, αλλά σε εργοτάξια φανατικών προδοσιών και καταιγιστικού θανάτου.
Προτίθεμαι να ξαναδιαβάσω το βιβλίο αυτό μετά από καιρό. Είμαι βέβαιος: θα με προκαλέσει και πάλι. Με τρόπους διαφορετικούς εικάζω, διότι είναι εμφανώς πολύπτυχο. Εξαίρω εδώ την οπτική ενδυμασία του μυθιστορήματος από τον ταλαντούχο Καμίλο Νόλλα, ο οποίος φρόντισε υποδειγματικά κι αυτό το εξώφυλλο. Τυχεροί, εννοείται, όσοι συνεργάζονται μαζί του.