
Για τη συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Μυλωνάκη «Εννιά» (εκδ. Καστανιώτη). Εικόνα: Από την ταινία «The road» (2009).
Γράφει ο Αντώνης Γουλιανός
Στη μεταπαπαδιαμαντική εποχή και μετά τα κριτικά διηγήματα του Καρκαβίτσα, το θρησκευτικό στοιχείο στη νεοελληνική λογοτεχνία συνήθως αποτυπώνεται μέσα από το κλισέ της παράδοσης και της, χωρίς αμφισβήτηση, ενσωμάτωσης της ορθόδοξης πίστης στην ταυτότητα των ηρώων. Ακόμα και συλλογές που υποτίθεται πως στέκονται ως πρωτότυπα δείγματα αποτύπωσης μιας ρευστής εποχής της νεοελληνικής ιστορίας, όπως το Γκιάκ του Δημοσθένη Παπαμάρκου, δυστυχώς δεν καταφέρνουν να σκιαγραφήσουν, παρά τη σαφή σχέση τους με τον θάνατο, το παραμικρό σε σχέση με τις αντιφάσεις της ελληνικότητας και της επικαλούμενης ορθοδοξίας όπως αυτή διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά ούτε και να αναδείξουν μεριές της πολυθρησκειακής πολυπλοκότητας -λόγω του διαρκή συγκρητισμού που έχει υποστεί η αντίληψη της έννοιας της πίστης- του ελληνικού υποκειμένου.
Η «φοβία» των συγγραφέων να καταπιαστούν με θρησκευτικά θέματα, και δη ασκώντας έμμεση κριτική σε αυτά, ή έστω ενσωματώνοντας το φιλοσοφικό στοιχείο στην αφήγηση, απορρέει αναμφίβολα από τη μη επαρκή γαλούχηση της σύγχρονης πεζογραφικής σκηνής με φιλοσοφικό υπόβαθρο, αλλά και με ορισμένα κορυφαία κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που εξετάζουν με κοινωνιολογικούς και φιλοσοφικούς όρους το θρησκευτικό φαινόμενο.
Ο Αντώνης Μυλωνάκης, στη συλλογή διηγημάτων του Εννιά, παρότι δεν περιορίζει τους ήρωες σε ελληνικής καταγωγής άτομα, ενσωματώνει πρωτότυπα το θρησκευτικό στοιχείο με μια αποστασιοποιημένη δόση ειρωνείας και θέλησης ανατροπής των στερεοτύπων. Οι περισσότεροι ήρωες είναι άτομα που αποτελούν θύματα της θρησκευτικής προκατάληψης και δυσοίωνων προφητειών, οι οποίες, σε περίπτωση που καταλήγουν να γίνονται πραγματικότητα, επηρεάζονται κυρίως από την ανθρώπινη φύση και όχι από θεϊκές παρεμβάσεις.
Ο συγγραφέας βασίζεται κυρίως σε μια αποφατική μέθοδο που, σε αντίθεση με τον ορθόδοξο αποφατισμό, δεν καταλήγει πάντοτε στην απάντηση της ύπαρξης του θεού -ακόμα και σε διηγήματα όπως το «Πες μου τι θέλεις να μάθεις», που η δευτέρα παρουσία έχει ήδη συμβεί και άρα το ερώτημα της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του θεού μοιάζει περιττό-, αλλά χρησιμοποιεί το θείο για να θίξει ειρωνικά καταστάσεις της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Άλλωστε, τα κλασικά υπαρξιακά και θεολογικά ερωτήματα, έτσι όπως διατυπώνονται ρητώς στο συγκεκριμένο διήγημα («Τι υπάρχει μετά τον θάνατο; Τι υπήρχε πριν από τον Θεό; Υπάρχει σκοπός για ό,τι συμβαίνει ή είναι όλα τυχαία;», σελ. 97) μοιάζουν περιττά ή, όπως διατυπώνεται από την ηρωίδα «σαχλά», γιατί το διακύβευμα καταλήγει να αφορά τον ανθρώπινο χαρακτήρα και αυτό διαμορφώνεται και κρίνεται, εντέλει, κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής.
Στην «Καινή Ομολογία», διήγημα που ασχολείται με τα πρακτικά του θανάτου και ιδιαίτερα με την κοινωνιολογική πλευρά της παύσης της ζωής, δηλαδή τη διεξαγωγή της κηδείας, κυριαρχεί μια υφέρπουσα ειρωνεία που ασχολείται με τα πρακτικά του θανάτου (το πόσο η ζέστη μπορεί να επηρεάσει τη σήψη και την ατυχία του να πεθάνει κανείς... καλοκαίρι: «Μεγάλη ατυχία να πεθάνει κανείς μια τόσο ζεστή μέρα. Όλα γύρω να ανθίζουν και εσύ να πρέπει να σαπίσεις στο χώμα. Δεν είναι απλά ατυχία τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι προκλητικό», σελ. 188) και όχι με το ζήτημα της μεταθανάτιας ζωής που μοιάζει λίγο πολύ περιττό και αυταπόδεικτα ανύπαρκτο, παρότι ο αφηγητής υπογράφει στο τέλος του διηγήματος ως ο «Θεός». Φαίνεται, άλλωστε, αυτή η συνθήκη να αναιρεί και τη βασική χριστιανική εσχατολογία περί τελικής κρίσεως, αφού ο ίδιος ο «Θεός» δηλώνει πως ο νεκρός δεν πλήρωσε για τις αμαρτίες του όσο ζούσε και δεν θα πληρώσει ούτε μετά θανάτον, «στους ουρανούς» (σελ. 192).
