
Για τη συλλογή διηγημάτων του Μιχάλη Μοδινού «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας» (εκδ. Καστανιώτη).
Γράφει η Διώνη Δημητριάδου
Το κατά πόσον η τέχνη, εν προκειμένω η λογοτεχνία, αντανακλά την πραγματική ζωή (όχι, φυσικά, ως απλή μίμηση αυτής) ή αντίστροφα, η ζωή επηρεάζεται από τη λογοτεχνία, ίσως και διαμορφώνεται αναλόγως από αυτήν, συνιστά ένα ενδιαφέρον ζητούμενο, με τα δύο σκέλη συχνά να συνυπάρχουν και να αλληλοσυμπληρώνονται. Στην ουσία πρόκειται για δύο πραγματικότητες, η κάθε μία με τη δική της «αλήθεια», ακόμα κι αν η λογοτεχνία τη στηρίζει στο επινοημένο ψεύδος της, τόσο αληθοφανές ωστόσο. Και το πιο ενδιαφέρον έγκειται στη διαρκή κίνηση στην οποία επαφίενται και οι δύο (ακόμα κι αν πρόκειται για την «κίνηση εν ακινησία» του Λούις Κάρολ και της Αλίκης του), προκειμένου να εκπληρώσουν έναν σκοπό: η μία την πραγμάτωση των στόχων ζωής, η άλλη την όσο το δυνατόν εγγύτερη προσέγγιση της αρχής των πάντων.
Ακόμη και η πιο ταπεινή, χωρίς πολλές προσδοκίες, λογοτεχνική γραφή, μια αλήθεια αναζητά, αυτήν προσδοκά να αποτυπώσει (ή να εφεύρει συχνά) με τις λέξεις της. Στο διήγημα του Μιχάλη Μοδινού «Ο μακρύς δρόμος για τη Μοντάνα» θα διαβάσουμε τη σχετική διατύπωση επί αυτού του θέματος, που μοιάζει να τα έχει πει όλα: μακροσκοπικά ιδωμένη η ζωή δεν είναι παρά μια διαδοχή πληκτικών στιγμών που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να τους προσδώσει ενδιαφέρον.
Το πέρασμα στη μικρή φόρμα
Οι ιστορίες του Μοδινού στην πρόσφατη συλλογή του Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας, δεύτερη επιτυχημένη απόπειρα, μετά τα Θαύματα του κόσμου, να διαβεί το πέρασμα από το μυθιστόρημα στη μικρή φόρμα (είχε προηγηθεί πάντως το σπονδυλωτό Πλέγμα, η έμπνευση να τεμαχιστεί το μυθιστόρημα σε δεκαεννέα μονολόγους, άρα δεκαεννέα μικρές αφηγηματικές φωνές) θεωρώ πως εκκινούν από την παραπάνω αρχή περί προτάγματος της λογοτεχνίας σε σχέση με τη ζωή, και ολοκληρώνουν την πορεία τους έχοντας ενσωματώσει μια σειρά από στιγμές (όχι και τόσο πληκτικές ίσως) μέσα σε αφηγήσεις που μπορούν να τις καταξιώσουν ως απόσταγμα μιας ζωής ενδιαφέρουσας, και πάντα εν κινήσει. Δεν εννοώ πως οι ιστορίες είναι κατ’ ανάγκη αυτοβιογραφικές, απλώς ακολουθούν την απαράβατη αρχή πως ό,τι γράφεται είναι τόσο αληθινή ζωή όσο και επινόηση, χωρίς η διάκριση μεταξύ τους να έχει και ιδιαίτερη σημασία. Ο αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα (πολλά στοιχεία συνηγορούν για την ταύτιση, όπως η αναφορά σε υπαρκτά πρόσωπα, ο τόπος και ο χρόνος, ακόμα και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση), ωστόσο ο τρόπος της γραφής (γνώριμος άλλωστε σε ό,τι γράφει ο Μοδινός) απομακρύνει μυθοπλαστικά τους δύο, έτσι που οι ιστορίες να λειτουργούν αυτόνομα τόσο ως βιωματικές αποτυπώσεις αλλά και ως δείγμα καλής, πολύ καλής επινοημένης λογοτεχνίας.
Οι άνθρωποι μέσα στις δεκαέξι ιστορίες του βιβλίου διασχίζουν τον χρόνο και τους τόπους -με τους τόπους να λειτουργούν σαν άνθρωποι, πώς να τους ξεχωρίσεις, αλήθεια;- συναντώνται και χωρίζουν, θυμούνται και ανταλλάσσουν μνήμες, ενίοτε και σιωπούν· είναι ωραίο να μπορείς να είσαι με κάποιον σιωπώντας, θα πει. Όσο η γύρω πραγματικότητα μεταλλάσσεται, και μάλιστα με γρήγορους ρυθμούς, τόσο οι άνθρωποι του Μοδινού (διστάζω να πω ήρωες, γιατί είναι τόσο επινοημένοι όσο και αληθινοί) θα υποχρεώνονται κι αυτοί σε κίνηση (για να φτάσουν πού, αλήθεια;), ώσπου να αντιληφθούν πως, όπως και οι τόποι, δεν έχουν πάει πουθενά. Κάθε στιγμή σε κάποιον τόπο θα μπορούσε να είναι η πατρίδα τους, κάθε στιγμή με κάποιον άλλον άνθρωπο θα μπορούσε να είναι το ένα και μοναδικό στίγμα τους στον κόσμο, όσο κι αν αλλάζει μορφές.
