Του Μάκη Πανώριου
Δεν αρκεί να έχει ο άνθρωπος «πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του» μόνο, όπως ευφυώς έχει πει ο Ποιητής.
Για να είναι σε θέση να συλλάβει τον εσωτερικό πυρήνα της ούτως ή άλλως αμφίβολης πραγματικότητας, κυρίως τον ανθρώπινο ιστό της που μοιάζει να εκφυλίζεται σταδιακά, πρέπει να διαθέτει και την συνείδησή της, η γνώση της οποίας τον προικίζει με την δυνατότητα επισήμανσης των πληγών της οι οποίες και ευθύνονται για την αναπόφευκτη παρακμή της. Ο συνειδησιακός συγγραφέας δεν αρκείται στη θεωρητικολογία του ‘φαινομένου’, επικεντρώνει την προβληματική του στις ανθρώπινες αινιγματικές στιγμές του, οι οποίες το αποκαλύπτουν και το επιβεβαιώνουν. Η καταγραφή τους λειτουργεί υπαρξιακά εμφανίζοντας το ‘πρόβλημα’ σε όλη την εφιαλτική του διάσταση. Εξυπακούεται ότι στην εν λόγω διαδικασία δεν προτείνονται ούτε λύσεις ούτε ερμηνείες. Το συμβάν τις υπερβαίνει παραμένοντας ‘ανεξήγητο’. Ο συγγραφέας Κυριάκος Αθανασιάδης ανήκει στην ολιγομελή κοινότητα ομοτέχνων του οι οποίοι τολμούν να το αποκαλύψουν. Εννοούμε να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων∙ θέτει ένα ‘μαγικό’ κάτοπτρο ενώπιον του ‘αποστήματος’ που το εμφανίζει όχι μόνο ως είναι, αλλά, κυρίως ως ‘έκφραση ενός ακατανόητου φαινομένου μιάς ακατανόητης δημιουργίας’ της οποίας η ιδιοσυστασία παραμένει ανερμήνευτη. Η τελευταία ανά χείρας συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα το επιβεβαιώνει.
Ο τόνος του βιβλίου δίνεται ήδη από το εισαγωγικό «Σημείωμα για την έκδοσή» του. «Ταραγμένα», ονομάζει τα διηγήματα που οικοδομούν τον κορμό του. Θα επιβεβαιώσει τον χαρακτηρισμό αυτόν το εναρκτήριο διήγημα, «Πρόλογος: Χαμένος κήπος». Το κεντρικό του πρόσωπο, ένα μικρό αγόρι, θα ‘γνωρίσει’ τον εαυτό του πριν γνωρίσει τον κόσμο. Η διαδικασία όμως αυτή γεννά ένα εύλογο ερώτημα: Ποιος είναι τελικά ο παράλογος ‘οργανισμός’; Το αγόρι ή ο κόσμος; Η απάντηση μοιάζει να δίνεται από το αμέσως επόμενο διήγημα, «Πάνω». Σκηνικό του το παρακμιακό περιβάλλον της σύγχρονης Πόλης. Συμβολικά είναι όντως ο ‘χαμένος’, ο κατεστραμμένος πλέον ‘κήπος, του προηγούμενου διηγήματος. Πολύ φυσικά στην κορυφή του, ‘πάνω’, να έχει εγκατασταθεί η σύγχρονη κόλαση. Ορδές αμφίφυλων πλασμάτων που λειτουργούν ως σύγχρονα τέρατα. Η γνωριμία τους αποκαλύπτει το αποκρουστικό πρόσωπο του ‘νέου κόσμου’ και την έλευση μιας ανήκουστης εποχής βαρβαρότητας και κτηνωδίας. «Η στρατιά των νεκρών», που ακολουθεί το επιβεβαιώνει. Τα ανθρωποειδή της παγκόσμιας κοινότητας, που έχουν διαδεχτεί τον χτεσινό τους γεννήτορα άνθρωπο, βρίσκονται σε μόνιμη εμπόλεμη κατάσταση. Στο τέλος της φονικής μάχης, όμως, όλοι είναι ηττημένοι. Κι ίσως γι’ αυτό, ζώντες και νεκροί, επανέρχονται στο πεδίο αναμέτρησης για να συνεχίσουν τη σφαγή διαιωνίζοντας έτσι την τραγωδία του ανθρώπου. «Εκείνο που σφυρίζει» προσυπογράφει τη φρίκη. Ένα μικρό αγόρι, ένα ‘αθώο αγγελούδι’, καρφώνει στο στόμα μιάς γυναίκας ένα μαχαίρι – στη φαντασία του. Χαίρεται και πανηγυρίζει ωστόσο σφυρίζοντας, διότι γνωρίζει κατά βάθος ότι, οσονούπω θα επαναλάβει το γεγονός στην πραγματικότητα. Κανένας δεν τον δίδαξε να συμπεριφέρεται έτσι, ‘έτσι’ γεννήθηκε. Είναι ο διάδοχος του ‘πεπερασμένου’ χτεσινού πλέον ανθρώπου, που ήδη κατοικεί δίπλα μας.
