
Για το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Κοτζιά «Πολιορκία» που επανεκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Η χρεία της Πολιορκίας, επτά και πλέον δεκαετίες από τις έκδοσή της, είναι ταυτόσημη με την υποχρέωση του ενεργού πολίτη να βρίσκει μέσα στην ζώσα Ιστορία της πατρίδας του εκείνα τα σημάδια που θα του φανερώσουν την αλήθεια, πέρα από ωραιοποιήσεις, εξιδανικεύσεις, ηρωισμούς ή παλικαρισμούς.
Η ανάγκη να διαβαστεί στις μέρες μας το μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Κοτζιά είναι επιτακτική, καθώς μπορεί να μην βιώνουμε αντίστοιχες συνθήκες με εκείνες που περιγράφει, εντούτοις ο διχασμός (λες και έχει ποτίσει το DNA μας) εμφανίζεται συχνά πυκνά καθιστώντας μας υποχείρια (αν όχι όλους, σίγουρα αρκετούς) ενός ακραίου ιδεολογικού μανιχαϊσμού.
Χρόνια πριν, ο σπουδαίος ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης, στο σημαντικό ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη, είχε μιλήσει για τα εργαλεία έρευνας που οφείλουμε να έχουμε για να κατανοήσουμε τα πρόσωπα που έδρασαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στις μεταιχμιακές στιγμές της Ιστορίας μας.
«Πώς μπορούμε να τα δούμε όλα αυτά [πρόσωπα και γεγονότα] όχι με το μάτι του σήμερα, αλλά να τα δούμε με το μάτι του τότε. Ποιες συνθήκες διαμόρφωσαν αυτή την προσωπικότητα, ποιο ήταν το κλίμα της εποχής, ποιοι παράγοντες συνετέλεσαν ώστε να βγει αυτό το γεγονός ή αυτό το άτομο. Πότε θα τολμήσουμε, πότε θα φτάσουμε στο σημείο να κάνουμε ένα πορτρέτο ενός αντιπαθητικού προσώπου της Ιστορίας;», ανέφερε τότε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Αντικειμενική θέαση
Τι έκανε, άραγε, ο νεανίας (τότε) Αλέξανδρος Κοτζιάς όταν έγραψε την Πολιορκία; Σε ποια βάσανο τοποθέτησε τον εαυτό του; Έπραξε αυτό ακριβώς για το οποίο μιλούσε ο Αναγνωστάκης. Προσπάθησε να δει αντικειμενικά μια περίοδο της ελληνικής Ιστορίας, τον Εμφύλιο Πόλεμο, μακριά από ιδεολογικά κάτοπτρα, έξω από τις γραμμές των δύο παρατάξεων. Σαν θεατής, σχεδόν αποστασιοποιημένος από συνθήματα και ρητορείες.
Αν ακολουθήσουμε (και οφείλουμε σήμερα να ακολουθήσουμε) τη γενναία προτροπή του Μανόλη Αναγνωστάκη, θα πρέπει να εξετάσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναδύθηκε αυτό το μυθιστόρημα.
Το γεγονός ότι οι συγκαιρινοί του κριτικοί λογοτεχνίας (κυρίως αυτοί που είχαν αριστερά φρονήματα) τοποθέτησαν το βιβλίο του στην ήκιστα κολακευτική κατηγορία της «μαύρης λογοτεχνίας», εκείνης δηλαδή που προσπαθούσε να ξεπλύνει τα ανομήματα των ταγματασφαλιτών και λοιπών συνεργατών των ναζί, δεν θα πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση.
Αν ακολουθήσουμε (και οφείλουμε σήμερα να ακολουθήσουμε) τη γενναία προτροπή του Μανόλη Αναγνωστάκη, θα πρέπει να εξετάσουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναδύθηκε αυτό το μυθιστόρημα.
Το ιστορικό πλαίσιο
Η Πολιορκία δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1953. Τυπικά ο Εμφύλιος Πόλεμος ξεκίνησε το 1946 και ολοκληρώθηκε το 1949. Όπως σημειώνει, όμως, και η σημαντική ιστορικός Μαρία Ευθυμίου, στην ουσία οι αντιπαραθέσεις ξεκίνησαν το 1943.