Το σημείο στο οποίο συναντώνται οι ιστορίες (κατά τα άλλα διαφορετικής θεματικής η καθεμία) είναι η κινούσα των πάντων αρχή, ο έρωτας. Πάντα σαρκικός, γήινος και αιμάσσων, λάγνος και γεμάτος από φαντασιώσεις, υλικός, ρεαλιστικός και υπερβατικός ταυτόχρονα, ικανός να αναδημιουργήσει ένα σκηνικό παρελθόν, τουλάχιστον στα όρια του νου. Άντρες και γυναίκες αφήνονται να τους οδηγήσει πέρα από λογικές δεσμεύσεις και κοινωνικές συμβάσεις· έρωτας όπως πρέπει να είναι, κι ας έχει λησμονηθεί η αληθινή του φύση σε μια εποχή τετράγωνη, με απαγορευτικές στον αυθορμητισμό γωνίες.
Οι τόποι του Μοδινού σε πλήρη περιγραφή, με πληθώρα επιθέτων, σαν να ασφυκτιούν μέσα στα απλά ουσιαστικά, σε συνεχή ροή εναλλασσόμενων εικόνων. Οι τόποι του σαν να τρέχουν, ενώ μένουν πάντα εκεί. Σκόπιμα, νομίζω, έχει επιλεγεί ως τίτλος που να στεγάζει όλα τα διηγήματα το διήγημα «Η υπόθεση της ερυθράς βασίλισσας», με την ανατροπή των φυσικών δεδομένων (ή μήπως σε πλήρη ταύτιση μαζί τους;), με την κίνηση να καταλήγει σε αποδοχή της ακινησίας, στην πλάνη της ζωτικότητας, όπως θα πει.
Διακειμενικότητα
Κατά τα άλλα, πλήθος από αναφορές σε συγγραφείς και σε βιβλία. Ξεχωρίζω τον τρόπο που εγκιβωτίζει τα Εκατό χρόνια μοναξιάς του Μάρκες μέσα σε ένα όνειρο που διαρκεί ακριβώς τόσα χρόνια στο εξαιρετικό «Ένα νόμπελ για τη Ρεμέδιος».
Όσο για τον χρόνο των ιστοριών του, χωρίς δεσμευτικά διαστήματα, αδύνατον να υπολογιστεί με τα ανθρώπινα μέτρα. Όπως στην προμετωπίδα θυμάται τα λόγια του Ντον ΝτεΛίλο, Μην προωθείς τη δράση με κάποιο σχέδιο κατά νουν. Αυτό ακριβώς πιστεύω πως εφάρμοσε ο Μοδινός, αφήνοντας τις ιστορίες του να πάρουν τα ηνία μόνες τους, αβίαστα να οδηγήσουν ως το τέλος.
*Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, «Ο φλοιός και ο χυμός – Υπέργειες και υπόγειες προσεγγίσεις σε λογοτεχνικούς τόπους» κυκλοφορεί από τις εκδ. Κουκκίδα.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Γιατί να εκπλήσσομαι; Ήμουν πάντα της άποψης ότι αν θέλουμε να συνεχίσει να προχωρεί ο κόσμος μας, οφείλουμε να δημιουργούμε ένα ελαστικό πλαίσιο ως προς τους ηθικούς κανόνες. Να τους παραβιάζουμε συνειδητά κατά καιρούς. Ν’ ανοίγουμε τη βαλβίδα για να φύγει ο ατμός. Συριγμός. Κι έπειτα η ατμομηχανή, βαριά και μαύρη, διανύει μερικά χιλιόμετρα ακόμα, με τα φώτα της να σαρώνουν το νυχτιάτικο παγωμένο τοπίο. Εσκεμμένες, προγραμματισμένες παρεκβάσεις, το ’χουμε ανάγκη. Κι ακόμα σκέφτομαι πως τίθεται ένα ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Σε όλους ανήκει ένα μερτικό της ήττας, μικρό ή μεγάλο. Άσε τον πόθο να μας μαχαιρώσει πισώπλατα εκεί που δεν το περιμένουμε. («Ένας Γερμανός φίλος»).
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Μιχάλης Μοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Θεωρητικός και ακτιβιστής του οικολογικού κινήματος, δούλεψε ως περιβαλλοντολόγος, γεωγράφος και μηχανικός στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και στην ελληνική περιφέρεια. Συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς και δίδαξε σε ποικίλα ακαδημαϊκά ιδρύματα ανά τον κόσμο. Υπήρξε ιδρυτής και εκδότης της Νέας Οικολογίας, πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Περιβάλλοντος και διευθυντής του Διεπιστημονικού Ινστιτούτου Περιβαλλοντικών Ερευνών (ΔΙΠΕ).
Στο δοκιμιακό-ερευνητικό του έργο περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων τα βιβλία Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς, Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο, Τοπογραφίες, Το παιγνίδι της ανάπτυξης, Παγκοσμιοποίηση και περιβάλλον και Η αρχαιολογία της ανάπτυξης. Στο μυθοπλαστικό τα βιβλία Χρυσή ακτή, Ο μεγάλος Αμπάι, Επιστροφή (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Η σχεδία (Ειδική Διάκριση Επιτροπής Κρατικών Βραβείων και ελληνική υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας), Άγρια Δύση, Τελευταία Έξοδος: Στυμφαλία, Εκουατόρια (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και Βραβείο του περιοδικού Literature), Το πλέγμα, Παραγουάη και Τα θαύματα του κόσμου (Βραβείο Πεζογραφίας του περιοδικού Χάρτης). Την τελευταία εικοσαετία συνεργάζεται ως κριτικός βιβλίου με την εφημερίδα Τα Νέα και ποικίλα λογοτεχνικά περιοδικά.