
Για το μυθιστόρημα του Γιάννη Πάσχου «Παραδείσια πουλιά» (εκδ. Περισπωμένη). Για την εικονογράφηση, illustration του 1894.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Ο Γιάννης Πάσχος (γενν. 1954) είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση λογοτέχνη! Ιχθυολόγος ο ίδιος, πανεπιστημιακός, εμφανίζεται στα γράμματα σχετικά αργά, το 2005. με την ποιητική συλλογή Lila Teman (Οδός Πανός), ενώ κατεβαίνει στην πεζογραφία το 2009 με τη συλλογή διηγημάτων Μια νυξ δι’ εν έτος το 2009 (Μελάνι)· ακολουθούν άλλα βιβλία, τα οποία αναζητούν το στίγμα τους ανάμεσα στον μαγικό ρεαλισμό και την αλληγορία. Το κορυφαίο του έργο, κατά τη γνώμη μου, κυκλοφορεί το 2022: πρόκειται για Το χρονικό ενός δυσλεκτικού (Περισπωμένη), μια εξομολογητική ιστορία γεμάτη χιούμορ, ειρωνεία, προβληματισμό και κοινωνικές προεκτάσεις, που κατακτά το βραβείο του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» και το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για ευαίσθητα θέματα.
Το 2024 εκδίδει μια ιδιαίτερη ποιητική συλλογή, το Ο Χριστός παρακαλάει το σώμα του να κατέβει από τον σταυρό (Περισπωμένη), που πάνω στο θεολογικό-χριστιανικό υπόστρωμα τοποθετεί μια νέα λογική περί σωτηρίας, σωματικότητας και μεσσιανισμού. Κι από το ιερό μεταπηδά στο ανόσιο, στο μυθιστόρημά του Παραδείσια πουλιά, όπου ο κόσμος των ιερόδουλων προσφέρει πλούσια πεδία ενηλικίωσης και κοινωνικής αυτογνωσίας.
Μίλησα για «ανόσιο», αλλά στο μυαλό του Γ. Πάσχου οι δυο ήρωες του μυθιστορήματος, που είναι παιδιόθεν φίλοι και μεγαλώνοντας γίνονται αντισυμβατικοί όσο και ουσιαστικοί στο αλισβερίσι τους με την κοινωνία, ονομάζονται Ιεροκλής και Μάρκος. Ο πρώτος λόγω ονόματος εκπροσωπεί θεωρητικά το ιερό και το κλέος, αν και στην πράξη είναι μεν καλός μαθητής, σπουδασμένος και συγγραφέας, αλλά δεν παύει ποτέ να είναι παιδί της νύχτας. Ο δεύτερος με το παρωνύμιο Μαρκήσιος παραπέμπει εμφανώς στον Μαρκήσιο Ντε Σαντ και στη σεξουαλική του επανάσταση, που συνδέει το ιερό με το ανίερο, το κόσμιο με το ιερόδουλο, το καθωσπρέπει με το πρόστυχο. Το ίδιο δηλώνει και η ανολοκλήρωτη διδακτορική διατριβή του Μάρκου με τίτλο «Το δαιμόνιον ως φως αναστάσιμο και ως πόλη κολάσεως».
Η λιμπιντική διάσταση του σεξ, και δη του πληρωμένου, μετουσιώνεται ακτινωτά σε φιλία, αλληλεγγύη, αγάπη, έρωτα, συναισθηματική ωρίμαση, κοινωνική δράση κ.λπ.