Με το τέλος του Εμφυλίου, οι κυβερνήσεις που προέκυψαν τα κατοπινά χρόνια προέρχονταν από το στρατόπεδο των νικητών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το ΚΚΕ να παραμένει στην παρανομία, ενώ η Μακρόνησος έκλεισε επισήμως το 1957. Μέσα σε ένα κλίμα έντονα φορτισμένο, με τους πρώην αντιπάλους εν όπλοις να μην πολεμούν πια επισήμως, αλλά να συνεχίζουν τον αγώνα τους με άλλους τρόπους, ο Κοτζιάς αποφασίζει να γράψει την Πολιορκία χρησιμοποιώντας ως ήρωες τους «πολέμαρχους» της νικήτριας παράταξης.
Μήπως η πρόθεσή του ήταν να διαβεί την καιόμενη βάτο της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και να εμφανίσει εκείνες τις «μαύρες» ποιότητες που κουβαλάει καθένας από εμάς σε στιγμές που κρίνεται κάτι σημαντικό;
Πώς γίνεται, όμως, το βιβλίο του να μην έτυχε της αρεσκείας ούτε αυτής της παράταξης; Αυτό πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις για τον βαθμό της αντικειμενικότητας που πέτυχε ο Κοτζιάς. Μήπως, λοιπόν, επέλεξε αυτούς τους χαρακτήρες όχι για να τους προσφέρει παράσημα ηρωικότητας και μεγαλείου, αλλά για να δείξει με τον πλέριο τρόπο ότι μέσα στη μάχη, ο καθένας βγάζει προς τα έξω την πιο σκοτεινή πλευρά του εαυτού του; Μήπως η πρόθεσή του ήταν να διαβεί την καιόμενη βάτο της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και να εμφανίσει εκείνες τις «μαύρες» ποιότητες που κουβαλάει καθένας από εμάς σε στιγμές που κρίνεται κάτι σημαντικό;
Χωρίς πάθη
Η επανέκδοση του εμβληματικού μυθιστορήματος μάς επιτρέπει, σήμερα που μπορεί τα πάθη να μην έχουν εντελώς κατασιγάσει, αλλά τουλάχιστον δεν προκαλούν έντονες ρήξεις, να αρθούμε πάνω από τις ανοιχτές πληγές που άφησε ο Εμφύλιος, και να αποδεχθούμε αυτό που η κριτική εκείνης της εποχής δεν μπόρεσε να δει: τη σημαντικότητα της Πολιορκίας.
Είναι μια τομή αυτό το μυθιστόρημα για την ελληνική λογοτεχνία. Μια ρήξη με τη μονομέρεια. Μα, ακόμη και με καθαρά λογοτεχνικούς όρους, είναι ένα μυθιστόρημα που μπορεί να συνομιλήσει ανοιχτά με τα ψυχολογικά μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι, αλλά και με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Οι συγκαιρινοί του (πάλι) θα κάνουν λόγο για ένα κουραστικό μυθιστόρημα που αναγκάζει τον αναγνώστη να κοπιάσει για να κατανοήσει τι συμβαίνει. Μα, ό,τι συμβαίνει σε τούτο το βιβλίο δεν είναι τόσο αυτό που γίνεται, αλλά το απείκασμα της πράξης στη ψυχή.
Οι λέξεις είναι σαν σεισμικές δονήσεις. Σου προκαλούν το αίσθημα του πνιγμού, σε ρουφούν σε βαθμό εξαφάνισης του εξωτερικού κόσμου.
