
Σκέψεις με αφορμή τη νουβέλα του Ανδρέα Μήτσου «Δυο παράξενα πλάσματα» (εκδ. Καστανιώτη).
Γράφει η Τζέμη Τασάκου
«είχαν μάθει (ή μήπως τάχα τους το επέβαλλαν;) /να παραλείπουν γκρεμούς και κάτι τέτοια».
Γ. Ρίτσος, Φιλοκτήτης
Δυο αλλόκοτα όντα, αλλαφροϊσκιωτα ζουν στις σελίδες της νουβέλας του Ανδρέα Μήτσου Δυο παράξενα πλάσματα (εκδ. Καστανιώτη). Και τα δυο έχουν φτερά. Μα δεν πετούν. Περπατούν με τα λιγνά τους πόδια σε γη με μαύρη άμμο. Ξένα είναι και τα δυό, μετανάστες στον ίδιο τους τον τόπο.
Τόπος είναι η Νίσυρος. Ένα νησί που γεννήθηκε στον μύθο από έναν βράχο που οργισμένος πέταξε κάποτε στο πέλαγος ο Ποσειδώνας. Ένα νησί με ένα ηφαίστειο που σοβεί. Όσο για τον χρόνο: «χαμένος είναι κι ανυπόστατος». [...] «Μια τρύπα είναι ο χρόνος, ένα πηγάδι που χάσκει πάντα ανοιχτό». (Η παγίδα, εκδ. Καστανιώτη).
Ας μεταλάβουμε το παραμύθι: Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, στη Νίσυρο του χθες, του αύριο ή του τώρα ζει η εξάχρονη Ελένη. Ένα φοβισμένο παιδί είναι η Ελένη, ένα «παραϊλό», ένα παιδί που δεν ξέρει να μετρά… Έχει όμως ένα χάρισμα: μπορεί και ξορκίζει τους φόβους της τραγουδώντας. «Όταν φοβόμουν εγώ τραγουδούσα. Τα άλλα παιδιά κλαίνε όταν φοβούνται, εγώ τραγουδάω». Η έννοια του «φόβου», πανταχού παρούσα στο έργο του Μήτσου. Κι εκείνος ο «δειλός εαυτός» μας που κάποιες φορές παύει να «επισκοπεί» κι αποφασίζει να πετάξει…
Η Ελένη λοιπόν, θα συναντήσει ένα πλάσμα που της μοιάζει και συνάμα είναι πολύ διαφορετικό: ένα μωρό στρουθοκάμηλου, τον Στρούθο. «Ιογενής πανώλη», ψευδοπανώλη έχει απλωθεί στους «φτερωτούς δρόμους» που ζούνε στο νησί και οι κάτοικοι κυνηγούν τα αλλόκοτα πουλιά, – τα πουλιά με το μπλε ράμφος και το μακρύ λαιμό και τα δυο δάχτυλα στο πόδι… Τα κυνηγούν με μένος κι αλόγιστη κακία. Τα κυνηγούν με δίχτυα και μαύρα πανιά. Αλόγιστη είναι πράγματι η κακία των κατοίκων καθώς η ασθένεια δεν είναι για τον άνθρωπο επικίνδυνη, δεν είναι κολλητική…
Ξεφεύγει μόνο ο Στρούθος, το μωρό. Το σώζει η Ελένη. Εξημερώνει τον Στρούθο η Ελένη κι εξημερώνεται από εκείνον.
Λάθρα βιώνουν κι ευδαιμονούν στον μικρό τους κήπο, στον μικρό πλανήτη τους τα δύο παράξενα πλάσματα. Η Ελένη ταΐζει τον Στρούθο βότσαλα και τραγούδι: «έμαθα πως θέλουν βότσαλα με το φαγητό τους οι στρουθοκάμηλοι, αλλιώς δεν μπορούν να χωνέψουν». Κι ενόσω η Ελένη στον Στρούθο τραγουδά, ψηλώνει εκείνος και το «μικρούλικο περιστέρι» γίνεται «τόσο μεγάλο όσο ένας κύκνος».
Συμπληρώνουν τα δύο πλάσματα το ένα το άλλο: «Συμπλήρωνε, δηλαδή, ο ένας τον άλλον. Ήμασταν, επομένως, δύο όμοια και μαζί εντελώς διαφορετικά πλάσματα, οι αντίθετοι πόλοι της ίδιας μπαταρίας».
