
Για το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη «Θα πέσει η νύχτα» (εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα, τμήμα φωτογραφίας του Τάκη Τλούπα, έργο του οποίου κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Ο θεσσαλικός κάμπος, αυτή η πυρωμένη από τον ήλιο απλωσιά με τα σπαρμένα χωράφια και τους ανθρώπους που έχουν ζυμωθεί με τη γη, τέμνει την Ελλάδα στα δύο. Είναι ο δικός μας... ισημερινός. Το πάνω και το κάτω της δεν διαφέρουν και τόσο πολύ (δεν είμαστε, δα, και καμία μεγάλη χώρα), ωστόσο η δική της γεωγραφική ιδιαιτερότητα παράγει πάντα μύθους, κι ας μην έχει να καταδείξει πολλά Κιλελέρ (sic).
Σε μια προνεωτερική φάση, ο Λευτέρης Διαμαντόπουλος, ο κεντρικός ήρωας του πολύπτυχου μυθιστορήματος Θα πέσει η νύχτα του Κωσταντίνου Τζαμιώτη, θα ήταν ένας μεγαλοτσιφλικάς της περιοχής που θα είχε στη δούλεψή του κάμποσους κολίγους, θα διαφέντευε ανθρώπους και ζώα και θα θεωρούνταν τρανός παράγοντας.
Στη χρονική στιγμή που τον τοποθετεί ο συγγραφέας, στις μέρες μας, είναι ένας άκρως επιτυχημένος μεγαλοκαλλιεργητής και επιχειρηματίας που φιλοδοξεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του και πέραν των ορίων της χώρας.
Πάτερ-φαμίλιας
Καίτοι είναι η κλασική μορφή του πάτερ-φαμίλια που από τα χέρια του περνούν τα πάντα και οι δικές του αποφάσεις καθορίζουν τις τύχες πολλών, δεν φέρει την κλασική στερεοτυπική εικόνα του πλούσιου που δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο πλην της μεγιστοποίησης του κέρδους του. Πόσους σαν κι αυτόν γνωρίζουμε να έχουν στο προσκεφάλι τους ένα βιβλίο του φιλόσοφου Παναγιώτη Κονδύλη και να το συμβουλεύονται συχνά πυκνά; Ο Διαμαντόπουλος και φιλότεχνος είναι και από μουσική ξέρει και αντιλαμβάνεται πράγματα που ξεπερνούν την τύρβη των επιχειρήσεών του. Δίχως αυτό να σημαίνει πως είναι σε θέση να υπερβεί το ρόλο που του έλαχε.
Η saga του Τζαμιώτη εδραιώνει τον μύθο, για να τον κάνει φύλλο και φτερό στο τέλος. Όχι, ως μια πράξη συγγραφικής εκδίκησης, αλλά ως ένα αδήριτο γεγονός. Ακόμη και οι μεγάλες οικογένειες υποτάσσονται στους καιρούς που αλλάζουν.
Κάπως έτσι, η γυναίκα του, μια φιλόδοξη συγγραφέας ελαφρών βιβλίων, τον παράτησε, η κόρη του Άζια ακολουθεί τον ακτιβιστικό δρόμο ενδιαφερόμενη έντονα για τα οικολογικά ζητήματα που αναφύονται στις μέρες μας, ενώ ο γιος του είναι μικρός ακόμη για να δούμε προς τα πού θα πλεύσει.
Οι ρίζες της οικογένειας Διαμαντόπουλου είναι βαθιά χωμένες στη θεσσαλική γη. Από γενιά σε γενιά μεταφέρεται το κλέος, η δύναμη και η αίσθηση της υπεροχής. Η saga του Τζαμιώτη εδραιώνει τον μύθο, για να τον κάνει φύλλο και φτερό στο τέλος. Όχι, ως μια πράξη συγγραφικής εκδίκησης, αλλά ως ένα αδήριτο γεγονός. Ακόμη και οι μεγάλες οικογένειες υποτάσσονται στους καιρούς που αλλάζουν.