Οι «Επισκέπτες», που έπονται του προηγούμενου ‘μεμονωμένου’ συμβάντος, εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας τους ως ‘αλλόκοτοι εισβολείς’. Δεν είναι «όντα που κατοικούν στις παρυφές των ονείρων», ούτε «παρατηρητικές οπτασίες παράλληλου κόσμου», ούτε και «εκτοπλάσματα από τις Χώρες ντου Πέρα Μακριά». Είναι οι Νεκροί που αρνούνται τον θάνατό τους, που τον υπερβαίνουν επιστρέφοντας ως ‘υλική μνήμη’ της προϋπάρχουσας ύπαρξής τους. Οι ζώντες δεν μπορούν ποτέ να απαλλαγούν απ’ αυτούς, θα υφίστανται το μαρτύριο της αέναης επίσκεψής τους πάντα, οι «Σκοτούρες» τους θα τους βασανίζουν αιωνίως. Ο άνθρωπος βρίσκεται επί καθημερινής βάσεως στο έλεός τους. Κι αν επιχειρήσει να ‘δραπετεύσει’ θα χαθεί στο λαβύρινθο της Πόλης – Πραγματικότητας. Η ψευδαίσθηση της διάσωσής του απ’ τον εφιάλτη των φαντασμάτων θα καταρρεύσει όταν θα έρθει αντιμέτωπος με τον ασήμαντο εαυτό του, που αποδεικνύεται ένα ‘καρυδότσουφλο’, στη δίνη μιάς αιώνιας «Μπόρας, καταιγίδας», σύμβολο ανήκουστων δυνάμεων, που εδώ δηλώνεται με την εξαιρετική περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα ως ένα εφιαλτικό ‘ακραίο φυσικό φαινόμενο’ που ‘μηδενίζει’ τα πάντα. Ούτε ο έρωτας είναι το μυθικό άσυλο λύτρωσης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ‘εκλεπτυσμένη’ μορφή βιασμού, σαδομαζοχιστικών αποχρώσεων. Σε ακραία ‘ανάγνωσή’ του ένας συγκαλυμμένος κανιβαλισμός∙ ο Ένας ‘επιθυμεί’ να καταβροχθίσει τον Άλλο∙ αφού προηγουμένως τον ‘θανατώσει’. «Η κόκκινη κιμωλία», γράφει και σχεδιάζει αυτήν την εφιαλτική παραδοξότητα. Όταν το μαχαίρι επιτελέσει τον προορισμό του, Εκείνη ουρλιάζει. Αλλά, φυσικά, δεν υπάρχει κανείς στη Γη ή στον Ουρανό να την ακούσει. Υπάρχει μόνο ο ακατανόητος εαυτός που εκτελεί την πράξη, και η συμβολική «Παγωνιά του (…) ψυγείου», που αναδύεται απ’ αυτήν. Ο άνθρωπος θύτης και θύμα, θα προσπαθήσει να κρύψει το παραμορφωμένο πρόσωπό του πίσω από μια σαθρή μάσκα. Δεν θα διασωθεί∙ επειδή θα διαπιστώσει ότι βρίσκεται πάντα «Στην υπηρεσία της» πραγματικότητας του εαυτού του. Συνεχίζει ωστόσο τις μάταιες προσπάθειες διαφυγής του, αλλάζοντας «Πρόσωπα». Στο τέλος όμως δεν θα έχει απωλέσει μόνο το αρχικό πρόσωπο; προσωπείο; του, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Στην καλύτερη (υποτίθεται) περίπτωση θα αναζητήσει τον λόγο της τραγωδίας του στο Επέκεινα. Θα του απαντήσει μόνο η «Φρίκη του Θ(εού)». Που είναι η