Έτσι γαλήνια κι ευδαιμονικά κυλά η κρυφή ζωή τους, εκεί, στο «περιβόλι με τις ελιές», εκεί όπου η «θεία Ευτέρπη», την οποία η Ελένη «μάνα» αποκαλεί, έρχεται και τα συναντά…
Η θεία/«μάνα» μιλά στην Ελένη για τα μυστικά του κόσμου και τον ρυθμό του. (Ρυθμός: άλλη μια έννοια που συναντάμε σε όλο το έργο του Μήτσου). Της μιλά για την αγάπη και την απουσία που τη θρέφει. Της μιλά για το ξένο και το διαφορετικό που συνάμα όμοιο είναι. Της μιλά για τη μισαλλοδοξία και τον εθνικισμό. Τον κάθε λογής «εθνικισμό». Και πάντα τα λόγια της Ευτέρπης «τσεκουράτα» είναι. «Γυμνές» οι λέξεις της. «Σαν χειροβομβίδες».
«Επικίνδυνη όσο μια χειροβομβίδα η γυμνή λέξη, άμα την απασφαλίσεις, πρέπει να την πετάξεις αμέσως κι όχι να τη φτιασιδώνεις, αλλιώς σκάει στα χέρια σου…»
«Κι εγώ; Τι να κάνω εγώ για να ’μια πάντα καλή;» ρωτά η εξάχρονη Ελένη.
«Να τραγουδάς. Ο καθένας με τα όπλα που έχει πολεμάει».
«Μ’ όποιον τρόπο μπορεί να τραγουδάει ο καθένας. Κι ας τον ονομάζει τραγούδι αυτόν, τον προσωπικό του τρόπο, την καταδική του έκφραση. Είτε τραγουδάει είτε λέει ιστορίες».
«Τρόπος», ας συγκρατήσουμε κι ετούτη τη λέξη…
Φόβος – Ρυθμός – Τρόπος
Να τρεις γυμνές λεξούλες, λέξεις χειροβομβίδες, τρεις λέξεις-κλειδιά για τη μουσική του Ανδρέα Μήτσου. Για τη μουσική που παράγεται από τεντωμένα έντερα σε καβούκι χελώνας του Ερμή. Τόσο απλά.
Μα ας επιστρέψουμε στον μύθο: Ευδαιμονούν τα δύο παράξενα πλάσματα στον κρυφό τους κήπο, με το τραγούδι ψηλώνουν, κι Αρχάγγελοι γίνονται και μικροί θεοί, φθάνουν τη φύση τους…, ώσπου ήρθε η «φοβερή στιγμή». «Να τη η κακιά στιγμή», ψιθυρίζει η θεία Ευτέρπη.
Η «κακιά στιγμή», ήταν η στιγμή της παρέλασης. Της δημόσιας έκθεσης. Πανηγύρι στο χωριό, βγαίνουν οι κάτοικοι στους δρόμους, παρελαύνουν, ξεθαρρεύει και η Ελένη και βγαίνει παρέα με τον Στρούθο της κι αρχίζει να τραγουδά και ψηλώνει, ψηλώνει… Θεόρατη γίνεται. Και τρέμουν οι κάτοικοι. Φοβούνται το θαύμα που είδαν με τα ίδια τους τα μάτια. Φοβούνται τα ίδια τους τα μάτια. Τρέμουν την όραση.
«Οι κάτοικοι, ο ένας μετά τον άλλον, έκλειναν με πάταγο τα παντζούρια. Σαν να αντίκριζαν κάτι το αφύσικο».
