Του Δημοσθένη Κερασίδη
Ο Έσσε αναφέρει ότι ο Ντοστογιέφσκι υπήρξε ο πρώτος μυθιστοριογράφος που έβαλε ως πρωταγωνιστές στα βιβλία του άτομα εκτροχιασμένα, περιθωριακά, κατατρεγμένα.
Ο Βασίλης Λαδάς, μετά το Μουσαφεράτ, συνεχίζει αυτή την παράδοση με το καινούριο του μυθιστόρημα, με τίτλο Παιχνίδια κρίκετ, το οποίο αποτελεί μια διευρυμένη συνέχεια του νήματος του προηγούμενου βιβλίου του.
Αν το Μουσαφεράτ ήταν ένα κείμενο στην κορυφή του κύματος (με εστιασμό στον έντονο ρατσισμό και στη θεματική της πολυπολιτισμικότητας), τα Παιχνίδια κρίκετ, συγχωνεύοντας και συγχρόνως υπερβαίνοντας το επικαιρικό, ανοίγονται πια στη συμβίωση ξένων και Ελλήνων, περιλαμβάνοντας αφηγήσεις του καθ’ ημέραν βίου τους με λεπτομερειακή και χαμηλόφωνη διάθεση.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι ευσύνοπτο και μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια τοιχογραφία κοινωνικού ρεαλισμού. Η δράση εκτυλίσσεται στους τελευταίους μήνες του 2010. Μια διελκυστίνδα για τον επιούσιο (και όχι μόνο…) ανάμεσα σε δυο συνεργεία ελαιοκομιδής: Έλληνες και μετανάστες άνεργοι με σημείο συνάντησης το κρίκετ το οποίο ως παιχνίδι τούς βοηθά να σηκώνουν, έστω και για λίγο, τη σκυφτή ζωή τους. Διαβάζοντάς το κανείς έχει την αίσθηση ότι ξεφυλλίζει ένα άλμπουμ ασπρόμαυρων φωτογραφιών με απλά πρόσωπα, κοινούς θνητούς, θα έλεγα (ο Αλία, ο Ιλίρ, ο Μαθιούλα, η Λούλε, ο Θόδωρος, ο Γιάννης, ο Λευτέρης), που απαθανατίζονται στις στιγμές της εργασίας, του παιχνιδιού, της σχόλης τους στο καφενείο συνήθως ή στην ταβέρνα, αλλά κι όταν η ψυχή τους ανταριάζεται και ανεβαίνουν στη βία και στην αυτοκαταστροφή.
Η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο νου διαβάζοντας το βιβλίο Παιχνίδια κρίκετ ήταν μια περίεργη παρτίδα τένις, χωρίς μπαλάκι, που παίζεται στο φινάλε της ταινίας «Blow up» του Αντονιόνι. Η λήψη βαθμιαία ανεβαίνει ψηλά, υποβάλλοντας έτσι την ιδέα ότι οι παίκτες είναι εντέλει κουκκίδες, άνθρωποι πεπερασμένοι και ευάλωτοι στα παιχνίδια της μοίρας.
Η αθέατη ζωή ανθρώπων του περιθωρίου
Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει, με αμεσότητα και αναπαραστατική δύναμη, γεγονότα ιδιαίτερης έντασης από μια ζόρικη καθημερινότητα η οποία αξιώνει, μέσω της Λούλε, αυτής της αμίλητης θεότητας, τη θρησκευτική άρση του αβάσταχτου βάρους της, θυμίζοντάς μας σκηνές από ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού. Το βιβλίο αποτελείται από διάφορα κεφάλαια-παραβάν που ανοίγουν σαν ακορντεόν για να ακουστεί η υπόκωφα δραματική και θλιμμένη μουσική της αθέατης ζωής τύπων περιθωριοποιημένων, Αλβανών, Αφγανών, Πακιστανών, Βορειοαφρικανών και Ελλήνων. Οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι: «Το συνεργείο του Αλία στο “Κόπα Καμπάνα”», «Το συνεργείο του Λευτέρη στη συνοικία που έβλεπε τα τρένα να περνούν», «Φέιγ βολάν», «Στους ελαιώνες», «Ο Θόδωρος μαθαίνει κρίκετ», «Στους δρόμους των μυρμηγκιών», «Ημέρες σχόλης», «Ο Μαθιούλα κλείνει θέση λαθρεπιβάτη», «Κρίκετ στις ελιές», «Το μπαλάκι πετυχαίνει το στόχο», «Το τέλος του παιχνιδιού». Το βιβλίο φτάνει στην κορύφωσή του με το φόνο ενός μετανάστη από έναν Έλληνα – γεγονός που εκτυλίσσεται στο κεφάλαιο με το συμβολικό τίτλο «Το μπαλάκι πετυχαίνει το στόχο»… Σημειωτέον ότι δεν αποδίδεται σε ρατσιστικά αίτια αλλά στην «κακιά στιγμή», όπως βεβαιώνει ο συγγραφέας, στο χτύπημα της μοίρας.