Τελικά, τι πετυχαίνει ο πεζογράφος με την πορεία του αφηγητή Ιεροκλή και του κολλητού του στον κόσμο των μπουρδέλων; Εν πρώτοις μιλάμε για ένα είδος σεξουαλικής ενηλικίωσης, καθώς κάθε εμπειρία, από την πρώιμη σχέση -μίας νύχτας- του πρωταγωνιστή με τη θεία του έως τον επικήδειο μιας πόρνης κι από την παρουσίαση του βιβλίου των δυο φίλων παρουσία δεκάδων εκδιδόμενων γυναικών μέχρι άλλα ανάλογα σκηνικά, προσθέτει ένα λιθαράκι στη διανοητική και συναισθηματική νοημοσύνη του Ιεροκλή - και του αναγνώστη συνάμα. Σε δεύτερη φάση αυτή η λιμπιντική διάσταση του σεξ, και δη του πληρωμένου, μετουσιώνεται ακτινωτά σε φιλία, αλληλεγγύη, αγάπη, έρωτα, συναισθηματική ωρίμαση, κοινωνική δράση κ.λπ.
Κι όταν η τραγική κατάληξη, ειδικά του Μάρκου, έρχεται να ανατινάξει την ανάλαφρη πορεία της αφήγησης, ποια συμπεράσματα μπορεί να συναγάγει ο αναγνώστης; Μήπως πως η φιλία ενώνει δυο ψυχές σαν τον Δάμωνα και τον Φιντία (όπως υποδεικνύει το οπισθόφυλλο) και, όταν καταρρεύσει ο ένας, καταρρέει κι ο άλλος σε αλληλένδετες μοίρες; Αυτό είναι μια καλή αρχή, αλλά δεν αρκεί, αφού και το ίδιο το κείμενο δεν χειραγωγεί μονοσήμαντα πως η αλυσίδα των εξελίξεων οδηγεί σταθερά σε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα. Η πλαισίωση της φιλίας με τη λαγνεία και η παράνοια, που χτύπησε τελικά τον Μαρκ(ήσι)ο, δεν μπορεί να μην αφήσει την έντονη υπόνοια ότι το πλέγμα της παρακμής είναι πολύ δυνατή εμπειρία, εμπειρία ζωής την οποία αξίζει κανείς να ζήσει μέχρι το μεδούλι, διότι ξεσηκώνει τη ζωή και τρικυμίζει τη στασιμότητα. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτοί που βουτάνε ολόκορμοι σ’ αυτήν καίγονται, φτάνουν στα άκρα της ύπαρξής τους, αυτοκαταστρέφονται ηδονικά, πυρπολούνται από την υπέρβαση και εντέλει ανατινάζονται ως τίμημα για την αντισυμβατική απογείωσή τους.
Ο Γ. Πάσχος αφήνει έντονα συναισθήματα, συνεπικουρούμενος κι από μια προφορική γλώσσα με τέμπο και ορμή, αλλά και από σκηνές που πυροδοτούν την αναγνωστική ανταπόκριση. Από την άλλη, όμως, χάνει σε πολλά σημεία τη στιβαρότητα της πλοκής και ειδικά μετά την κορύφωση στο πρόσωπο του Μάρκου όλες οι υπόλοιπες σελίδες σπαρταράνε αμήχανα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε –σε δική του επιμέλεια– ο πρώτος τόμος της σειράς «Ιστορίες του 21ου αιώνα», μια συλλογή 12 διηγημάτων με τίτλο Από το τοπικό στο παγκόσμιο (εκδ. Διόπτρα).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Φεύγοντας από τα κορίτσια, για έναν απροσδιόριστο λόγο ένιωθα μελαγχολικά, αλλά το ίδιο πρέπει να αισθανόταν και ο Μαρκήσιος. Το κατάλαβα από τον τρόπο που άρχισε να σιγοσφυρίζει το ταγκό του Carlos Gardel, το “Por una cabeza”. Στην τελική, αυτός ήταν ο κόσμος μας, αυτός κατά κάποιον τρόπο μάς μεγάλωσε, αυτόν εμπιστευόμασταν, αυτός μας εμπιστευόταν, πάει και τελείωσε. Αυτός ο περίεργος κόσμος μάς στάθηκε. Κομμάτι του ήμασταν, η ματιά του περνούσε μέσα από τη ματιά μας και η καρδιά του χτυπούσε στην καρδιά μας.»