Πώς θα αντιδράσουν άραγε οι κάτοικοι; Θα τιμωρήσουν την υπέρβαση; Θα καταδιώξουν Στρούθο και Ελένη; Θα εκτονώσουν την κακία τους στην σκεπτική θεία Ευτέρπη; «Μάγισσα» θα την πουν… Κι άραγε τα δυο ξένα όντα θα σωθούν;
Ο ποιητής Μήτσου με τρόπο Ευρυπίδειο θα δώσει τη λύση: «Άρμα του Ήλιου» θα τους στείλει και τα δυο παράξενα πλάσματα θα αναληφθούν στους ουρανούς. Σαν ένα σώμα. Όχι σαν Πήγασος. Σαν Κένταυρος Χείρωνας. Ένας Χείρων που ξέρει από πληγές…
Ο ποιητής Μήτσου με τρόπο Ευρυπίδειο θα δώσει τη λύση: «Άρμα του Ήλιου» θα τους στείλει και τα δυο παράξενα πλάσματα θα αναληφθούν στους ουρανούς. Σαν ένα σώμα. Όχι σαν Πήγασος. Σαν Κένταυρος Χείρωνας. Ένας Χείρων που ξέρει από πληγές…
«Συ, hypocrite lecteur…»
Γράφει ο Ανδρέας Μήτσου στη σελ. 33 των Παράξενων πλασμάτων του:
«Γνωρίζω καλά πως ο καθένας από σας το υποψιάζεται –όσο και αν το έχει φυλαγμένο μέσα του και του είναι δύσκολο να το παραδεχτεί– πως έζησε κι αυτός μαζί μου, πως συνέβη και στον ίδιο η δική μου ιστορία, πως ό,τι έζησα εγώ τότε, τα ίδια ζει σήμερα κι αυτός, πως τα ίδια εξακολουθούμε να ζούμε όλοι μας».
Και στην Παγίδα (σελ. 72), ο Μήτσου μας κερνά μια φράση του Γοργία για τον αναγνώστη που μπορεί «να ενδίδει, να συμμετέχει στην ‘‘απάτη’’ της γραφής».
«Κατά την αφηγηματική διαδικασία, [...] ο απατήσας εστί τιμιώτερος του μη απατήσαντος, ο δε απατηθείς σοφώτερος του μη απατηθέντος».
Σαγηνεμένοι κι εξαπατημένοι αναγνώστες, μες στις σελίδες των παραμυθιών του Ανδρέα Μήτσου βρίσκουμε σελίδες των δικών μας ημερολογίων. Καθρεφτιζόμαστε. Το «εγώ» του κάθε ήρωα ή αφηγητή του γίνεται «εμείς», ο «τόπος» γίνεται οικουμένη, κι ο χρόνος πάντα χάσκει… Και στα ταξίδια του, ο Μήτσου φέρει πάντα στο έρμα, στην σκευή του τις εμμονές του…
Εμμονές
«Συγγραφέας χωρίς εμμονές δεν νοείται, αυτό πιστεύω», γράφει ο Ανδρέας Μήτσου στην Παγίδα, (σελ. 64). Και στα Δυο παράξενα πλάσματα συναντάμε κάποιες από τις εμμονές του:
- Η εικόνα των έγκλειστων στρουθοκάμηλων στο εκτροφείο, φέρνει στο νου μας εκείνη την άλλη εικόνα των βοειδών στα δημόσια σφαγεία της Αμφιλοχίας, πλάι στο σπίτι ενός μικρού καουμπόη, στο Ο καουμπόης του Αλίμου. Ήτανε τότε που ο μικρός καουμπόης κατάλαβε πως σ’ ετούτο «τον βάναυσο κόσμο», κάποιοι σφάζουνε και κάποιοι ακούνε αμέτοχοι… (σελ. 28)
- Κι ακόμη εκείνη η εικόνα των συγχωριανών που καίνε το σπίτι της θείας Ευτέρπης, μας θυμίζει εκείνη τη συγκλονιστική σκηνή από το διήγημα «Η τελευταία ελπίδα», (σελ. 47, Ο καουμποής του Αλίμου), που οι «συγχωριανοί» κρατούν δεμένο στο πάτωμα κάποιον στρατιώτη: «Ποιος θεός; Είναι οι φαντάροι, οι συγχωριανοί σου, οι δικοί σου άνθρωποι. Αυτοί σε κρατάνε πάνω στο βρόμικο πάτωμα. Γιατί φοβούνται τη χαρά σου, ότι θα τους παρασύρει κι αυτούς, πως θα τους πνίξει». Αλήθεια, αυτοί είναι τελικά που μας κρατούν δεμένους στο βρώμικο πάτωμα; Αυτοί «καίνε» το σπίτι μας; Οι συγχωριανοί μας; Οι συγγενείς; Το σινάφι μας;
- Κι άλλη μια εικόνα ακόμη: ο δημοσιογράφος εκείνος που θα σταθεί στα χείλη του ηφαιστείου –ένας Εμπεδοκλής–, και θα ακούσει την εξάχρονη Ελένη και θα κάνει τη μετά-αφήγηση της ιστορίας της. Αντίστοιχα στο διήγημα «Μια νύχτα με βροχή», (σελ. 52, Ο καουμπόης του Αλίμου.) «Πάντως, (...), όποιος δεν έχει πέσει σε γκρεμό, σωσμό δεν έχει. Αυτό έχω να πω». Τι κρατήρας ηφαιστείου, τι γκρεμός… Και τα δύο, χείλη έχουν…
Παιδική ηλικία και «κρύπτη ποιητική»: τα δύο καταφύγια…
Άλλος καταλληλότερος για να διακρίνει κίβδηλες αλήθειες ή τα πιο αληθινά μας ψέματα δεν υπάρχει από το παιδί που κάποτε εμείς υπήρξαμε, το παιδί που κατοικεί ακόμη μέσα μας, στο μυστικό του άντρο. Στα σωθικά μας.
