Του Μάκη Πανώριου
Η λογοτεχνική γραφή επιβεβαιώνεται ως Έργο Δημιουργίας όταν σε αυτό διαπιστώνεται η υπαρξιακή αγωνία του λειτουργού του, που σημαίνει ότι, εκτός από την αίσθηση των πραγμάτων, διαθέτει και την εσωτερική όραση της ζωής. Στην περίπτωση αυτή το βλέμμα του δεν αποκαλύπτει μόνο το κρυφό νόημα της ανθρώπινης περιπέτειας, που εκπέμπουν-μεταδίνουν οι στιγμές της, αλλά μας συστήνει τον τολμηρό, αν όχι αναρχικό, αναγνώστη του σκότους, κυρίως τον ανιχνευτή του υπαρξιακού αινίγματος.
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου (Αθήνα 1966) ανήκει σ’ αυτή την ολιγομελή κοινότητα των συγγραφέων-δημιουργών των οποίων το έργο, χωρίς να θυσιάζει τα υλικά που το συνιστούν, λειτουργεί υπογείως ως πρόσχημα, προκειμένου να καταθέσει τον υπαρξιακό προβληματισμό της ως σκεπτόμενος άνθρωπος και τη λογοτεχνική της μέριμνα ως συγγραφέας έργου αυστηρών καλλιτεχνικών προδιαγραφών. Τα εν λόγω διαπιστευτήριά της έθεσε υπ’ όψη του αναγνώστη ήδη με το πρώτο της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη» (1994), με το οποίο και του συστήθηκε. Και μόνο η ανάγνωση του τίτλου, ακόμη και πριν την ανάγνωση του σώματός του, αποκαλύπτει και τον άνθρωπο και την συγγραφέα. Πράγματι η ζωή «έξω» φαίνεται «πολύχρωμη»∙ μοιάζει με πίνακα μεγάλων διαστάσεων που εικονογραφεί τις στάσεις και τις στιγμές της. Μόνο που οι γραμμές των σχεδίων ενίοτε είναι σκληρές, καθόλου ευθύγραμμες, κάποτε μάλιστα άναρχες, και τα χρώματα των εικόνων γκρίζα, έως σκοτεινά, σε ακραία περίπτωση ακόμη και μαύρα.
Η Αμάντα Μιχαλοπούλου δεν καταφεύγει σε συναισθηματικές φλυαρίες και διανοουμενίστικα πυροτεχνήματα για να προσεγγίσει την όποια αλήθεια υπάρχει στο βάθος των πραγμάτων. Μια αδιόρατη κίνηση, ένα αμφιλεγόμενο βλέμμα, μια ασήμαντη φράση, ένα απροσδιόριστο χαμόγελο, μια αβέβαιη χειρονομία, ακόμη και μια αινιγματική σιωπή, μπορεί να λειτουργήσουν αποκαλυπτικά. Υπό αυτή την έννοια η τελευταία ανά χείρας συλλογή της, «Λαμπερή μέρα», μοιάζει να συνεχίζει και να επιβεβαιώνει τον υπαρξιακό προβληματισμό της προαναφερθείσας πρώτης συλλογής της. Η μέρα της, και όχι μόνο με τη δική της οπτική, μπορεί να είναι επιφανειακά λαμπρή. Μόνο που το φως της αποκαλύπτει βαθιές ρωγμές, απότομες γωνίες, αμφίβολες κρύπτες, σκοτεινά άδυτα, στα οποία κατοικεί το «αίνιγμα του εαυτού» απ’ όπου εκπορεύονται οι ανεξήγητες συμπεριφορές του. Δεν σχεδιάζονται βέβαια κραυγαλέα με το μελοδραματικό ύφος του σύγχρονου τηλεοπτικού μυθιστορήματος. Το κύριο χαρακτηριστικό της αυθεντικής καθημερινότητας είναι ο χαμηλός, ήπιος τόνος, η σημασία του οποίου όμως είναι τεράστια. Η εκκωφαντική διαπραγμάτευσή του οφείλεται στην χυδαία εκμετάλλευσή του από την TV. Τα τριάντα τρία διηγήματα που συστεγάζονται στον παρόντα τόμο της Αμάντας Μιχαλοπούλου εστιάζουν την προβληματική τους στον «ήχο» του προαναφερθέντος χαμηλού τόνου.