τερατώδης σιωπή του. Θα επιχειρήσει να την καταγράψει ως πιθανό μήνυμα προς τους μελλοντικούς ναυτιλλομένους αυτού του μάταιου κόσμου. Εξυπακούεται ότι το…κείμενο που θα προκύψει δεν είναι παρά «Σήματα λυγρά». Θα θελήσει τουλάχιστον «να δει τον ουρανό, τα άστρα», να αντλήσει ίσως απ’ το φως τους τουλάχιστον τη ματαιότητα της ελπίδας. Αλλά όπου κι αν στρέψει το απελπισμένο του βλέμμα θα αντικρύσει την ίδια εικόνα-ταυτότητα του θηριοτροφείου: «…μια μακρόστενη μελαγχολική μουσούδα». Μια ακόμη ματιά στο ευρύτερο περιβάλλον θα επιβεβαιώσει «Όλο το κακό» που έχει συντελεστεί και διαβρώσει τα πάντα: «Οι πέτρινοι τοίχοι των σπιτιών ήταν υγροί και μύριζαν μούχλα», περιγράφει συμβολικά ο συγγραφέας το υπαρξιακών διαστάσεων γεγονός.
Η διαπίστωση δεν αφορά μόνο στο γήινο τοπίο, αλλά και στο κοσμικό: «Τ’ αστέρια σβήνουν». Το μήνυμα που εκπέμπει το συμβάν είναι σαφέστατο: Το σκοτάδι που θα διαδεχτεί το πρόσκαιρο φως τους διαμηνύει όχι μόνο το Τέλος των Πάντων, αλλά και την έλευση της αυτοκρατορίας των κατοίκων του. Είναι τα βαμπίρ που τρέφονται από το ίδιο τους το αίμα. Πιθανή μετεξέλιξη του ανθρώπου, που τώρα πλέον δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει το ρόλο του στο έργο της δημιουργίας∙ απ’ την αρχή ‘έπαιζε’ σε λάθος ‘παράσταση’, λαμβάνοντας μέρος σε «Κάποιο λάθος νούμερο». Κι έτσι, όταν η πρωταγωνίστριά του αποτόλμησε να στρέψει τα νώτα στην παρωδία ζωής που ως εκείνη τη στιγμή λάβαινε μέρος και να επιστρέψει στην πραγματικότητα, όμως οριστικά διαβρωμένη πλέον, «έγινε κομμάτια και κύλησε με θόρυβο στο πάτωμα». Πώς αλλιώς θα συμπεριφερόταν η Πόλη- Τέρας, αυτός ο σύγχρονος εφιαλτικός «Λαβύρινθος», που για να διαιωνίζεται ως «…μια χυδαία πόλη…μια πόλη υπόνομος», έχει διαπλάσει τους κατοίκους της σε περιττώματα, τροφή του Μινώταυρου που την οδηγεί προς την αποκτήνωση; Υπάρχει άραγε «Καμιά ιδέα για το τέλος» αυτής της εξαθλίωσης, όταν τα ύψιστα λειτουργικά εργαλεία της ανθρώπινης πορείας, το συναίσθημα και η δημιουργία, αποδεικνύονται αναποτελεσματικά; Το πρώτο συνθλίβεται από τον κυρίαρχο αμοραλισμό, η δεύτερη μοιάζει να ανακυκλώνει τα προαναφερθέντα λύματα∙ και κάπου, σε κάποιο ‘Έρημο Κάστρο’, για να θυμηθούμε τον Φίλιπ Ντικ, ένας μοναχικός συγγραφέας επιμένει να παράγει Έργο χρησιμοποιώντας «Τυφλό σύστημα», για να ‘γράψει’ σε μια κατεστραμμένη μηχανή. Μοιάζει να είναι η μόνη απελπισμένη προσπάθεια διεξόδου από την ανομβρία.