Η γεωγραφία του βιβλίου περιλαμβάνει τη συνοικία Ζαβλάνι, το «Κόπα Καμπάνα», το Σκαγιοπούλειο ορφανοτροφείο, το καφενείο «Γυρί» που σηματοδοτεί μια ολόκληρη περιοχή, τη Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, τα εργοστάσια του Λαδόπουλου και της Πειραϊκής Πατραϊκής, με τα εγκαταλειμμένα σπίτια όπου μένουν Βορειοαφρικανοί, Βούλγαροι και Ρουμάνοι, την Ψιλή, το παλιό λιμάνι των αλιευτικών, περιοχή με μπορντέλα, τα βαγόνια των τρένων στην περιοχή του Αγίου Ανδρέα, και κάποια χωριά έξω από την Πάτρα όπου οι πρωταγωνιστές πηγαίνουν να μαζέψουν ελιές.
Ο Λαδάς αποφεύγει να ολισθήσει σε μελοδραματισμούς ή θρηνητισμό και να εξωραΐσει τους μετανάστες. Υφολογικά κινείται κατά βάση στον άξονα του λαϊκού λόγου, με αφοσίωση στη διακριτικά μνημειακή αποτύπωση των στιγμιότυπων της καθημερινότητας, ωστόσο τον εμβολιάζει με στιγμές του εποπτικού ύφους της δημοσιογραφικής γλώσσας ή των δικαστικών χρονικών, γι’ αυτό θα συναντήσουμε λόγιες λέξεις και φράσεις της επαγγελματικής του παιδείας.
Παρότι η πένα του υπηρετεί κυρίως το ρεαλισμό και την ιστορικότητα, προσδίδει στα πρόσωπα του έργου του μυθική διάσταση και βάθος, κι αυτό φαίνεται από το ότι αποφεύγει συστηματικά να μιλήσει για χαρακτηριστικά προσώπου, ύψος, βάρος κτλ. Όμως χωρίς αυτά τα γνωρίσματα οι άνθρωποι ανήκουν κατ’ ουσίαν στη σφαίρα του λογοτεχνικού μύθου. Οι περσόνες του, έτσι σχηματικά όπως είναι στιλιζαρισμένες, θυμίζουν τις μορφές των πινάκων του Εγγονόπουλου, παρόλο που ορίζονται από το όνομα, τη χώρα προέλευσης, την οικογένεια, την επαγγελματική και την οικονομική κατάσταση.
Θα σταθώ σε τρία σημεία του βιβλίου τα οποία θεωρώ σημαντικά – με την έννοια του σημαίνειν:
- Τα ρεαλιστικά στοιχεία στην αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα είναι πάρα πολλά και καλύπτουν λεπτομερειακά όλη την καθημερινότητα: την εργασία, το παιχνίδι, τις σχέσεις, το πιόμα, το χασίς, το πινάκλ. Ο Λαδάς καθρεφτίζει τη ζοφερή καθημερινότητα που μας κυκλώνει από παντού, χρησιμοποιώντας μια απαλλαγμένη από λυρικές αφαιρέσεις αλλά και «πνιχτή» ποιητικότητα. Διαβάζοντας κανείς με τρόπο λίγο βαθύτερο από το επίπεδο της προφάνειας, αισθάνεται ότι τα πρόσωπα αυτά κινούνται υποδορίως στη σφαίρα του συμβολικού, ενώ από την άλλη οι ιστορικές αναφορές που παραθέτει ο συγγραφέας, για διάφορες περιοχές και τα μεταναστευτικά κύματα που ήρθαν στην πόλη μας, νευρώνουν ικανοποιητικά τον αφηγηματικό ιστό.