Το στίγμα τους δίνεται από το εναρκτήριο κιόλας διήγημα της συλλογής, «Ελάφια στο δάσος», που μοιάζει να υπονοεί μια εφηβική άποψη ζωής. Ίσως επειδή τα ποιητικά αυτά ζώα κατοικούν στα παραμύθια ως σύμβολα μιάς φαντασιακής ιδανικής ζωής, «καλπάζοντας προς κάποια άγνωστα δάση». Η πραγματικότητα όμως την απομυθοποιεί όταν σερβίρονται ως εκλεκτό έδεσμα. Ανάλογες συμπαραδηλώσεις μπορεί να αντλήσει ο αναγνώστης ακόμη και από ένα φυσικό φαινόμενο. Το «Καλοκαιρινό χιόνι» παραπέμπει στη «ζωή σαν κάτι που λειώνει και χάνεται χωρίς να φταίει κανείς». Και μόνο το βλέμμα του ποιητή είναι, πιθανώς, σε θέση να αποκαλύψει την εσωτερική δομή της. «Το σπίτι (που) καταρρέει», υπονοεί συμβολικά την σχεδόν μοιραία φθορά των σχέσεων. Η αρχική ιδανική ‘κατοικία’ κάποια στιγμή αρχίζει να εμφανίζει τις αναπόφευκτες ρωγμές. «Στην αρχή μιλούσαμε για το πόσο πολύ αγαπιόμαστε, μετά για ταινίες και αργότερα για το γάλα του μωρού». Η εν λόγω πραγματικότητα μοιάζει καθοριστική. Κανένας όμως δεν μπορεί να απαλλαγεί απ’ τις πληγές της μνήμης της, ακόμη κι αν καταφύγει στα εξωτικά «Ιμαλάια». Μια πιθανώς απελπισμένη ενδόμυχη προσπάθεια να διατηρήσει το χαμένο όνειρο μιας αποτυχημένης ζωής και την επανεκτίμηση ενός σπαταλημένου εαυτού. «Μου είπαν ότι θα τον κρατήσουν δυο μέρες στο ψυγείο για να προλάβω τη κηδεία». Ούτως ή άλλως κάποια στιγμή ο έρωτας αρχίζει να χάνει τα μυθικά χαρακτηριστικά του, και οι πρώην συμβαλλόμενοι υποχρεώνονται να διαπιστώσουν ότι είναι ξένοι, αν όχι και τελείως άγνωστοι μεταξύ τους.