Διότι «Η φωτογραφία», που ανασύρεται από τα έγκατα των ερειπίων απλώς επιβεβαιώνει το Τέλος δείχνοντας έναν παγκόσμιο τάφο. Ακόμη κι ένα μάλλον τελευταίο «Love Story» συνυπογράφει τον οριστικό «Αποχαιρετισμό στα όπλα», όπως θα’λεγε και Χέμινγουέι. Ανεξέλεγκτα πλέον τα Κτήνη κυριαρχούν. Κι αν τολμήσει κανείς να αγνοήσει την διαχωριστική «Λευκή ταινία» πιστεύοντας ότι θα μετακομίσει σε ένα διασωθέν βουκολικό τοπίο, θα διαψευστεί οικτρά. Το Τέρας έχει επεκτείνει την κυριαρχία του ακόμη και ως τις εσχατιές του σύμπαντος. Ωστόσο «Ο κόσμος μεγαλώνει», τρεφόμενος από τις σαπισμένες σάρκες του, όπως το έκανε πάντα εξάλλου, αγνοώντας και αδιαφορώντας ότι επιστρέφει «Για άλλη μια φορά» ακόμη σε ένα πολύ πιο φριχτό πρωτόγονο παρελθόν. Η «Τιμωρία» του είναι φυσικά δεδομένη, αλλά δεν θα λειτουργήσει παραδειγματικά∙ επειδή «Το πρόβλημα» συνεχίζει να παραμένει όχι μόνο δυσεπίλυτο, αλλά συνεχώς μεγεθυνόμενο και διογκούμενο. Το Ζώο εκ φύσεως θα επαναλαμβάνει τον ζωώδη εαυτό του. Όλες οι προσπάθειες ενανθρώπισής του θα αποτυγχάνουν. Ο δόκτωρ Μορό που την επιχείρησε, κι όχι μόνο είδε το ‘πείραμα’ να αποτυχαίνει, αλλά το πλήρωσε και με την ζωή του. Οι «Δεσμοί αίματος» είναι αθάνατοι. Ο «Επίλογος: Αφάνες», υπογράφει την αποτυχία με μια εφιαλτική χαριστική βολή: «Ούτε πίσω υπάρχει άνθρωπε. Ούτε πίσω υπάρχει κόσμος να πας». Διότι ο κόσμος, ως…Κόσμος, απέτυχε. Ως εκ τούτου το Χτες δεν υπάρχει. Το Αύριο δεν υπάρχει. Το Σήμερα δεν υπάρχει. Ούτως ή άλλως η φευγαλέα στιγμή του που ονομάζουμε «τώρα», που παύει να υφίσταται, αφού συνεχώς μετακινείται από το ένα σημείο στο άλλο αυτοαναιρούμενη, ονομάζεται Κόλαση.
Ο Κυριάκος Αθανασιάδης περιπλανιέται σε κατάσταση μόνιμης εγρήγορσης, περιδεής και ασθμαίνων, στα εφιαλτικά της τοπία και ‘αναμεταδίνει’ στον αναγνώστη του τις ‘εικόνες’ που την συνιστούν. Πιθανώς να είναι παραμορφωτικές ‘εικόνες’ της πραγματικότητας, ή το αληθινό της πρόσωπο που ο συγγραφέας ο προικισμένος με την ειδική όραση το αποκαλύπτει. «Ταραγμένα», ονομάζει ο συγγραφέας τα εικοσιοκτώ διηγήματα που επισημαίνουν τις εν λόγω ισάριθμες ‘εικόνες’ τις οποίες εμπεριέχουν, όπως ήδη προειπώθηκε. Εύστοχος και ακριβής χαρακτηρισμός που, όμως, υπερβαίνει την ‘ιστορία’ τους, αποκτώντας υπαρξιακή διάσταση. Υπερβαίνει επίσης και τον ίδιο τον συγγραφέα τους, η λογοτεχνική εργασία ποιότητας του οποίου, στη σωστή ανάγνωσή της, αποκαλύπτει έναν συνειδητοποιημένο άνθρωπο-δημιουργό, ο οποίος βρίσκεται συνεχώς σε αναταραχή, παλλόμενο άγχος, ασθματική αγωνία, καθώς έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Πάσχοντα – και ακούει τον τραγικό ήχο του. Αν όχι τον επιθανάτιο ρόγχο του. Κι αυτό είναι το σπουδαίο αυτού του σπουδαίου «Έπους».
Κυριάκος Αθανασιάδης
Εκδόσεις Δήγμα, Θεσσαλονίκη 2009
Τιμή € 14,27, σελ. 371