Οι εσωτερικοί μονόλογοι, η ενδομορφική ενατένιση του ταραγμένου κόσμου που βιώνουν οι ήρωες, οι εσωτερικές συγκρούσεις, όλες αυτές οι αντίρροπες δυνάμεις εμφανίζονται από τον Κοτζιά με έναν τρόπο αγωνιώδη. Οι λέξεις είναι σαν σεισμικές δονήσεις. Σου προκαλούν το αίσθημα του πνιγμού, σε ρουφούν σε βαθμό εξαφάνισης του εξωτερικού κόσμου. Ο Κοτζιάς δημιουργεί ένα έργο που οφείλει να διαβαστεί με περισσή προσοχή από τον αναγνώστη. Όχι από εκείνον τον αναγνώστη που διψά μόνο για δράση (που υπάρχει κι αυτή), αλλά από αυτόν που αναζητεί τα άλλοθι και τα εσωτερικά κίνητρα που οδηγούν έναν ήρωα να πράξει το ένα ή το άλλο. Οι αποσιωπήσεις του Κοτζιά είναι υποδειγματικές. Η παρέμβασή του στο υλικό του είναι μηδαμινή. Αφήνει τους χαρακτήρες του να μιλήσουν. Η συγγραφική απουσία επιτείνει περαιτέρω την καταστατική απόφαση του Κοτζιά: να μιλήσει όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά.
Ποιοι είναι οι ήρωες
Τι είδους πολιορκία είναι αυτή, άραγε; Ποιος είναι ο πολιορκημένος και ποιος ο πολιορκητής; Για να κατανοηθεί το βιβλίο πρέπει να απαντηθεί σωστά αυτό το ερώτημα που είναι κεφαλαιώδες στην πλοκή.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τα συνθήματα στους τοίχους (με κόκκινη μπογιά) που ζητούν τον θάνατο του Παπαθανάση.
Μια δράκα ανδρών που λειτουργούν ως παρακρατική ομάδα (καίτοι δεν δηλώνεται πουθενά η ονομασία της) και βοηθάει τους Ταγματασφαλίτες στη σύλληψη αριστερών ανταρτών, με επικεφαλής τον ασφαλίτη Μηνά Παπαθαναση, αποφασίζουν να κλειστούν στο σπίτι του στα Σεπόλια και να το μετατρέψουν σε ορμητήριο, μονιά και «οικιακό» στρατόπεδο. Από εκεί βγαίνουν με τα όπλα τους και να κυνηγούν αντάρτες ή δέχονται αντίπαλα πυρά.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τα συνθήματα στους τοίχους (με κόκκινη μπογιά) που ζητούν τον θάνατο του Παπαθανάση. Εξαρχής ο κεντρικός ήρωας γνωρίζει πως παίζεται η ζωή του. Ή εγώ ή αυτοί, είναι η συνθήκη που βιώνει και η οποία, αντί να τον κάνει κυνικό και αποχαλινωμένο, τον μετατρέπει βαθμηδόν σε ενεργούμενο και άθυρμα των καταστάσεων που τον υπερβαίνουν. Είμαστε προς τον τέλος της Κατοχής, τότε που οι ναζί κατανοούν πως επίκειται η ήττα τους, ενώ η απελευθέρωση δεν είναι μακριά για τους Έλληνες. Δίχως, φυσικά, να γνωρίζουν πως ο πόλεμος δεν θα τελειώσει γι’ αυτούς.
Άνθρωποι ανίκανοι να ορίσουν τη ζωή τους όπως θέλουν, καθώς οι ερπύστριες της Ιστορίας τούς έχουν τσακίσει.
Τριγύρω από τον Παπαθανάση κινείται μια ομάδα από λούμπεν στοιχεία που έχουν μετατραπεί σε μαχητές δίχως καμία ιδεολογική ταυτότητα. Αν ψάχνουμε υψηλόφρονα κίνητρα στα βόλια που ρίχνουν, το βιβλίο θα αποδομήσει πολύ νωρίς την «αναζήτηση». Όλοι τους είναι τυχοδιώκτες, φιλοτομαριστές, αγράμματοι. Άνθρωποι ανίκανοι να ορίσουν τη ζωή τους όπως θέλουν, καθώς οι ερπύστριες της Ιστορίας τούς έχουν τσακίσει.
Οι γυναίκες
Μέσα στο σπίτι-φρούριο υπάρχει η γυναίκα του Παπαθανάση, Χριστίνα, και η ψυχοκόρη τους, Μαργαρίτα. Οι δύο γυναικείες μορφές παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη, καθώς μη μετέχοντας στις εχθροπραξίες μετατρέπονται αναγκαστικά σε φορείς του δράματος.
Η Μαργαρίτα, ένα νέο κορίτσι, θα αναζητήσει την προσωπική της ελευθερία μέσα από φτενά όνειρα (έναν άντρα, ένα σπίτι, ένα νοικοκυριό).