Με φόντο τη βιβλική «Μεσοποταμία», εκείνη αναρωτιέται ποιος είναι αυτός ο Άλλος άνθρωπος που κάποτε υπήρξε ο πατέρας των παιδιών της. Δεν θα το μάθει ποτέ. Το μόνο που υποσυνείδητα γνωρίζει, αλλά κι αυτό όχι με απόλυτη βεβαιότητα, είναι ότι, «Δεν έχω να πάω πουθενά», πλέον. Ίσως επειδή την άλλοτε εκρηκτική σχέση υπενθυμίζει τώρα «Ένα παλιό τραύμα» μόνο. Ένα τίποτε σχεδόν. Απ’ το Γούντστοκ, επί παραδείγματι, της πολύχρωμης επανάστασης των Παιδιών των Λουλουδιών, το μόνο που έχει απομείνει είναι ένας ξερότοπος, ένας ερειπωμένος μουσικός, και μια ξεθωριασμένη αφίσα. Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη∙ ανά πάσα στιγμή απεκδύει από τις ψευδαισθήσεις περί ανωτερότητας και ιδανικών. Η «Πολιτιστική βραδιά», είναι ενδεικτική – το επιβεβαιώνει. Υπό το πέπλο της διερεύνησης της ιστορικής αλήθειας,ελλοχεύει η σεξουαλική επιθυμία του διανοούμενου συγγραφέα. Το σώμα είναι πιο ειλικρινές από τη σκέψη. Παρ’ όλ’ αυτά, το θαύμα μιας ιδανικής ζωής δεν αποκλείεται να βρίσκεται παρά «Πέντε λεπτά από τη θάλασσα». Και δεν έχει σημασία ότι υπάρχει μόνο στην περιοχή της φαντασίας, αλλά το όνειρο που την δημιούργησε, στον πυρήνα του οποίου κατοικεί ο έρωτας με όλες τις μορφές του, οι οποίες στην ουσία είναι μία. Η συνεύρεση. Οι… «Σκαντζόχοιροι», με την θορυβώδη ερωτική τους πράξη το αποδεικνύουν. Και ως φύση διδάσκουν, αποκαλύπτουν: «Μετά την εφηβεία, όλα αλλάζουν, το σώμα επιτέλους ξεδιπλώνεται». Και τότε το χρώμα του κόσμου αποκτά μια άλλη απόχρωση. Η ξαφνική ποιητικότητά του, στην οποία μπορεί να συμβάλλει και μια γραφική νότα, η εξωτική, για παράδειγμα, Κίνα, δημιουργεί όντως μια «Λαμπερή μέρα». Και ως τέτοια θα διατηρηθεί πριν επανέλθει στον σκληρό φωτισμό της. Οπότε ένα υποτιθέμενο ρομαντικό «Φθινόπωρο στο Φρίουλι» όχι μόνο δεν καλλιεργεί την επικοινωνία, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνει την αποξένωση. Ο καθένας συμπεριφέρεται ως αυτός που είναι, ανεξαρτήτως σχέσεως. Το επισημαίνει και… ο Μότσαρτ. «Έτσι κάνουν όλες», διαμηνύει μέσω της διάσημης όπεράς του. Το κορίτσι του διηγήματος, για παράδειγμα, επιλέγει ένα ηλίθιο πάρτι, παρά την γονική θαλπωρή. Δεν συμπεριφέρονται όλοι έτσι. Στην «Αυτοβιογραφία», εμφανίζεται ο άλλος, ο πραγματικός άνθρωπος, ο άνθρωπος που θα ’πρεπε να είναι. Η εκ βαθέων εξομολόγηση της γράφουσας, τον εμφανίζει σε όλη του την σπαραχτική δόξα. Και τέτοιος θα παραμείνει, ακόμη κι αν για κάποιους λόγους, χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο, «Λέρμοντοφ», για παράδειγμα. Κάτω από το επινοημένο προσωπείο του, όμως, θα διατηρεί πάντα το όνομά του, την ταυτότητά του. Αυτή, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν μπορεί να αλλάξει ποτέ. «Θα σας λιώσω», ίσως να σκεφτεί κάποια στιγμή ο κάτοχός της, υπονοώντας πιθανώς τα υλικά που την συνθέτουν, θέλοντας υποσυνείδητα να τα επαναπροσδιορίσει. Τα δύο ερωτευμένα…σαλιγκάρια του διηγήματος, όμως, απλώς την επιβεβαιώνουν μέσω της απόλυτης σχέσης τους, που την εξασφαλίζει ο αυθεντικός εαυτός τους. Διότι όταν «…δίνουν και παίρνουν δεν καταλαβαίνουν Χριστό»∙ χαίρονται υποσυνείδητα την ωραιότητα της ταύτισης με τον Άλλο. «Βρες τον», κι εσύ, και ζήσε τον, όπως εμείς, μοιάζει να διαμηνύουν τα δύο αυτά, τόσο αυθεντικά πλάσματα της φύσης. Ή, αν τον έχεις συναντήσει, παραδέξου τον, παραδέξου δηλαδή τον εαυτό σου. Το «Μυστικό σκουλήκι», που εκπέμπει υπό μορφή μαγικού μηνύματος το σύγχρονο κινητό, είναι η δική σου φωνή, ή η φωνή του Άλλου. Πρέπει να ακούσει’ και τις δύο, για να μπορέσεις να τις αξιολογήσεις. «Οι κλέφτρες», που ενδεχομένως σου αποκαλυφτούν, δεν θα απομυθοποιήσουν μόνο το επίπλαστο του Άλλου, αλλά θα σου γνωρίσουν και έναν δικό σου εαυτό που δεν είχες φανταστεί. Η Κατερίνα κατηγορείται για κλοπή που δεν έκανε. Έχοντας ξεπεράσει κάποια στιγμή την άδικη μομφή, μας συστήνεται: «Σήμερα φτιάχνω γλυπτά με (τ’απομεινάρια απ’ τα) υλικά οικοδομών…Στα δελτία τύπου επιμένω να γράφουν "γλυπτά από κλεμμένα υλικά οικοδομών"».