Ένα σύμπαν
Ο Τζαμιώτης αποφασίζει μ’ αυτό το βιβλίο να δημιουργήσει ένα σύμπαν ολόκληρο: το σημερινό ελληνικό σύμπαν με τις αντιθέσεις του, τα καλά του και τα τρωτά του. Μια τέτοια έκταση προϋποθέτει πολλά πρόσωπα, κάμποσες παράλληλες ιστορίες, αλλά και μια συγκολλητική ουσία που με κάποιο τρόπο θα ενώσει όλα τα κομμάτια. Εν πολλοίς αυτό συμβαίνει στο μυθιστόρημα.
Ένα μυθιστόρημα με πολλά πρόσωπα
Τον δικό της χώρο καταλαμβάνει η κόρη του πρωταγωνιστή, Άζια, που φτάνει έως τη Χαλκιδική για να εναντιωθεί στις επιθετικές ενέργειας μιας εταιρείας που θέλει να καταστρέψει μια ολόκληρη περιοχή πρασίνου με σκοπό να επεκτείνει το λατομείο της. Εκεί θα γνωρίσει τον εύμορφο Πέτρο, θα τον ερωτευτεί και τα δύο νέα παιδιά θα αποτελέσουν ένα ιδανικό ζευγάρι έως σχεδόν το τέλος του βιβλίου.
Καταφέρνει να φτάσει έως τα Τίρανα και τα βουνά της Αλβανίας, βρίσκοντας τα αναγκαία κεφάλαια από έναν πλούσιο πατέρα που ψάχνει τα σκοτωμένα παιδιά του (πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) στην περιοχή.
Γνωρίζουμε τον Νίκο, έναν ταπεινό δάσκαλο, τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει άξια πορεία στον πανεπιστημιακό χώρο. Τα πράγματα, ωστόσο, δεν του πήγαν όπως θα ήθελε. Ακόμη κι έτσι, μοιράζεται το χρόνο του ανάμεσα στον ηλικιωμένο πατέρα του και τις έρευνες που κάνει για τους άταφους Έλληνες στρατιώτες από την εποχή του πολέμου στην Αλβανία. Φιλοδοξία του είναι να καταγράψει τα πάντα σε ένα βιβλίο-τεκμήριο της αδιαφορίας του ελληνικού κράτους. Καταφέρνει να φτάσει έως τα Τίρανα και τα βουνά της Αλβανίας, βρίσκοντας τα αναγκαία κεφάλαια από έναν πλούσιο πατέρα που ψάχνει τα σκοτωμένα παιδιά του (πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) στην περιοχή.
Ένας σακατεμένος άνθρωπος, θύμα ενός τροχαίου για το οποίο δεν βρέθηκαν ποτέ οι υπαίτιοι
Ο Γιάννης και ο ανήσυχος -έως παραβατικός- αδελφός του είναι τα άλλα δύο πρόσωπα που καταλαμβάνουν, ομοίως, αρκετό χώρο στο μυθιστόρημα. Διατηρούν ένα στεγνοκαθαριστήριο στο κέντρο της Αθήνας. Μικροεπιχείρηση που τους άφησε ο πατέρας τους και η οποία χρόνο με το χρόνο πνέει τα λοίσθια. Από αυτό το δίδυμο, ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας είναι σαφώς ο μικρός αδελφός που κινείται σε μια γκρίζα -λούμπεν- περιοχή, στα όρια της ανομίας. Κάτι που θα το πληρώσει στο τέλος.
Φυσικά, υπάρχει και ο ιδιότυπος χαρακτήρας του Βασιλάκη Κιντή (παρεμπιπτόντως, ο πρώτος που συναντούμε στο βιβλίο). Ένας σακατεμένος άνθρωπος, θύμα ενός τροχαίου για το οποίο δεν βρέθηκαν ποτέ οι υπαίτιοι (ή βρέθηκαν και τη γλύτωσαν;). Ο Βασιλάκης έχει την ικανότητα να θυμάται τα πάντα γύρω από το ποδόσφαιρο. Είναι μια κινητή εγκυκλοπαίδεια που έχει καταχωνιάσει με αυτιστικό τρόπο και την πιο μικρή λεπτομέρεια όλων των αγώνων που έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Για μόνη συντροφιά έχει τα σκυλιά του, που έχουν ονόματα τα οποία παραπέμπουν στον Ντιέγκο Μαραντόνα (!)
