Της Ματίνας Μόσχοβη
Η ανήκεστος βλάβη του υπάρχειν
Χρόνος και πόνος και δήθεν εαυτός / Ω να τέλειωναν όλα. Samuel Beckett
Σκοτάδι. Φως σε δύο γυναικεία χέρια που ψαχουλεύουν στο σκηνικό σκοτάδι. Η φωνή που ανήκει στα χέρια λέει: «Ν’ ανάψω το φως να βλέπω. Τι; Να βλέπω; Δεν βλέπω τίποτα πια. Και δεν χρειάζεται». Στο μονόδραμα του Γιώργου Λαμπράκου, Υπογείωση (εκδ. Γαβριηλίδης, 2012) ο χαρακτήρας του έργου, η Άννα, μια γυναίκα μέσης ηλικίας, ανάπηρη, πρώην ηθοποιός, αλκοολική, σκηνοθετεί την αυτοβιογραφία της αναμηρυκάζοντας γεγονότα του βίου της. Γραπώνεται από τις λέξεις, γιατί το σώμα που νοσεί βγαίνει από τη σιωπή και κάνει βίαια αισθητή την παρουσία του, και ενώ μέχρι πρότινος ψιθύριζε διακριτικά τις ανάγκες του, ασκούσε επιμελώς τα καθήκοντά του, τώρα κάνει έφοδο σαν πλήρωμα σε ανταρσία. Το σώμα της Άννας κείται όπως ένα κείμενο στο θέατρο, πριν ορθωθεί στη σκηνή.
Ο χώρος που κείται το σώμα της ηρωίδας είναι ένα υπόγειο, μια τρύπα, ένα πλουτώνιο άντρο, ένας «σκατώνας». Ο χρόνος του κειμένου-σώματος είναι μια διεσταλμένη στιγμή, όπου παρόν και παρελθόν –χωρίς μέλλον– συμφύρονται διαμελισμένα. Τόπος της ιστορίας, το ευρύτερο πλαίσιο, είναι η εποχή μας, η μετανεωτερικότητα (όρος που χρησιμοποιώ καταχρηστικά). Με τον όρο «μετανεωτερικότητα» δηλώνεται: η εποχή της κατάρρευσης των ιδεολογιών, της απώλειας νοήματος, της ανάπτυξης των τεχνολογιών, της απειλής του πλανητικού οικολογικού αφανισμού, της παγκοσμιοποίησης κ.λ.π. Ο άνθρωπος στη μετανεωτερικότητα ζει μια εικονική πραγματικότητα: στην εποχή της πληροφορίας τα πάντα τρέχουν ιλιγγιωδώς, η διαφήμιση ενθρονίζει εντός ολίγων λεπτών στο υποσυνείδητό του τη Λερναία Ύδρα της επιθυμίας, όλα μοιάζουν ευμετάβολα, ο καθένας ζει για τον εαυτό του, αδιάκοπα κυνηγημένος, κονιορτοποιημένος από ένα σύστημα απρόσωπων μηχανισμών και κοινωνικών δομών, τυποποιημένων λειτουργιών, με εκπαίδευση αγοραία, απρόσωπη, έτσι ώστε να εξυπηρετείται η ασάφεια της προσωπικής και συλλογικής ταυτότητας. Όσο για την πολυθρύλητη «ελευθερία της επιλογής», δεν είναι παρά μία ακόμα φενάκη, καθώς παραπαίει μέσα στον κυκεώνα των σημείων.