Δεν βρίσκουν όλοι τον εαυτό, ιδίως όταν τον έχουν αλλοτριώσει δύο εκ διαμέτρου αντίθετα πολιτικά συστήματα. Εκείνος φρουρός στον Άγνωστο Στρατιώτη, η φουστανέλα του έχει «Τετρακόσιες πιέτες». Εκείνη αγγλοθρεμένη στη σκιά του Γουεστμίνστερ – κι ανάμεσά τους η Ιστορία. Που τους έχει αλλοτριώσει ολοκληρωτικά, κάποτε μάλιστα με τραγικά αποτελέσματα. Αλλά κι αν ακόμα συμβατικά ‘συναντηθούν’ θα παραμείνουν επί της ουσίας άγνωστοι, ξένοι, αδυνατώντας να επικοινωνήσουν. «Αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω», θα απευθυνθεί Εκείνη, στον υποτιθέμενο σύντροφό της∙ επειδή έχει συνειδητοποιήσει ότι μιλούν ‘άλλη γλώσσα’. Ούτως ή άλλως, Εκείνος είναι πλέον ένα γερασμένο «Λιοντάρι στο κλουβί», που αναμένει την κατεδάφισή του, όπως η ‘γραφική’ Γιαγιά, η οποία απλώς αποχαιρετά με σαρκαστικό τρόπο την εποχή της που έχει παρέλθει∙ η διάδοχός της, η λεγόμενη νέα τάξη πραγμάτων, προελαύνει ακάθεκτη. Θύμα της, συμβολικό, και όχι μόνο, ο «Λάκι», ένας χαριτωμένος γάτος, ο θάνατος του οποίου παραπέμπει στην αμοραλιστική συμπεριφορά του νέου θαυμαστού κόσμου. Τον εκπροσωπεί η γοητευτική κυρία της νέας γενιάς. «Θα παντρευτώ τον αδερφό μου», διατυμπανίζει, λίγο επαναστατικά, λίγο σαρκαστικά, επικαλύπτοντας, πιθανώς, έναν μάλλον αδιανόητο εαυτό, τουλάχιστον ως προς τον ερωτικό προσανατολισμό της.
Ωστόσο την ανιδιοτελή αγάπη, με την υπαρξιακή σημασία της, μόνο «Μια μητέρα ξέρει». Επειδή το Παιδί είναι καρπός της κοιλίας της, και το Παιδί είναι σάρκα από τη σάρκα της. Το «Τι θα διαβάσει ο κλέφτης» των ονείρων, λοιπόν, στο σκοτεινό βιβλίο της ζωής είναι ένα «αλλόκοτο κείμενο που δεν θα το αποκρυπτογραφήσει ποτέ». Τα υπαρξιακά σύμβολα θα παραμείνουν ανερμήνευτα – και ανεξήγητα. Όπως η εμφάνιση ενός αγαπημένου νεκρού, αλλά με τη μορφή ενός παραμυθένιου… Κένταυρου. Μήνυμα ενός άλλου, αδιανόητου κόσμου, ή απλώς η φαντασιακή προβολή της επιθυμίας; Ή, μήπως, η ανεξήγητη επιβεβαίωση ότι «Δε θα πεθάνεις ποτέ»; Το επιβεβαιώνει και η οπτασία της ωραίας Μητέρας, που ως διάσημη ηθοποιός εν ζωή, δεν δίσταζε να κατεβεί από το θρόνο της διασημότητάς της για να φτιάξει…«Μουσακά».