Η πρώτη, με κλονισμένη υγεία και με ψυχολογική κατάσταση που προσιδιάζει σε ηρωίδα ρωσικού μυθιστορήματος, θα πέσει εκουσίως στο «πεδίο» της μάχης. Μια αυτοθυσιαστική πράξη με την οποία ολοκληρώνει τον δικό της κύκλο του δράματος. Η Μαργαρίτα, ένα νέο κορίτσι, θα αναζητήσει την προσωπική της ελευθερία μέσα από φτενά όνειρα (έναν άντρα, ένα σπίτι, ένα νοικοκυριό). Άλλο ένας νέος άνθρωπος που οι συνθήκες του διέλυσαν τις προοπτικές.
Τι είναι ο Παπαθανάσης;
Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: είναι ο Παπαθανάσης ένας ακραιφνής δολοφόνος; Είναι ποτισμένος από το οξύ της εκδίκησης; Είναι, τελικά, ο κλασικός «κακός» της ιστορίας, που, ως άλλος δαίμονας, οφείλει να κουβαλάει όλα τα δεινά;
Η απάντηση είναι «όχι». Ο Παπαθανάσης είναι κλασικό γέννημα της εποχής του. Δεν σταμάτησε να πολεμάει. Στη Μικρά Ασία, στον πόλεμο του ’40 και τώρα στις οδομαχίες με τους μπολσεβίκους. Είναι ένας ακόμη μπαρουτοκαπνισμένος της γενιάς του. Δεν κατανοεί τις πράξεις του επί τη βάσει ιδεολογικών κινήτρων. Γι’ αυτόν ο πόλεμος περιορίζεται στη γειτονιά του και όχι στον κόσμο. Το βλέμμα του είναι πεπερασμένο. Βλέπει ως τον πέρα δρόμο και όχι πιο μακριά.
Αυτό, αντί να τον αποθρασύνει, τον κάνει να χάνει τον εσωτερικό του πυρήνα. Γίνεται παίγνιο των καταστάσεων, φοβάται πως ο εχθρός βρίσκεται παντού. Ακόμη και στις τάξεις των συνεργατών του βλέπει προδότες. Κάθε βήμα που κάνει είναι επίφοβο. Στον ύπνο του βλέπει θανάτους, στον ξύπνιο του ίδιο. Είναι μια τρεμάμενη φιγούρα, πολύ μακριά από το πρότυπο του ανδροπρεπή αγωνιστή που δεν ορρωδεί προ ουδενός. Ο πραγματικός πολιορκημένος είναι αυτός και όχι οι αντίπαλοι που βρίσκονται έξω από το σπίτι του.
Φυσικά, δεν είναι «άγιος», όπως κανένας δεν είναι άγιος πραγματικά σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο. Θα σκοτώσει, θα βασανίσει, αλλά και θα αφήσει ελεύθερο τον γιατρό Δερβένη που θα αποδειχθεί μπολσεβίκος.
Το τέλος του μοιάζει προδιαγραμμένο. Όσο και να οχυρώνει το σπίτι του, όσους άντρες κι αν του στέλνουν τα κεντρικά, αυτός γίνεται ολοένα και πιο εκτεθειμένος στις αντίπαλες σφαίρες. Είναι μια καταδίκη αυτή που κουβαλάει.
Φυσικά, δεν είναι «άγιος», όπως κανένας δεν είναι άγιος πραγματικά σε έναν αδελφοκτόνο πόλεμο. Θα σκοτώσει, θα βασανίσει, αλλά και θα αφήσει ελεύθερο τον γιατρό Δερβένη που θα αποδειχθεί μπολσεβίκος. Είναι και το ένα και το άλλο: ένας διαιρεμένος άνθρωπος, ανάμεσα στο καθήκον και το πνιγηρό του συναίσθημα. Αν προσπαθήσουμε να δούμε τον Παπαθανάση μονοδιάστατα θα έχουμε χάσει όλη την ουσία του μυθιστορήματος, αλλά και των προθέσεων του Κοτζιά.