Μετά από αυτή την αναπόφευκτη παρέκβαση, ας επιστρέψουμε στην ηρωίδα της Υπογείωσης. Η Άννα βρίσκεται καθηλωμένη στο κρεβάτι μετά από ατύχημα, καταδικασμένη να ζει με τέσσερις μόνο δυνατότητες: την κίνηση των χεριών της, την αφή, τη σκέψη και την ομιλία. Παυσίλυπο και δηλητηριώδες αναισθητικό, το ουίσκι. Μια σκυλίτσα, η Ελένη, εκπαιδευμένη να της φέρνει το μπουκάλι με το ουίσκι, άφαντη τώρα. Μόνη επαφή με τον εξωτερικό κόσμο η σπιτονοικοκυρά, που έρχεται για το ενοίκιο, να της αφήσει φαγητό, να της χαϊδέψει το χέρι και να φύγει. Η Άννα έχει καταντήσει ένας τυφλοπόντικας που ονειρεύεται τον «τέλειο θάνατο» από οινόπνευμα. Ή, αν απομακρυνθούμε από το σκιόφως των λέξεων και πλησιάσουμε τον ανακριτικό φακό του ρεαλισμού: πεθαμένη από σηπτικό σοκ, μέσα στα περιττώματα και τις δύσοσμες εκκρίσεις του σώματος, ένα γηραλέο νήπιο, πνιγμένο στη μνησικακία εξαιτίας μιας υπαρξιακής βεντέτας εναντίον των γεννητόρων, που δεν στάθηκαν στο αναμενόμενο ύψος, αφού είχαν τη φαεινή ιδέα να τη φέρουν σε αυτό τον κόσμο. «Καταραμένε γεννήτωρ», αναφωνεί ο Χαμ, στο Τέλος του παιχνιδιού του Μπέκετ, επειδή οι γεννήτορές μας αποτελούν τους πρώτους φορείς εξουσίας δίδοντας ζωή, και «καθετί που φέρει και δίδει ζωή», λέει ο Καμύ, «είναι βαρύ σαν πέτρα».
«Κόλαση είναι το μέρος όπου είναι όλοι άχρηστοι», ισχυρίζεται η ηρωίδα της Υπογείωσης, και συνεχίζει: «Η ζωή είναι ένα ασανσέρ. Στο ισόγειο βρίσκονται τα ζώα και στο ρετιρέ μια ύψιστη διάνοια, κι ο άνθρωπος έχει κολλήσει λίγο πριν απ’ τον πρώτο όροφο. Κάνει να ανοίξει την πόρτα· κλειστή. Και να την άνοιγε, τοίχο θα ΄βρισκε. Και κάθεται εκεί μέσα στο ασανσέρ, μόνος του μες στα σκοτάδια, και περιμένει να το φτιάξουν. Τι κόπανος! Και δεν μπορεί να πάει ούτε πάνω ούτε κάτω. Και ουρλιάζει μες στον τρόμο, βοήθεια βοήθεια πού είστε; Είναι κανείς εκεί έξω; Ελάτε να με βοηθήσετε!». Το σήμα που καλεί για βοήθεια μάλλον θα μείνει αμετάδοτο, ίσως γιατί οι περισσότεροι αισθάνονται παγιδευμένοι στον ατομικό τους ανελκυστήρα, και όλοι ουρλιάζουν ταυτοχρόνως, περιμένοντας απέξω, τους άλλους, να φέρουν τη λύση.
Στο σημείο αυτό, θα κάνουμε ακόμα μία παρέκβαση. Ο ήρωας του μοντερνισμού αρνείται τις έννοιες της ομορφιάς και της φυσικότητας, πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε όλη η Δυτική σκέψη. Ο ήρωας του μοντέρνου έργου είναι κατακερματισμένος, με άρρωστη βούληση, παθητικός, ενοχικός, με μιαν άγνοια που μπορεί να συνυπάρχει με ευρύτατη αναλυτική γνώση, γυμνωμένος από σωτηριολογικά και ηθικοκοινωνικά στηρίγματα που του εξασφάλιζαν στο παρελθόν κάποια σιγουριά. Ρέπει προς το ψυχοπαθολογικό, άλλοτε αγωνίζεται να αυτοπροσδιοριστεί, άλλοτε όχι.