Στο διήγημα «Αζραήλ», φανερώνεται και η διαθρησκειακή προοπτική της συλλογής, που δεν αφορά μόνο τη χριστιανικότητα, αλλά και τον μουσουλμανισμό. Στο παρόν διήγημα, βεβαίως, εμφανίζεται έντονα το στοιχείο της θρησκευτικής προκατάληψης ως κάτι που αρχικώς μοιάζει φαιδρό, αλλά στη συνέχεια, λόγω του παρελθόντος των ηρώων, καταλήγει να εκπληρωθεί εφιαλτικά. Ο Μυλωνάκης δεν διαχωρίζει την πίστη στη θρησκευτική της έκφανση από την παραδοσιακή θρησκεία, την αίρεση ή τη σέκτα, αντιθέτως παρουσιάζει το θρησκευτικό φαινόμενο εξαρχής ως μυστικιστικά σκοτισμένο.
Το παράδοξο
Το παράδοξο (τίτλος και ενός εκ των διηγημάτων), άλλωστε, καθορίζει τους περισσότερους χαρακτήρες: από τη Μαρίνα, μια περσόνα που καταφεύγει σε catfishing για να προσελκύσει την προσοχή ενός γκέι ποιητή, μέχρι την επιλαχούσα για να συναντήσει τον αναγεννημένο Ιησού, οι ήρωες των περισσότερων διηγημάτων καθορίζονται ή έχουν ήδη καθοριστεί από μια υπόνοια παράδοξου και αλλόκοτου. Αυτές οι τραγελαφικές καταστάσεις δεν αφορούν τόσο μια συνθήκη μαγικού ρεαλισμού, όπως προτάθηκε από άλλες κριτικογραφίες, αλλά μια κοσμοαντίληψη του συγγραφέα που καταλήγει να φανερώνει την εν γένει αλλόκοτη διάσταση της ίδιας της πραγματικότητας. Αυτό είναι που εντέλει σώζει τη συλλογή από τη πολυθεματικότητα των διηγημάτων, που σε άλλη περίπτωση θα ήταν διασπαστική στην ανάγνωση.
Τα δύο πιο έντονα μοτίβα μάλιστα -δηλαδή το θρησκευτικό και το δυστοπικό- καταλήγουν εντέλει να συνδέονται, αφού ο Μυλωνάκης καταφέρνει να αναπτύξει εύστροφα τις δυστοπικές θεματικές -σαφώς επηρεασμένες από την εμπειρία της υγειονομικής κρίσης-, τοποθετημένες σε ένα σχετικά σύντομο μέλλον, χωρίς να καταφεύγει όμως σε υπερβολές και τα συνήθη πολυχρησιμοποιημένα μοτίβα της δυστοπίας, αλλά εμπλουτίζοντας τις ιστορίες με υπαρξιακές ροπές.
Το λέμε συχνά για διάφορους δημιουργούς, αλλά ο Μυλωνάκης, ίσως έχοντας τα εφόδια από έργα του στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία, κρατά με πολύ σταθερό τρόπο ένα ύφος ενιαίο και χωρίς φιοριτούρες σε όλα τα διηγήματα.
Καταληκτικά, ως μεγαλύτερο προσόν της συλλογής ξεχωρίζει η απλότητα του ύφους του συγγραφέα. Το λέμε συχνά για διάφορους δημιουργούς, αλλά ο Μυλωνάκης, ίσως έχοντας τα εφόδια από έργα του στην παιδική και εφηβική λογοτεχνία, κρατά με πολύ σταθερό τρόπο ένα ύφος ενιαίο και χωρίς φιοριτούρες σε όλα τα διηγήματα. Αυτό δίνει χώρο στους εκάστοτε χαρακτήρες να αναπτυχθούν, αλλά και στον αναγνώστη να διαβάσει το έργο βυθιζόμενος στην κάθε ιστορία χωρίς να βλέπει διαρκώς τον συγγραφέα μπροστά του σε λογοτεχνικές ακροβασίες. Η ευκολία δε του συγγραφέα στο πλάσιμο αληθοφανών χαρακτήρων, που κερδίζουν το ενδιαφέρον παρά τις απρόσμενες συνθήκες στις οποίες τους τοποθετεί, δείχνει πως θα ήταν δόκιμο και ευκταίο να δοκιμαστεί ξανά -και πιο εκτεταμένα- σε είδη όπως η νουβέλα και το μυθιστόρημα ενηλίκων.
* Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΟΥΛΙΑΝΟΣ είναι συγγραφέας και αρθρογράφος.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αντώνης Μυλωνάκης γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα, όπου και ζει. Μεγάλωσε γράφοντας ιστορίες για την αδερφή του, έχοντας πάντα την ίδια σαν κεντρική ηρωίδα.

Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο καθρέφτης και η προφητεία του Γκρέινορ (εκδ. Μικρή Άρκτος), γνώρισε ευρεία αποδοχή και βραβεύτηκε την ίδια χρονιά. Παράλληλα, γράφει ποίηση και διηγήματα, πολλά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο. Είναι δημιουργός της σειράς παιδικών βιβλίων «Λίλυ και Άλεξ» (εκδ. Καστανιώτη).
