Δεν κρύβεται τίποτα
Το ίδιο συμβαίνει και με τους υπόλοιπους περιφερειακούς ήρωες, που ναι μεν σκοτώνουν, βιάζουν, καταδίδουν, καταριούνται ακόμη και τα παιδιά τους που πέρασαν στις γραμμές του αντιπάλου, αλλά στην ουσία κανένας τους δεν μπορεί να αρθεί πάνω από τα γεγονότα, να τα δει με αντικειμενικό μάτι, να κατανοήσει τι κάνει και γιατί το κάνει. Με γογγυσμούς ή μη, ακολουθούν άπαντες τα φουσκωμένα νερά της Ιστορίας. Στο τέλος, πεθαμένοι και ζωντανοί, όλοι τους, πέφτουν στον πάτο νικημένοι.
Ο Κοτζιάς δεν κρύβει τίποτα. Υπάρχουν σκηνές ωμοτήτων που, καίτοι δεν εμφανίζονται μπροστά μας με όλες τις λεπτομέρειές τους, οι νύξεις τους προκαλούν ισχυρότερη ένταση. Ο ρεαλισμός συνυπάρχει με την ψευδαισθησιακή κατάσταση, στην οποία μεταβαίνουν οι ήρωες και κυρίως ο Παπαθανάσης. Ο ρυθμός είναι σφιχτός, λειτουργεί σαν μέγγενη, συμπιέζοντας τον χρόνο και τον τόπο του μυθιστορήματος. Είναι σαν κελί του οποίου οι τοίχοι δεν φαίνονται, αλλά υπάρχουν.
Η παρούσα έκδοση
Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει όλες τις αναθεωρήσεις (κυρίως γλωσσικές) που έκανε ο συγγραφέας λίγο πριν πεθάνει. Επίσης, περιλαμβάνει πλήθος κριτικών σημειωμάτων που γράφτηκαν για το βιβλίο. Από τα πλέον επαινετικά έως τα εξόχως καταγγελτικά, κάτι που μας δίνει, εν πολλοίς, την εικόνα του πώς έγινε δεκτό το μυθιστόρημα στην εποχή του και στα κατοπινά χρόνια. Επίσης, υπάρχει και ένα ουσιαστικό επιλογικό σημείωμα της Ελένης Κεχαγιόγλου.
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα βιβλία που γεννήθηκαν από την πιο σκοτεινή περίοδο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Το γεγονός ότι σημαντικοί δημιουργοί της Αριστεράς, όπως ο Τίτος Πατρίκιος και η Μάρω Δούκα τάχθηκαν υπέρ του Αλέξανδρου Κοτζιά και εξήγησαν πως η πρόθεσή του δεν ήταν να καθαγιάσει τους ταγματασφαλίτες, θα πρέπει να μας βοηθήσει να δούμε το συγκεκριμένο έργο στις πραγματικές του διαστάσεις.
Πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα βιβλία που γεννήθηκαν από την πιο σκοτεινή περίοδο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Ένα μυθιστόρημα που μπορεί να μην ανήκει στην κατηγορία των καθαρά ιστορικών, κουβαλάει ωστόσο αρκετά μεγάλο μέρος της Ιστορίας μας. Εντέλει, είναι ένα μέγιστο εγχείρημα που ξεπερνάει εποχές και ιδεολογίες.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992) γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε νομικά.
Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και στα χρόνια της στρατιωτικής δικτατορίας μετείχε στην εκδοτική ομάδα των Δεκαοχτώ Κειμένων (1970) και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973). Εξέδωσε μυθιστορήματα, νουβέλες, θεατρικά έργα και μεταφράσεις. Από το 1961 ως το 1967 επιμελήθηκε τη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας Μεσημβρινή όπου δημοσίευε και κριτικές, και από το 1976 ως το 1982 επιμελήθηκε τη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας Η Καθημερινή.
Ως κριτικός λογοτεχνίας συνεργάστηκε επίσης με το Βήμα (1971-1972). Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, διετέλεσε, από το 1974 ως το 1981, διευθυντής στο Γραφείο Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, διευθυντής και κατόπιν ειδικός σύμβουλος στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών.
Έλαβε το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα το 1965 και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος το 1986. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και πρώτος της αντιπρόεδρος (1982-1984).