Η Άννα γεννήθηκε Πρωταπριλιά. Κι αυτό είναι το καλύτερο αστείο που άκουσε ποτέ. Ο πατέρας της, μαθηματικός, καθηγητής Πανεπιστημίου. Πάντοτε απορριπτικός απέναντί της, παρότι φιλοδοξούσε να την δει να ακολουθεί την καριέρα του. Εκείνη μισούσε τα μαθηματικά. Γι’ αυτό και αρίστευε. Πάντοτε αρίστευε σε ό,τι απεχθανόταν. Η μητέρα, άβουλη, υποταγμένη στον σύζυγο. Υπάρχει και μια αδελφή. Αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τους. Από τα εφηβικά της χρόνια ήταν εξαρτημένη από το αλκοόλ. Πάσχει από ψυχολογική δυσμηνόρροια και είναι ανοργασμική. Έχει κάνει απόπειρες αυτοκτονίες. Σπούδασε. Η διδακτορική της διατριβή είχε θέμα «τη λογική του παραλόγου». Δεν την ολοκλήρωσε ποτέ. Αιτία, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Ένα βράδυ, τελείως μεθυσμένη –ήθελε να ξεχάσει όλα τα μαθήματα που της είχαν διδάξει– σχεδόν βιάστηκε από κάποιον συμφοιτητή της που έμοιαζε στον πατέρα της. Γέννησε δίδυμα, τον Πέτρο και την Κασσάνδρα, «δυο δίδυμες πέτρες». Υπήρξε κακή μητέρα. Στράφηκε στο θέατρο, τον μοναδικό της φυγόκοσμο. Ερωτεύθηκε τον καθηγητή της στη Δραματική σχολή. Έζησαν έναν παράφορο έρωτα. Την πρόδωσε με την επιστήθια φίλη της. Οι γονείς της σκοτώθηκαν σε τροχαίο. Εκείνη διέπρεπε στο θέατρο, αλλά η ζωή της ήταν ερείπια. Ο γιος της την εγκατέλειψε στα 16 του. Αργότερα της έφεραν το μαντάτο ότι αυτοκτόνησε για να την εκδικηθεί. Η κόρη της, κι εκείνη, μάλλον, «έφυγε» νωρίς. Μετά, ήρθε το ατύχημα και όλα τέλειωσαν.
Οι γονείς, και κυρίως οι μητέρες, «φαντάζονται» τα παιδιά τους πριν ακόμα γεννηθούν. Το ότι μας φαντάζονται πριν γεννηθούμε, προτού ακόμα εμείς οι ίδιοι ανακαλύψουμε τι και πώς είμαστε –κοιτάζοντας μέσα μας ή σε καθρέφτη–, μοιάζει σαν να μας έχουν επινοήσει. Επομένως η ύπαρξη και η αυτονομία μας προκαθορίζονται, κι αυτόν ακριβώς τον προκαθορισμό τον βιώνουμε –περισσότερο ή λιγότερο ασύνειδα– ως βία και απογύμνωση. Έτσι ο δρόμος για την εξατομίκευση, την απαρτίωσή μας, περνά αναπόφευκτα από ένα είδος προδοσίας. Εμείς προδίδουμε τους γεννήτορές μας επειδή δεν είμαστε αυτό που φαντάστηκαν, κι εκείνοι προδίδουν εμάς επειδή δεν είναι αυτό που φανταστήκαμε. Περίπλοκη αλληλεξάρτηση με οδυνηρές πλευρές, δυσεπίλυτες και κάποτε καταστροφικές.