Ταπισερί
Τριγύρω από αυτούς κυκλοφορούν διάφοροι άλλοι χαρακτήρες. Άλλοι σημαντικοί για την πλοκή κι άλλοι περιφερειακοί. Όλοι τους όμως δημιουργούν μια ανθρώπινη ταπισερί, αναγκαία όταν έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο μακράς πνοής. Όπως έχει κάνει και στα προηγούμενα βιβλία του, είναι φανερό πως ο Τζαμιώτης θέλει να δει μακροσκοπικά τη σημερινή Ελλάδα έτσι όπως πραγματικά είναι κι όχι όπως επιθυμεί να δείχνει.
Πολλές φορές η ζωή προχωράει μέσα από τη διάλυση, έτσι ώστε να δημιουργήσει νέες συνθέσεις.
Ο πλούτος που δεν ορρωδεί προ ουδενός, οι σκαιές συμμαχίες του με τους πολιτικούς ταγούς, η οικολογική καταστροφή, η αδιαφορία του σημερινού κράτους να σκεφτεί με όρους παρελθόντος και μέλλοντος, η βία που εκκολάπτεται για να καλύψει προσωπικά κενά, οι άμετρες φιλοδοξίες ενίων που δεν διστάζουν να κάνουν ακραίες πράξεις για να πετύχουν τον σκοπό τους.
Όλοι οι ήρωες δεν καταφέρνουν, τελικά, να αρθούν πάνω από το περιοριστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζουν. Δεν μπορούν να κάνουν το άλμα προς τα μπρος, έτσι ώστε να αλλάξουν τη μοίρα τους. Κι όταν αυτό συμβαίνει, τότε ένας εξωτερικός παράγοντας έρχεται να αλλάξει τις συνθήκες με δραματικό τρόπο. Μια καταστροφή (ας πούμε, μια φωτιά) μπορεί να διαμορφώσει νέες συνθήκες. Επιβαρυντικές μεν, αναγκαίες δε. Πολλές φορές η ζωή προχωράει μέσα από τη διάλυση, έτσι ώστε να δημιουργήσει νέες συνθέσεις.
Φιλόδοξο εγχείρημα
Δεν χωράει αμφιβολία πως το εγχείρημα του Τζαμιώτη είναι φιλόδοξο. Αρκεί να σκεφτούμε πόσα πολυσέλιδα μυθιστορήματα καλής λογοτεχνίας γράφονται στις μέρες μας από Έλληνες συγγραφείς. Σαφώς, δεν είναι ο αριθμός των σελίδων το βασικό κριτήριο, αλλά ο τρόπος της θέασης του κόσμου.
Επ’ αυτού, ο Τζαμιώτης έχει δείξει τις προθέσεις του: τον ενδιαφέρει το σήμερα, δεν γυρίζει το βλέμμα του στο τι συμβαίνει στις μέρες μας, δεν «ντριμπλάρει» στα παρελθόντα αφήνοντας κατά μέρος στα τωρινά. Με μια μικρή αμφιβολία για την αστυνομική ίντριγκα που αποκτάει το μυθιστόρημα προς το τέλος του, καίτοι είναι ο προάγγελος πολλαπλών εξελίξεων, τελικά έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα-τοιχογραφία. Ναι, είναι κάπως κλισέ ο ορισμός, όμως πώς αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις ένα τέτοιο μυθιστόρημα, που μπορεί οι ήρωές του να μην είναι αρχετυπικοί, αλλά με όλους τους τρόπους θυμίζουν τον σημερινό Έλληνα;
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης γεννήθηκε το 1970. Σπούδασε κινηματογράφο. Ζει στην Αθήνα. Βιβλία του: Ίσως την επόμενη φορά (2017), Το πέρασμα (2016), Η πόλη και η σιωπή (2013), Η εφεύρεση της σκιάς (2008), Παραβολή (2006), Ο βαθμός δυσκολίας (2005), Βαθύ πηγάδι (2003), Η συνάντηση (2002).
Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, ανθολογίες και συλλογικές εκδόσεις. Το πρώτο του θεατρικό έργο Ουδέτερη ζώνη απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα. Το έργο του Μια εξαιρετικά απλή δουλειά περιλήφθηκε στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου. Κείμενά του καθώς και άρθρα για θέματα πολιτισμού και σύγχρονης τέχνης έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.