Αλλά τι μένει τελικά «Μετά το πάρτι», το εκκωφαντικό, της ζωής; Ένα άχρηστο φιλμ με θολές εικόνες που σβήνουν, παραχωρώντας τη θέση τους στην απουσία. Και μόνο «Το χέρι του πατέρα μου», μπορεί, πιθανώς, να με διασώσει από το σκοτάδι, σκέφτεται το Κορίτσι του διηγήματος. Δεν θα μείνω μια «Γυναίκα στο δέντρο», κρεμασμένη στα «άρρωστα κλαδιά» του – συμβολικά η σύγχρονη πραγματικότητα ως προκλητικό σαπρόφυτο. Έτσι κι αλλιώς για να αξιολογηθεί και να αντιμετωπιστεί ο αμοραλισμός της, μόνο ένας τρόπος υπάρχει: η «Συμφιλίωση», με τον εαυτό μας και με τον Άλλο. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να πολεμήσει κανείς τις σκιές. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι συγκλονιστικά, όπως στην περίπτωση Μητέρας και Κόρης. Όταν οι διαχωριστικές γραμμές παύουν να υφίστανται ανάμεσά τους, τότε γνωρίζονται, αγκαλιάζονται με θέρμη «που τις εξέπληξε και τις δύο» - και μπορούν να αντιμετωπίσουν την επίθεση της σύγχρονης ζωής. Το γεγονός μπορεί βέβαια να γεννήσει την ψευδαίσθηση ότι «Ο μπαμπάς θα έρθει σε λίγο», να επισφραγίσει το θαύμα. Αλλά μάλλον σπανίως τα όνειρα πραγματοποιούνται∙ κι ο Μπαμπάς, μπορεί βέβαια να έρθει, αλλά να είναι ένας άλλος, ή και να μην έρθει ποτέ. Η ζωή, δυστυχώς, είναι ένα «Ωραίο ανέκδοτο», που, όμως, όταν τελειώνει δεν γελάς.
Τα τριάντα τρία διηγήματα της Αμάντας Μιχαλοπούλου, που συστεγάζονται στην εν λόγω συλλογή της, εστιάζουν την προβληματική τους «εδώ κι εκεί», στο χθες και στο τώρα, σε στιγμές, περιπτώσεις και συμβάντα, που μοιάζει να αφηγούνται την αιώνια περιπέτεια της ζωής∙ λειτουργούν ως μια τοιχογραφία που δεν εξαντλείται στη φωτογραφική απεικόνισή της. Χρησιμοποιώντας την ιστορία ως πρόσχημα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι την αγνοεί, ανιχνεύει το αινιγματικό βάθος της. Στο κέντρο της εικόνας ο άνθρωπος, φυσικά, όχι το επινοημένο πρόσωπο ενός διηγήματος, αλλά ο ίδιος ο αναγνώστης, ο οποίος μέσα στο κάτοπτρο του διηγήματος αντικρίζει έναν εαυτό που ούτε καν είχε διανοηθεί. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου συνομιλεί, όχι μόνο με τον δικό της εαυτό, αλλά, κυρίως, με αυτόν τον άγνωστο. Η συνομιλία τους μας αφορά όλους.
Αμάντα Μιχαλοπούλου
Λαμπερή μέρα
Καστανιώτης 2012