Αλλά η Άννα δεν θα «προδώσει» τους γονείς. Δεν θα σπάσει ποτέ τα δεσμά-δεσμούς. Αντιθέτως θα πιστοποιήσει, ως τιμωρός πλέον, πως είναι η ανάξια κόρη, των ανάξιων γονιών, ενώ το γιγάντιο παράπονο του ακυρωμένου παιδιού μέσα της, σε αυτό τον χώρο του κίβδηλου θαύματος, θα κολπώνεται για να διατρανώνει εντέλει πως όλοι, μισοτελειωμένα προπλάσματα είμαστε, που ψυχαναγκαστικά επαναλαμβάνουμε τα γνώριμα μοτίβα μας, σε μια χώρα από την οποία απουσιάζει σχεδόν από παντού η αυθεντική ζωή, σε έναν κόσμο που κινείται «από το λυκαυγές στο πλήρες σκότος». Κι αυτό που αξίζει σε έναν τέτοιο κόσμο δεν είναι άλλο από την καταστροφή. «Λατρεύω τον σεισμό!», λέει σε ένα σημείο. «Δεν είναι τυχαίο που στην Ελλάδα γίνονται τόσοι σεισμοί. Ωραία χώρα η Ελλάδα, αλλά έχει ένα πρόβλημα, έχει πολλούς Έλληνες. Οι σεισμοί το ξέρουν, και μια μέρα θα γκρεμίσουν αυτό το αυθαίρετο που παριστάνει τη βίλα. Όλοι παριστάνουμε κάτι εδώ πέρα […] Ένας σεισμός θα ΄ρθει και θα γκρεμίσει τα πάντα, θα δημιουργήσει βαθιές χαράδρες και θα πέσουμε όλοι μέσα, θα γίνουν όλα ερείπια… Θα ξέρω πριν πεθάνω πως ο κόσμος έγινε σαν εμένα. Κι εγώ, σαν την Ελλάδα, μες στη σύγχυση και την τρέλα». Κι ωστόσο το τραύμα της γέννησης μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό ίσως μέσο για μεταστοιχείωση, για να κατορθώσει ο άνθρωπος να γίνει ο ίδιος γεννήτορας του εαυτού του και να αναλάβει ολοκληρωτικά την ευθύνη του.
Η Άννα –τον χαρακτήρα της οποίας απέδωσε με εξαιρετική ψυχολογική συνέπεια και ακρίβεια ο Γιώργος Λαμπράκος– είναι τρομοκρατημένη. «Δεν υπάρχουν, βλέπετε, στη ζωή τάξεις για τους αρχάριους, πάντα ζητάνε το δυσκολότερο από τον καθένα» (Ρ. Μ. Ρίλκε, Οι σημειώσεις του Μάρτιν Λάουριντς Μπρίγκε, μτφρ. Δ. Δήμου, εκδ. Ροδακιό, 1993). Κι εκείνη δεν έμαθε ποτέ πώς να δηλώνει την απεγνωσμένη ανάγκη της να αγαπηθεί. Γι’ αυτό οι πρωτιές και οι διακρίσεις, που όμως δεν ικανοποίησαν τις «απαιτήσεις». Ναρκισσικά πλήγματα έπειτα, διαψεύσεις, κακοφορμισμένη οργή, ασύδοτος πόνος, αυτοτιμωρία και εκδικητικότητα, σχιζοειδής ταλάντωση μεταξύ καθήκοντος και επιθυμίας. Σε ολόκληρη τη ζωή της δεν κατόρθωσε να έρθει σε κοινωνία με τον αληθινό εαυτό της, κι ας ασφυκτιούσε μέσα στους ρόλους: της κόρης, της μαθήτριας, της ερωμένης, της ηθοποιού, της μητέρας. Για τούτο ο ετεροπροσδιορισμός και η εναντίωση έγιναν μανιέρα της. Για τούτο εξωθήθηκε σε αυτό το σώμα έσχατης ανάγκης, το ένυλο σινιάλο περιφρόνησης, απόγνωσης και πρόκλησης, όπως εκείνος ο ηθοποιός που «μέσα σε δέκα λέξεις, που είναι όλος κι όλος ο ρόλος του· και μόνο για μία! για μία παράσταση· μέσα σε δέκα ανοησίες στριμώχνει· ξεπουλάει όλη του την ψυχή· κι αυτό ήταν: τέλειωσε· και ο ρόλος και η ψυχή. Και μένει η ζωή. Και τη ζωή τη ζει ένας γεννημένος ηλίθιος που χτυπιέται και ουρλιάζει από θυμό· χωρίς να ξέρει με τι· γιατί θύμωσε». (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Μάκβεθ, μτφρ. Γ. Χειμωνάς, Καστανιώτης, 1996).
