Της Βίκυς Βασιλάτου
Οι σελίδες της Αδικιάς με οδήγησαν στην Καλλιράχη της Θάσου, γυρίζοντας του χρόνου τους δείκτες στο 1880 και στο γλέντι που διοργάνωσαν οι κάτοικοί της για το επερχόμενο ταξίδι τους για τη ρίγανη της Σαμοθράκης. Ένα γλέντι που κατέληξε σε τραγωδία, λόγω εισβολής Τούρκου στον χορό και αμαύρωσης της τιμής μιας νεαρής Ρωμιάς.
Μια εισβολή που, από τη μία, έβαψε με τούρκικο αίμα τα χέρια του γιου του παπά, αλλά που, από την άλλη, θεωρώ, ότι αμαύρωσε και την τιμή των Ελλήνων. Και αυτό διότι, για να γλυτώσει από τα δόντια του «λύκου», ολόκληρο το χωριό επέλεξε ως αποδιοπομπαίο τράγο ένα αθώο παλικάρι, τον Μακέδο. Μια άδικη θυσία που αυτή τη φορά έστειλε στα «δόντια» της τρέλας και, στη συνέχεια, του θανάτου τη μάνα του αδικοχαμένου. Και ξύπνησε τις Ερινύες στη ψυχή των Καλλιραχιωτών…
Αυτή είναι η αληθινή ιστορία που έδωσε τροφή στην Γεωργία Χιόνη -που κατάγεται από το νησί της Θάσου- για να συγγράψει τη γεμάτη πόνο και (απ)ανθρωπιά νουβέλα της. Ο τίτλος, Αδικιά, Καλλιράχη Θάσου, Σωτήριο έτος 1880, Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, με προϊδέασε εξ αρχής για το τι κρατάω στα χέρια μου. Όσο για τον πρόλογό της, μου έδωσε ακόμα περισσότερο ενδιαφέροντα στοιχεία και μου εξήψε την περιέργεια το πώς επεξεργάστηκε το προϋπάρχον συνοπτικό ιστορικό διήγημα, Ο Μακέδος, που συγγράφηκε το 1958 δια χειρός Νικόλαου Αργύρου.
Μέσα από τις σχεδόν 70 σελίδες της νουβέλας της, η Γεωργία Χιόνη, με λιτή και χωρίς φιοριτούρες πένα, με ταξίδεψε στον χρόνο, με φιλοξένησε στην Καλλιράχη για να γνωρίσω τους κατοίκους της, με σύστησε στον Μακέδο, έγινα αυτόπτης μάρτυρας του έρωτά του για την Αμέρσα, μου έδωσε υλικό για ν’ απογοητευτώ με την αδικία που γνώρισε στο πρόσωπο των συγχωριανών του και να συμπονέσω, τέλος, τη μάνα του μα όχι τους Καλλιραχιώτες.
Εν ολίγοις, πρόκειται για μια δυνατή νουβέλα που με έβαλε σε σκέψεις. Μια νουβέλα που διηγείται μια ιστορία καθόλα αληθινή, που ενώ δεν θα έπρεπε να με ξενίσει γιατί πραγματεύεται μια θυσία που -ούτως ή άλλως- δεν σπανίζει γύρω μας και πάντα (θα) υπάρχει ένα εξιλαστήριο θύμα που (θα) βγάζει ασπροπρόσωπους κάποιους «συγχωριανούς» του, με ξένισε ή μάλλον με τσάντισε γιατί αρνούμαι να δεχτώ αυτή την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, αυτή η αδικιά αποτυπώθηκε στο μυαλό μου, ρίχνοντας για άλλη μια φορά λάδι στη φωτιά της ανύπαρκτης τελικά ανθρωπιάς των ανθρώπων γύρω μας.
Γεωργία Χιόνη
Σελίδες 73
Εκδόσεις Νιραγός, 2011