Στη νουβέλα ετούτη μιλά η εξάχρονη Ελένη που ζει ακόμη στο σκαρί μιας ενενηνταεξάχρονης γριούλας. Ένα ναυαγισμένο σκαρί, φαγωμένο απ’ την αρμύρα και τα χρόνια, μπορεί να κρύβει στο αμπάρι του όχι μόνο σαβούρα, μα και μυστικά ακριβά. Μυστικά της υπέρβασης και της άπτερης πτήσης.
Ο μύστης Μήτσου γράφει στην Παγίδα:
«Καταφεύγω στην παιδική ηλικία για να διελευκάνω το παρελθόν μου και να το ξαναζήσω, για να το κάνω τώρα πιο ανεκτό, γιατί το ξέρω καλά πως δεν έχουμε άλλη ηλικία να θυμηθούμε».
Και:
«Δεν αρκεί να αναπολείς τον νόστιμο χρόνο σου χωρίς να είσαι σε θέση να τον ζήσεις ξανά, μ’ όποιον τρόπο δύνασαι».
Τρόπος του Μήτσου είναι η ποιητική αφήγηση. Η «λυρική πρόζα». Το παραμύθι που κλείνει μέσα του τα αληθινά ψεύδη του ονείρου, την αδιαπραγμάτευτη αλήθεια της φαντασίας. Ο Μήτσου καταθέτει την αλήθεια του Μύθου που ξέρει να κοιτά με κατανόηση την ψεύτρα πραγματικότητα.
Τρόπος του Μήτσου είναι η ποιητική αφήγηση. Η «λυρική πρόζα». Το παραμύθι που κλείνει μέσα του τα αληθινά ψεύδη του ονείρου, την αδιαπραγμάτευτη αλήθεια της φαντασίας.
Γράφει στην αυτομυθοπλασία του: «Καταφεύγω στην ποιητική κρύπτη, όχι για να κρυφτώ από τον εαυτό μου, […], αλλά για να τον συναντήσω εκεί, να κουρνιάσουμε ο ένας πλάι στον άλλο, όπως τα πουλιά όταν κρυώνουν, και να φιλιώσουμε. Για να τα βρούμε οι δύο μας».
Δύο λοιπόν τα καταφύγιά του: η παιδική ηλικία και η «ποιητική κρύπτη». Σ’ αυτό το μυστικό άντρο καταφεύγει ο Ανδρέας Μήτσου και ζυμώνει τις γυμνές αλήθειες του, τις γυμνές του λέξεις, τα ισχυρά του ψεύδη και τα κάνει ψωμί. Και το κερνά σ’ όλους εμάς: τους εξαπατημένους αναγνώστες, τους αναγνώστες που ενδίδουν. Τους υποκριτές.
Post scriptum: Τελειώνοντας μια φράση από τον Γλάρο (πτηνό κι ετούτος) του Τσέχωφ μου έρχεται στο νου. Λέει η ηθοποιός Νίνα στον συγγραφέα Τρέπλιεβ:
«Έτσι λοιπόν, έγινες συγγραφέας κι εγώ ηθοποιός. Πέσαμε κι οι δυο μας στην Παγίδα».
*Η TZEMH TΑΣΑΚΟΥ είναι συγγραφέας.
