Είναι κοινός τόπος πλέον ότι η ενοχή (από το «ενέχομαι»: καταλαμβάνομαι, περιπλέκομαι, εμπλέκομαι) γεννά τεράστια μάζα επιθετικότητας, προς τους άλλους (ετεροβιαιότητα) και προς τον εαυτό (αυτοβιαιότητα). Αλλά η οργή δεν είναι παρά ανεστραμμένη οδύνη. «Ο καθένας», λέει ο Σιοράν, «απονέμει στον εαυτό του μια μοίρα, άρα ο καθένας μπορεί να περιγράψει τη δική του. Η πίστη ότι η ψυχολογία αποκαλύπτει την ουσία μας πρέπει να μας προσκόλλησε στις πράξεις μας, στη σκέψη ότι ενέχουν συμβολική αξία. Ήρθε κατόπιν ο σνομπισμός των “συμπλεγμάτων” για να μας μάθει να παραφουσκώνουμε το Τίποτά μας, να μας αφήνει να μένουμε έκθαμβοι από αυτά, να προικίζουμε το εγώ μας με ιδιότητες και βάθη που δεν διαθέτουμε… Αν αφαιρέσετε τις λειτουργίες της μνήμης τις οποίες το εγώ μηχανεύεται για να μας κάνει να θριαμβεύσουμε επί του γίγνεσθαι, δεν απομένει μέσα μας τίποτε άλλο, εκτός από τον ρυθμό που συνοδεύει τα στάδια της ελλειμματικότητάς μας». (Ε. Μ. Σιοράν, Ο κακός δημιουργός, μτφρ. Θ. Χατζόπουλος, Εξάντας, 1994).Τι μένει λοιπόν όταν κανείς δεν θέλει να θυμάται, σε αυτά τα χρόνια της «γλοιώδους ρευστότητας» (viscosité) του ναρκισσικού ατομισμού, ότι το τραγικό είναι συστατικό του σύμπαντος και ότι οι ουσιώδεις συγκρούσεις είναι ανεπίλυτες; Μένει η ίδια η ζωή που είναι ένα θαύμα, όχι για το «πώς» υπάρχει, αλλά απλώς και μόνο για το «ότι» υπάρχει. Και η ζωή δεν φωτίζεται απέξω, αλλά από μέσα.
Στην Υπογείωση, ο Γιώργος Λαμπράκος χρησιμοποιεί τον θρυμματισμένο βιωμένο χρόνο του ομιλούντος προσώπου. Ακολουθεί εύστοχα την τεχνική του ελεύθερου συνειρμού, με μια παλέτα αντιθετικών ζευγών: ορθολογικό-ανορθολογικό, πειθαρχία-αναρχία, ψευδαίσθηση-πραγματικότητα, που προσδίδουν σφρίγος στο σώμα του κειμένου και αναδεικνύουν το ρεαλιστικό του υπόστρωμα, με διάσπαρτα στοιχεία νατουραλισμού, ενώ η κατά τόπους ειρωνεία, ο σαρκασμός, το μαύρο χιούμορ, η ψυχολογία, ο υπονομευτικός στοχασμός, ανεβάζουν τη θερμοκρασία και τη στιλπνότητά του. Τέλος, πυκνότητα και προφορικότητα συντελούν στο να εκδιπλωθεί το αίσθημα του αποπροσανατολισμού και της εμπειρίας του τίποτα, που διαβρώνει τα θεμέλια του σύγχρονου ανθρώπου. Ο Γιώργος Λαμπράκος –συγγραφέας που τον διατρέχει σοβαρά η υπόθεση εκείνης της λογοτεχνίας που δεν μιλάει για πραγματικότητες, αλλά για αλήθειες, που είναι η ουσία της πραγματικότητας– φαίνεται ότι διαθέτει ισχυρή πνευματική κράση ώστε να μη δειλιάζει να αντικρίζει τις πηγές των αβύσσων.
Γιώργος Λαμπράκος
Γαβριηλίδης, 2012
71 σελ.