- Στο βιβλίο αυτό τα πρόσωπα, μέσα στην εποχή της κρίσης, είναι άνεργοι, κάνουν περιστασιακές δουλειές, με αποτέλεσμα να ζουν σαν κυνηγημένοι, σε ένα καθεστώς καθημερινής έντασης η οποία εκτονώνεται στο κρίκετ αλλά και σε ανταγωνισμούς μεταξύ τους, καθότι όλοι υφίστανται την επιθετικότητα της κρόνειας εξουσίας.
- Κατ’ εμέ, η Λούλε είναι πρόσωπο-τοτέμ αλλά και το σημείο μηδέν του βιβλίου, η οποία, αν και αμίλητη, δένει ως ομφαλός το σώμα των προσώπων, της δράσης και της μυθοπλασίας, αποτελώντας συνάμα το μυστικό καθρέφτη μα και την πλέον αποσυνάγωγη μορφή του κειμένου.
Ξένος, ο άλλος μας εαυτός
Τελικά ο ξένος, ο άλλος υπάρχει στη λογοτεχνία, άρα και στο εν λόγω κείμενο, ως έθνος, φυλή, φύλο, αίμα, χρώμα, θρησκεία, κείμενο, καθρέφτης, εικόνα ζωής, αλήτης, κομμένη ανάσα, ματωμένο κορμί, πόρνη, περιθωριακός, αναρχικός, φάντασμα, μεταμφίεση, προσωπείο, όνειρο. Υπάρχει ως η αλητεμένη αλήθεια μου, που με κάνει ουσία ολάκερο.
Ο Λαδάς, για μια ακόμα φορά ακολουθώντας μια μακρόχρονη τακτική υποστήριξης και συστράτευσης με τους απλούς αλλά και τους διωκόμενους του κόσμου τούτου, μέσα από το συγκεκριμένο βιβλίο μάς θυμίζει ότι υπάρχουμε σε σχέση με τον άλλον, ότι ο ξένος είναι ο άλλος μας εαυτός, ότι εντέλει το αίμα των λέξεων, το πιο καταδικό μας πράγμα, δεν έχει σύνορα ούτε έδαφος οριοθετημένο, είναι του καθενός και του κανενός.
Θυμάμαι, όπως αναφέρει ο Έκο στη Σημειολογία στην καθημερινή ζωή, ότι όταν το «Απόλλων 11» το 1969 προσγειώθηκε στη Γη, έπειτα από το ταξίδι του στη Σελήνη, οι δημοσιογράφοι, χριστιανοί και μη, με αγωνία ρωτούσαν τους αστροναύτες αν στον ουρανό είδαν τον Θεό, οπότε ο Άρμστρονγκ τους απάντησε: «Βεβαίως και τον είδαμε, ήταν γυναίκα και μάλιστα μαύρη…», ειρωνευόμενος με αυτό τον έξυπνο τρόπο τη νοσηρή μαζική φαντασίωση ότι ο Θεός, αν υπάρχει, είναι άντρας και λευκός…
Παρομοίως ο Λαδάς μέσω της Λούλε, την οποία θεωρώ πόρτα εξόδου στο βιβλίο του, μας οδηγεί έξω, για να πάρουμε μιαν ανάσα από την περιοχή του Άλλου, από αυτή την άλλη ανθρωπότητα. Υποδεικνύει έτσι πως αν αναζητούμε σημάδια του Θεού, πρέπει να προχωρήσουμε στην άλλη πλευρά από αυτήν της κυριαρχίας και της παντοδυναμίας: στους ταπεινούς και καταφρονεμένους, τους μοναχικούς, τους περιπλανώμενους, τους απελπισμένους, τους τρελούς, τους κολασμένους, αλλά και στους γονείς που έχασαν παιδιά, στα παιδιά με ειδικές ανάγκες.
Κλείνοντας, να αναφέρω ότι οι ήρωες στα Παιχνίδια κρίκετ, με τη χαρακτηριστική «γυμνότητα» και «λιγοσύνη» τους μου θύμισαν τους στίχους του Σεφέρη: «Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη».