
Για το πεζογράφημα του Νικήτα Σινιόσογλου «Απομονωτήριο λοιμύποπτων ζώων» (εκδ. Κίχλη). Φωτογραφία, από το έργο-παρέμβαση ZOO του Βραζιλιάνου καλλιτέχνη Eduardo Srur.
Γράφει ο Ηλίας Γιούρης
Ένας από τους πιο διαδεδομένους κοινούς τόπους στην ιστορία της λογοτεχνικής αναπαράστασης των ζώων, όπως υπογραμμίζεται στη σχετική βιβλιογραφία, είναι η συστηματική αναγωγή τους σε μεταφορές ή αλληγορικά σύμβολα της ανθρώπινης εμπειρίας. Από τους αρχαίους μύθους, τις παραβολές και τα λαϊκά παραμύθια, μέχρι τα περίτεχνα εικονογραφημένα βεστιάρια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης -με τις γλαφυρές περιγραφές τόσο υπαρκτών όσο και φανταστικών πλασμάτων, φορτωμένων με ηθικοδιδακτικές προεκτάσεις- έχει εδραιωθεί μια ανθεκτική παράδοση στην οποία τα ζώα υποβαθμίζονται σε απλούς φορείς ανθρωποκεντρικών νοημάτων ή σε περιφερειακά διακοσμητικά στοιχεία. Στη μακραίωνη λογοτεχνική τους σταδιοδρομία τα ζώα όχι μόνο δεν γίνονται αντιληπτά ως έμβια όντα με δική τους υπόσταση και βιωματική πραγματικότητα, αλλά -αόρατα τα ίδια ως αυτοτελείς οντότητες- μετατρέπονται σε δομικά στοιχεία ενός συμβολικού συστήματος που εξυπηρετεί αποκλειστικά ανθρώπινες αφηγήσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι προφανές ότι η ανθρωποκεντρική οπτική αναπαράγει μια ασύμμετρη ιεραρχική σχέση όπου το ζώο λειτουργεί εν πολλοίς ως καθρέπτης του ανθρώπου, ενώ η δική του εμπειρία παραμένει αχαρτογράφητη, ανεξερεύνητη και συστηματικά περιθωριοποιημένη.1
Το νέο βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου, Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων (Κίχλη 2024), αν και αντλεί από αυτή την πλούσια γραμματειακή κληρονομιά, επιχειρεί μια ριζοσπαστική ανατροπή της. Κινούμενος στο γόνιμο μεταίχμιο λογοτεχνίας και φιλοσοφικού δοκιμίου, ο συγγραφέας ξετυλίγει μια έκκεντρη και πολυεπίπεδη αφήγηση, η οποία, αναζητώντας τρόπους αναπαράστασης της μη ανθρώπινης εμπειρίας, υπερβαίνει τις συμβατικές απεικονίσεις και επιχειρεί να διεισδύσει στον κόσμο από τη σκοπιά των ίδιων των ζώων.
Ένα Ζώο στο Απομονωτήριο
Η ιστορία διαδραματίζεται σε μια άγνωστη πόλη, σε ακαθόριστη εποχή, και ακολουθεί την περιπλάνηση ενός αταυτοποίητου ζώου -του Ανεπιτήρητου Παραγωγικού Ζώου- στους νυχτερινούς δρόμους. Η μοναχική του πορεία διακόπτεται όταν μια ηλικιωμένη γυναίκα το οδηγεί σε έναν αινιγματικό χώρο που ονομάζεται Απομονωτήριο, ένα ίδρυμα όπου φιλοξενούνται ζώα με τραυματικό παρελθόν κακοποίησης. Εκεί, υπό το άγρυπνο βλέμμα του Ειδικού Επιστήμονα, τα ζώα υποβάλλονται σε ένα αυστηρό πρόγραμμα επανένταξης, επανόρθωσης και «καταναγκαστικής ευεξίας».
Η αφήγηση εκτυλίσσεται στη διάρκεια οκτώ νυχτών. Το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο, χωρίς συγκεκριμένη απασχόληση στο νέο του ενδιαίτημα, περνά τις νύχτες του ακούγοντας τις οδυνηρές ιστορίες βασανισμού των υπόλοιπων ζώων. Σε αντίθεση όμως με τους άλλους τροφίμους, αδυνατεί -ή μάλλον αρνείται συνειδητά- να αφομοιωθεί στην κοινότητα του Απομονωτηρίου και αντιστέκεται σθεναρά στη διαδικασία εξευγενισμού που επιβάλλει ο Ειδικός Επιστήμονας. Στην κορύφωση της ιστορίας, ο ήρωας εξεγείρεται. Αποτινάσσει τις επιβεβλημένες διορθώσεις, αποκηρύσσει τις εξευγενιστικές επιταγές του επιστήμονα -τον οποίο καθιστά το πρώτο θύμα της αφύπνισής του- και επιστρέφει ακάθεκτα στη θεμελιώδη, απερίσταλτη ζωοσύνη του. Η εξέγερσή του λειτουργεί ως καταλύτης: εκμεταλλευόμενα την ανατροπή της ιεραρχίας, τα υπόλοιπα ζώα φαίνεται πως ανακτούν και αυτά την αυθεντική τους φύση και απελευθερώνονται από τον μηχανισμό λήθης και καταστολής που τους είχε επιβληθεί.
Όπως θα δούμε, ο συγγραφέας αναγνωρίζει τα ζώα ως σύνθετα μη ανθρώπινα υποκείμενα, προικισμένα με μοναδικό βάθος και πολυπλοκότητα εμπειρίας.
Η απλότητα του παραπάνω μύθου είναι παραδόξως παραπλανητική. Παρά τα αφηρημένα ονόματά τους (Λοιμύποπτα Ζώα, Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο, Ειδικός Επιστήμονας), οι χαρακτήρες του βιβλίου δεν περιορίζονται σε μονοδιάστατους αλληγορικούς ρόλους. Όπως θα δούμε, ο συγγραφέας αναγνωρίζει τα ζώα ως σύνθετα μη ανθρώπινα υποκείμενα, προικισμένα με μοναδικό βάθος και πολυπλοκότητα εμπειρίας. Διευρύνοντας σημαντικά τα όρια της παραδοσιακής αντίληψης, αντιμετωπίζει τη ζωική ύπαρξη όχι ως μια σιωπηλή και αδρανή συνθήκη αλλά ως δυναμικό πεδίο διασταύρωσης πολλαπλών επιπέδων νοήματος. Ορισμένα από αυτά τα νοήματα θα εξερευνήσουμε στη συνέχεια.
Τα ζώα ως λογοτεχνικά υποκείμενα
Στο κύριο σώμα του βιβλίου, ο αναγνώστης βυθίζεται στον ζοφερό κόσμο του Απομονωτηρίου μέσα από επτά μονολόγους-αφηγήσεις, όπου ισάριθμα ζώα αφηγούνται την προσωπική τους ιστορία. Κάθε νύχτα, ένα διαφορετικό πλάσμα -το λευκό γατί, ο ερημίτης κάβουρας-γλόμπος, ο ερωτευμένος κύκνος, το τραυματισμένο δελφίνι, το τζίνι-λιοντάρι, το ελάφι-άνθρωπος και η εργαστηριακή τίγρη με τα θρυμματισμένα οστά- ανασύρει από τη μνήμη του την εμπειρία του άγριου βασανισμού που υπέστη και η οποία υπήρξε η αιτία για τον εγκλεισμό του. Μέσα από τις αφηγήσεις τους, ξεδιπλώνεται σταδιακά ένα πανόραμα βίας και καταστολής, ενώ αποκαλύπτεται και η ιδιότυπη σχέση των ζώων με τον χώρο που τα περιβάλλει.
Μολονότι οι καταγραφές κακοποίησης αποκαλύπτουν συνήθως τις σχέσεις εξουσίας στην πιο ωμή και απροσχημάτιστη μορφή τους, εδώ το κείμενο δεν περιορίζεται στην απλή αποτύπωση της βίας.
Στην επεξηγηματική «Σημείωση» που παρατίθεται στο τέλος της νουβέλας, ο συγγραφέας αποκαλύπτει την προέλευση αυτών των οδυνηρών μαρτυριών: ποικίλες αφηγήσεις βασανισμού ζώων αντλημένες από την ειδησεογραφία των ετών 2022-2024, αλλά και από λογοτεχνικές πηγές, όπως το διήγημα «Το γατί» (1893) του Μιχαήλ Μητσάκη. Μολονότι οι καταγραφές κακοποίησης αποκαλύπτουν συνήθως τις σχέσεις εξουσίας στην πιο ωμή και απροσχημάτιστη μορφή τους, εδώ το κείμενο δεν περιορίζεται στην απλή αποτύπωση της βίας. Απεναντίας, εμβαθύνει σε έναν ευρύτερο στοχασμό για τον πόνο και τη ζωική ευαλωτότητα, υπερβαίνοντας έτσι την ανθρωποκεντρική αντίληψη που ανάγει το βίωμα των ζώων σε απλές αντανακλαστικές αντιδράσεις τρόμου.2
Όπως αποκαλύπτουν οι προσωπικές τους ιστορίες, τα επτά πλάσματα του βιβλίου προέρχονται από έναν κόσμο ριζικής επισφάλειας και αέναης μεταμόρφωσης. Σε μια από τις ιστορίες, ο κάβουρας ερημίτης δεν αναγκάζεται απλώς να συνυπάρξει με τα απορρίμματα του ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά παγιδεύεται μοιραία σε αυτά, αναπτύσσοντας απρόσμενες συμβιωτικές σχέσεις με έναν σπασμένο γλόμπο, οι οποίες τον μετατρέπουν σε αλλόκοτο υβρίδιο: «καθετί είναι ανοιχτό σε νέες μορφές συνύπαρξης […]» (ΑΛΖ, 27).3
Συνολικά, στις περισσότερες αφηγήσεις του βιβλίου, η ζωή εμφανίζεται ως μια μορφή «κλεπτοβίωσης» – τουτέστιν, ως ύπαρξη που στηρίζεται στη χρήση ξένων, δανεισμένων πόρων.
Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, η επαφή μεταξύ ανθρώπινων και μη ανθρώπινων μορφών εκτυλίσσεται ως λαθροσυμβίωση – μια ανορθόδοξη συγκατοίκηση, ενίοτε συγκυριακή, άλλοτε αναγκαστική. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αποσκελετωμένου λιονταριού στον βομβαρδισμένο Ζωολογικό Κήπο της Γάζας, το οποίο καταλήγει να συνυπάρχει με τους εξίσου απισχνασμένους κατοίκους – εκείνους που μέχρι πρότινος το παρατηρούσαν από απόσταση ασφαλείας. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην ιστορία του ανθρώπου που φιλοδόξησε να δει τον κόσμο «με νέα μάτια, μήπως και τον ανανεώσει» (ΑΛΖ, 61) και ο οποίος, τολμώντας ένα ριζικό δια-ειδικό πέρασμα, μεταμορφώνεται σε άνθρωπο-ελάφι, εγκαινιάζοντας έτσι μια νέα οντολογική βαθμίδα. Σε ανάλογες συνθήκες, οι διαχωριστικές γραμμές ταυτότητας και είδους καταλύονται: «γινόμαστε άλλα όντα» (ΑΛΖ, 50). Συνολικά, στις περισσότερες αφηγήσεις του βιβλίου, η ζωή εμφανίζεται ως μια μορφή «κλεπτοβίωσης» – τουτέστιν, ως ύπαρξη που στηρίζεται στη χρήση ξένων, δανεισμένων πόρων. Όπως «έντομα και πτηνά καταλαμβάνουν φωλιές ζώων άλλου είδους» (ΑΛΖ, 52), έτσι και τα όντα στον κόσμο του Σινιόσογλου επιβιώνουν μέσα από μια «ημιπαρασιτική, ούτως ειπείν», συνθήκη συνύπαρξης, που υπογραμμίζει την ευθραυστότητα της ζωής.4
Η καινοτομία του Σινιόσογλου έγκειται στον τρόπο με τον οποίο διαρρηγνύει το πλαίσιο της ανθρώπινης προβολής, κατορθώνοντας το εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα να δώσει «φωνή» στα ζώα χωρίς να διολισθαίνει στον υπερβολικό ανθρωπομορφισμό.
Ωστόσο, οι μαρτυρίες των ζώων δεν περιορίζονται στην καταγραφή φυσικών εμπειριών όπως η σωματική εξαθλίωση, αλλά επεκτείνονται και σε βαθιά ψυχικές και κοινωνικές εμπειρίες αποξένωσης και διαταραγμένων σχέσεων με τον κόσμο. Ο πόνος του κύκνου, για παράδειγμα, δεν είναι μόνο σωματικός, αλλά πρωτίστως ψυχικός – μια εμπειρία που περιλαμβάνει τη θλίψη, το πένθος και την αγωνία της απώλειας: «[…] η θλίψη είναι μια λίμνη που σε στερεύει» (ΑΛΖ, 33). Η καινοτομία του Σινιόσογλου έγκειται στον τρόπο με τον οποίο διαρρηγνύει το πλαίσιο της ανθρώπινης προβολής, κατορθώνοντας το εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα να δώσει «φωνή» στα ζώα χωρίς να διολισθαίνει στον υπερβολικό ανθρωπομορφισμό. Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζει τόσο την υλική τους υπόσταση ως έμβιων όντων με συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά, όσο και -κυρίως- τη θέση τους ως πλασμάτων που βιώνουν συναισθήματα και αντιδρούν στη βαναυσότητα της ανθρώπινης κυριαρχίας.5 Με αυτή την προσέγγιση, εκχωρεί στα ζώα το καθεστώς του πλήρους «υποκειμένου» – με αυθύπαρκτη υπόσταση, μοναδικές εμπειρίες, πλούσια συναισθηματική ζωή και σύνθετες γνωστικές ικανότητες. Και παρότι τα ζώα δεν αποτελούν υποκείμενα με τον ίδιο τρόπο που ορίζονται οι άνθρωποι, το κείμενο φωτίζει τις ιδιαίτερες μορφές υποκειμενικότητας και εσωτερικότητας που αναπτύσσουν.6
Η επιλογή του συγγραφέα να δώσει φωνή σε ημιθανή ζώα δεν είναι τυχαία. Ο Σινιόσογλου δεν προσφέρει απλώς μια ακόμη εκδοχή ζωικής οδύνης, αλλά επιχειρεί μια ριζική μετατόπιση της αφηγηματικής οπτικής. Το ζώο δεν είναι πλέον αντικείμενο του ανθρώπινου βλέμματος‧ γίνεται το ίδιο υποκείμενο που βιώνει και εκφράζει τον δικό του πόνο, που παραδίδεται στην οδύνη και χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να καταγράψει αισθήματα ευαλωτότητας και θλίψης – αισθήματα που παραδοσιακά θεωρούνταν αποκλειστικό προνόμιο του ανθρώπου. Σε έντονη αντίθεση με τον ισχυρισμό φιλοσόφων όπως ο Χάιντεγκερ ότι μόνο οι άνθρωποι μπορούν να βιώσουν τον θάνατο ως υπαρξιακή εμπειρία, ο Σινιόσογλου ανοίγει το βιβλίο του με την ιστορία ενός γατιού που πεθαίνει αναλογιζόμενο τη ζωή του‧ μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, το ζώο αναπαριστά τη σκηνή του λιθοβολισμού του και, σαν να τον υφίσταται ξανά, αναβιώνει σε ενεστώτα χρόνο κάθε θανάσιμο χτύπημα.7 Η επιλογή αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια ευφάνταστη συγγραφική σύλληψη, ωστόσο η απόδοση αφηγηματικής φωνής στα ζώα τη στιγμή του θανάτου τους συνιστά μια μείζονα καινοτομία σε σχέση με το κείμενο του Μητσάκη (το οποίο αναπλάθει): επιτρέπει στο ζώο να ορίζεται όχι από το ανθρώπινο βλέμμα, αλλά σε σχέση με τον εαυτό του και τον δικό του θάνατο, μέσα από τη δική του εμπειρία θνητότητας, καθιστώντας το φορέα μιας μοναδικής υποκειμενικότητας.
Η αγωνία που διαπερνά απ’ άκρου σ’ άκρον τις σπαρακτικές αφηγήσεις των ζώων αναδεικνύεται ως η κεντρική πτυχή της ύπαρξής τους.
Συνοψίζοντας: Το κείμενο αποτυπώνει την οδύνη των ζώων ως εμπειρία αυθύπαρκτη, με ιδιαίτερη ένταση, μνήμη και διάρκεια. Η αγωνία που διαπερνά απ’ άκρου σ’ άκρον τις σπαρακτικές αφηγήσεις των ζώων αναδεικνύεται ως η κεντρική πτυχή της ύπαρξής τους. Υπ’ αυτή την έννοια, η εκτεταμένη χρήση μιας ρητορικής της ευαλωτότητας δεν είναι απλώς μια λογοτεχνική τεχνική, αλλά μια ριζοσπαστική επαναδιατύπωση της σχέσης της ζωικής ύπαρξης με τον κόσμο: η ευαλωτότητα οριοθετεί την ίδια την έννοια τού πλάσματος.8
Η διεκδίκηση της αυθεντικής φωνής
Με ποια γλώσσα εκφράζουν τα ζώα την οδύνη τους; Ασφαλώς είναι δύσκολο να αποδράσουν από τις ανθρωποκεντρικές αφηγήσεις που πλάθουν οι άνθρωποι για αυτά, ωστόσο τα ζώα διεκδικούν το δικαίωμα στην αυτοέκφραση επιχειρώντας να επαναδιατυπώσουν και να αφηγηθούν την εμπειρία τους μέσα από τη δική τους οπτική γωνία. Για τον λόγο αυτό ο συγγραφέας επινοεί μια ιδιαίτερη αφηγηματική στρατηγική. Τα ζώα-αφηγητές καλούνται να χρησιμοποιήσουν ένα μέσο -την ανθρώπινη γλώσσα- που είναι εξ ορισμού ξένο προς την εμπειρία τους, και την ίδια στιγμή θα πρέπει να υπερβούν τις παγιωμένες αναπαραστάσεις που έχουν επιβληθεί στην ύπαρξή τους από αυτή τη γλώσσα. Το παράδειγμα του δελφινιού φωτίζει αρκετά καλά αυτή τη διαδικασία γλωσσικής αντίστασης:
«[…] συνθλίβομαι από το ίδιο μου το βάρος, αλλά καθηλωμένος στην άμμο πώς να κουνήσω ρούπι; ίσως η γενική κινητοποίηση των αρμοδίων φορέων να μεταβάλει την κατάστασή μου, ειδικοί στα κήτη και περίοικοι, ρεπόρτερ και μέλη φιλοζωικών οργανώσεων συγκινούνται από την περιπέτειά μου, όπως τη λένε, η δημοσιογραφική κάλυψη είναι εκτενής, το θέμα παίρνει διαστάσεις, υπάρχουν και διχογνωμίες, η περίθαλψη είναι πάντα δύσκολη υπόθεση, η προπέλα με πετσόκοψε στ’ ανοιχτά, η θάλασσα θύμιζε δεξαμενή αποστέρησης των αισθήσεων […]» (ΑΛΖ, 41).
Εδώ συνυπάρχουν δύο αντίθετες γλωσσικές προσεγγίσεις. Από τη μία πλευρά, η ανθρώπινη γλώσσα εμφανίζεται γεμάτη εκφράσεις κλισέ, αντλημένες από την παρακαταθήκη κοινών τόπων της περιρρέουσας ιδεολογίας: ο χαρακτηρισμός της κατάστασης του δελφινιού ως περιπέτειας, οι αναφορές στη «γενική κινητοποίηση των αρμοδίων φορέων», στους «ειδικούς», στους «ρεπόρτερ» και στα «μέλη φιλοζωικών οργανώσεων», φανερώνουν ότι η ανθρώπινη οπτική εστιάζει στο θέαμα που δημιουργείται γύρω από το πάσχον ζώο, και όχι στην ίδια την εμπειρία του. Από την άλλη πλευρά, το δελφίνι επιχειρεί να αρθρώσει έναν λόγο που δίνει έμφαση στο αυθεντικό βίωμα του τραυματισμού: «η προπέλα με πετσόκοψε στ’ ανοιχτά, η θάλασσα θύμιζε δεξαμενή αποστέρησης των αισθήσεων». Το πέρασμα από τη γλώσσα της εξωτερικής περιγραφής στη γλώσσα της εσωτερικής εμπειρίας είναι αποκαλυπτικό: «[…] εσείς με κοιτάτε και τραβάτε φωτογραφίες όσο εγώ παλεύω την κάθε ανάσα […]» (ΑΛΖ, 40). Η φράση αποκαλύπτει ότι το κήτος βιώνει διπλό ασφυξιακό εγκλωβισμό: έναν φυσικό, καθώς παλεύει να επιβιώσει ριγμένο στη στεριά, και έναν γλωσσικό, καθώς παγιδεύεται στην εξευγενισμένη, αποστειρωμένη και στερεοτυπική γλώσσα των ανθρώπων.
Τα ζώα μιμούνται την ανθρώπινη γλώσσα, αναπαράγουν τα κλισέ της, αλλά ταυτόχρονα τα υποβάλλουν σε ειρωνικό μεταγλωσσικό έλεγχο, αποκαλύπτοντας την εγγενή υποκρισία και ανεπάρκειά τους.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην ανθρώπινη αφήγηση και τη ζωική αντι-αφήγηση αποτελεί επανερχόμενο μοτίβο στις περισσότερες ιστορίες των ζώων. Τα ζώα μιμούνται την ανθρώπινη γλώσσα, αναπαράγουν τα κλισέ της, αλλά ταυτόχρονα τα υποβάλλουν σε ειρωνικό μεταγλωσσικό έλεγχο, αποκαλύπτοντας την εγγενή υποκρισία και ανεπάρκειά τους. Ενσωματώνουν στη δική τους αφήγηση σπαράγματα της γλώσσας αυτής, μόνο όμως για να τα υπονομεύσουν και να τα απορρίψουν ως ακατάλληλα να περιγράψουν την πραγματική τους κατάσταση.9 Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο του κύκνου, ο οποίος, βυθισμένος σε ανείπωτη θλίψη για την απώλεια της συντρόφου του, είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει τα ανούσια κλισέ των ανθρώπων που επείγονται να τον «θεραπεύσουν». Οι κενές φράσεις και οι διεκπεραιωτικές συμβουλές τους -όπως το ότι πρέπει να ξεπεράσει τη θλίψη κάνοντας «δουλειά με τον εαυτό [τ]ου» (ΑΛΖ, 35)- καταδεικνύουν το επικοινωνιακό χάσμα ανάμεσα στην ανθρώπινη γλώσσα και τον υποκειμενικό βιόκοσμο των μη ανθρώπινων όντων.
Λόγος ασθματικός
Η νουβέλα του Σινιόσογλου θέτει το θεμελιώδες ερώτημα για τη δυνατότητα μιας αυθεντικής ζωικής αφήγησης – ερώτημα που ο συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει μέσω της επινόησης ενός ιδιαίτερου αφηγηματικού ύφους. Ο μακροπερίοδος λόγος των αυτοεξομολογούμενων ζώων, η γλωσσική πολυπλοκότητα και η σύνθετη αφήγηση -με την εκτεταμένη χρήση λογικής σκέψης, αυτογνωσίας και ηθικής κατανόησης- δεν αποτελούν απλώς υφολογικές επιλογές. Στην πραγματικότητα λειτουργούν ως συνειδητές αφηγηματικές στρατηγικές μέσω των οποίων ο συγγραφέας ανατρέπει τη στερεοτυπική εικόνα του ζώου ως όντος χωρίς εσωτερικότητα και βάθος.
Ο λόγος αυτός αποκαλύπτει τα ζώα, σύμφωνα με μια διαυγή διατύπωση του Τζ. Μ. Κούτσι, ως «υβρίδια, [ως] τερατώδεις σκεπτόμενες συσκευές που [έχουν] ανεξήγητα προσαρμοστεί πάνω σε δεινοπαθούντα σώματα ζώων».
Ξεπερνώντας τα όρια μιας απλής «ανθρωποποίησης» των ζώων, η γλωσσική αυτή πολυπλοκότητα, αυτός ο ασθματικός, παραληρηματικός τρόπος ομιλίας -στον οποίο παρεισφρέουν καίριες παρατηρήσεις για τη σκοτεινή φύση των ανθρώπων και την έμφυτη ροπή τους προς την κακία, για την οικολογική καταστροφή και τον πόλεμο, αλλά και στοχασμοί γύρω από την οδύνη και τη μοναξιά- επιχειρεί να καταδείξει πως τα ζώα διαθέτουν εγγενείς τρόπους αντίληψης του κόσμου και διαμορφώνουν διορατικές «απόψεις» για το ανθρώπινο είδος. Ο λόγος αυτός αποκαλύπτει τα ζώα, σύμφωνα με μια διαυγή διατύπωση του Τζ. Μ. Κούτσι, ως «υβρίδια, [ως] τερατώδεις σκεπτόμενες συσκευές που [έχουν] ανεξήγητα προσαρμοστεί πάνω σε δεινοπαθούντα σώματα ζώων».10
«[Ε]ίμαι περίπου μηχανή, ή μήπως μια εφεύρεση, ένα υβρίδιο, ίσως και πατέντα ή εξάρθρωση;» (ΑΛΖ, 25) αναρωτιέται ο κάβουρας – μια άλλη διατύπωση, του Σινιόσογλου αυτή τη φορά, που υπογραμμίζει την παράδοξη συνύπαρξη σωματικότητας και νοητικότητας, πόνου και συνείδησης που χαρακτηρίζει τη ζωική -ανθρώπινη και μη- ύπαρξη.
Το Απομονωτήριο: μια πολυεπίπεδη ετεροτοπία
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Απομονωτήριο, έναν χώρο με βαθιά συμβολική σημασία. Δεν πρόκειται απλώς για ένα περιθωριακό καταφύγιο, αλλά για ένα ιδιότυπο χωρικό σύστημα, ένα είδος αντι-τόπου, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως άσυλο και μηχανισμός ελέγχου. Η ιδιαίτερη διάρθρωσή του παραπέμπει στην έννοια της ετεροτοπίας, όπως την προσδιόρισε ο Μισέλ Φουκώ: έναν χώρο ταυτόχρονα κλειστό και ανοιχτό, αποκομμένο και συνάμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τον έξω κόσμο.11 Ενώ στον έξω κόσμο τα ζώα δεν αποτελούσαν παρά «γυμνή ζωή»12 –ανώνυμα, αναλώσιμα σώματα, παραδομένα στην οδύνη και την αβεβαιότητα του Έξω–, εντός του Απομονωτηρίου υπάγονται σε ένα σύστημα αυστηρής τάξης και μεθοδικής οργάνωσης, σε μια εναλλακτική πραγματικότητα που αντιτίθεται στο χάος και τη βία. Οργανωμένο σε άκαμπτη ιεραρχική δομή -με τις δικές του ρουτίνες, τις αυστηρές πειθαρχίες, τις τακτικές Ολομέλειες-, το φανταστικό αυτό ίδρυμα αναδεικνύεται σε κατεξοχήν τόπο επιτήρησης και μετασχηματισμού των ζώων. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του -και οι αντίστοιχες αφηγηματικές τους προεκτάσεις- μπορούν να συνοψιστούν στα ακόλουθα πέντε σημεία.
1. Η συγκρότηση του Απομονωτηρίου συνδέεται με την επινοημένη κατηγορία των «λοιμύποπτων» όντων, για τα οποία και προορίζεται. Όπως υποδηλώνει ο όρος, για να εγκλειστεί ένα ζώο στο ίδρυμα δεν απαιτείται να είναι φορέας μιας διαγνωσμένης ασθένειας – αρκεί η υποψία της μόλυνσης. Σημαδεμένο από μια ετικέτα-όριο -το φάσμα της μετάδοσης-, το λοιμύποπτο ζώο βρίσκεται σε μια διαρκώς επισφαλή κατάσταση, η οποία δεν προσδιορίζεται τόσο από την πραγματική νόσο, όσο από την πιθανότητα διασποράς, από το άυλο και ρευστό ενδεχόμενο της μόλυνσης. Όπως σχολιάζει σκωπτικά ο αφηγητής για το Ανεπιτήρητο Ζώο, «[…] άντε τώρα να πείσει τον τάδε ή τον δείνα ότι δεν είναι λοιμύποπτο!» (ΑΛΖ, 13). Το να είναι κάποιο ζώο λοιμύποπτο δεν δρομολογεί κάποια έρευνα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αθώωσή του‧ είναι ήδη μια τελεσίδικη και αμετάκλητη ετυμηγορία.
Συνδυάζοντας χαρακτηριστικά ποιμαντικής εξουσίας και επιστημονικής αυθεντίας, ο Ειδικός Επιστήμονας επιτελεί ταυτόχρονα τον ρόλο του φροντιστή και του ελεγκτή.
2. «Το Απομονωτήριο διευθύνει ο Ειδικός Επιστήμονας» (ΑΛΖ, 45), μια αινιγματική φιγούρα στην οποία ο συγγραφέας αναθέτει πολλαπλούς αφηγηματικούς ρόλους. Συνδυάζοντας χαρακτηριστικά ποιμαντικής εξουσίας και επιστημονικής αυθεντίας, ο Ειδικός Επιστήμονας επιτελεί ταυτόχρονα τον ρόλο του φροντιστή και του ελεγκτή. Ως «ποιμένας», παρακολουθεί «αδιαλείπτως την ενδυνάμωση των λοιμυπόπτων ζώων και φροντίζ[ει] για την καταναγκαστική ευεξία τους» (ΑΛΖ, 46-47). Ως επιστημονική αυθεντία, διαθέτει τη γνώση και την τεχνική αρμοδιότητα να ορίζει τι είναι «φυσιολογικό» και τι «παθολογικό», ποια συμπεριφορά συνιστά «πρόοδο» και ποια «οπισθοδρόμηση». Κάτοχος ενός προνομιακού βλέμματος πάνω στην τύχη όλων των θαμώνων του ιδρύματος, ο Ειδικός Επιστήμονας παρακολουθεί στενά τον βαθμό ανταπόκρισης του Ανεπιτήρητου Παραγωγικού Ζώου στο θεραπευτικό πρωτόκολλο, εντοπίζει με ακρίβεια τις αποκλίσεις ή τις αντιστάσεις του και αποφασίζει αυταρχικά για τις απαραίτητες αναπροσαρμογές της θεραπευτικής παρέμβασης. Όπως προειδοποιεί δυσοίωνα ο αφηγητής, «η αντιπαραγωγική στάση του Ανεπιτήρητου Παραγωγικού Ζώου τόσες μέρες δεν πέρασε διόλου απαρατήρητη» (ΑΛΖ, 46).
Είναι προφανές ότι τα σύνορα του Απομονωτηρίου είναι διαπερατά μόνο προς τη μία κατεύθυνση και μόνο υπό αυστηρούς όρους. Άπαξ και τα ζώα εισέλθουν σε αυτή τη δομή, η έξοδός τους αναστέλλεται επ’ αόριστον.
3. Η ετεροτοπική φύση του Απομονωτηρίου ενισχύεται και από τους αυστηρούς κανόνες πρόσβασης και αποκλεισμού που το διέπουν. Η είσοδος των ζώων -εφόσον έχουν χαρακτηριστεί ως περιπτώσεις που χρήζουν «παρέμβασης»- δεν είναι ζήτημα δικής τους προσωπικής επιλογής αλλά αυθαίρετης και επιβεβλημένης έξωθεν απόφασης. «Μήπως δεν θα το μάγκωναν αργά ή γρήγορα; Υπάρχουν σχετικές διατάξεις!» (ΑΛΖ, 13). Το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο που προσάγεται βιαίως από τη γριούλα, ο ερωτύλος κύκνος που αποσπάται από το ταίρι του και μεταφέρεται υποχρεωτικά στο ίδρυμα, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της πρακτικής εξαναγκασμού. Είναι προφανές ότι τα σύνορα του Απομονωτηρίου είναι διαπερατά μόνο προς τη μία κατεύθυνση και μόνο υπό αυστηρούς όρους. Άπαξ και τα ζώα εισέλθουν σε αυτή τη δομή, η έξοδός τους αναστέλλεται επ’ αόριστον.
Αυτή η βαθιά τομή στη βιογραφία των ζώων και η αποξένωση από το ίδιο τους το παρελθόν είναι ένας από τους βασικούς στόχους του Απομονωτηρίου
4. Επιπλέον, η αφήγηση υπογραμμίζει τον ρόλο του Απομονωτηρίου ως μηχανισμού διαχείρισης και επαναπρογραμματισμού του βιογραφικού χρόνου των ζώων: το παρελθόν τους -τραύμα, κακοποίηση, εγκατάλειψη- υποτίθεται ότι αναστέλλεται, ενώ ένα νέο, κανονικοποιημένο μέλλον επιβάλλεται. Χάρη σε αυτό τον μηχανισμό δημιουργείται μια βαθιά ρήξη που αποκόπτει τα ζώα από την προηγούμενη ζωή τους και τα εντάσσει σε ένα νέο καθεστώς υπό τη σφραγίδα της επιστημονικής «αποκατάστασης». Το χάσμα ανάμεσα στο επώδυνο «πριν» και το εξωραϊσμένο «μετά» αποτυπώνεται εύγλωττα στην αντίδραση του Ανεπιτήρητου Ζώου μπροστά στο γατί. «Τι μπέρδεμα! […] Το γατί που ’χει μπροστά του είναι πεντακάθαρο και η γούνα του κάτασπρη σαν ψεύτικη» (ΑΛΖ, 19). Η κατάπληξη του ήρωα δεν οφείλεται τόσο στη βελτίωση της κατάστασης του γατιού όσο στην απόλυτη ασυνέχεια μεταξύ της αφήγησης του τραύματος και της εικόνας που έχει μπροστά του: «Το γατί μοιάζει να ποζάρει στην καλύτερη δυνατή εκδοχή του, ή να ’γιναν πάνω του απίθανες εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης […]. Πώς θα μπορούσε να είναι η μάζα από κρέας της ιστορίας που μόλις είχε ακούσει;» (ΑΛΖ, 19). Αυτή η βαθιά τομή στη βιογραφία των ζώων και η αποξένωση από το ίδιο τους το παρελθόν είναι ένας από τους βασικούς στόχους του Απομονωτηρίου: πινακίδες αναρτημένες σε όλους τους τοίχους προτρέπουν επιτακτικά τους τροφίμους να ξεχάσουν όσα έζησαν και να απορρίψουν κάθε ίχνος νοσταλγίας – στοιχείο με το οποίο επισημαίνεται ειρωνικά ότι η «αποκατάσταση» δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική παρά μόνο επιβάλλοντας ένα είδος υπαρξιακής λήθης, μια διαγραφή της προσωπικής ταυτότητας.
5. Η κατασκευή του Απομονωτηρίου ως λογοτεχνικού χώρου θεμελιώνεται σε ένα λεξιλόγιο που αντανακλά και παρωδεί τη σύγχρονη ορθοπολιτική ρητορική. Σιτηρέσια καταρτισμένα σύμφωνα με τα πρότυπα των εξευγενισμένων εστιατορίων, προϊόντα «βιολογικής καλλιέργειας» προερχόμενα αποκλειστικά από «τοπικούς παραγωγούς», «ζώα σφαγμένα με ηθικό τρόπο» (ΑΛΖ, 29) και κρέας που καταναλώνεται βουλιμικά αλλά με συμπεριληπτική διάθεση – όλα αυτά αποτελούν μέρος ενός αλλόκοτα ευφημιστικού λεξιλογίου, διεστραμμένες εκφάνσεις μιας ρητορικής που οικειοποείται επιδεικτικά μοντέρνες έννοιες όπως η συμπερίληψη και η ενσυναίσθηση, η βλεμματική επικοινωνία και η ενεργητική σύνδεση με το περιβάλλον, η θετική σκέψη, η «ενδυνάμωση» και η «ευεξία», οι ηθικές -«οικολογικές, αισθητικές και λοιπές» (ΑΛΖ, 30)- ευαισθησίες, για να τις αδειάσει από κάθε σημασία και να τις ωθήσει μέχρι τα απώτατα όρια της υπονόμευσής τους. Οι έννοιες αυτές εκπορεύονται από τη νεογλώσσα του Ινστιτούτου Ηθικών Επιστημών (στο οποίο υπάγεται διοικητικά το Απομονωτήριο) και διακωμωδούνται συστηματικά σε πολλά σημεία του κειμένου, προκειμένου να αποκαλυφθούν οι άρρητες συνδηλώσεις τους:
«Η ενσυναίσθηση είναι απλώς η πρόφαση για να σε πατήσουν κι άλλο. Όπως κι η ισότητα, που ’ναι μια ωραία λέξη για να σε πατήσουν ξανά, κοινώς μια άλλη λέξη για την κυριαρχία, ή το φιλότιμο και η ευαισθησία και τα συμπαρομαρτούντα, που, όταν τ’ ακούς, ξέρεις πως ετοιμάζονται να σου τη φέρουν και να σε πατήσουν λίγο ακόμη» (ΑΛΖ, 47).
Τελικά, το Απομονωτήριο αναδύεται ως ένας κατεξοχήν ετεροτοπικός χώρος, όπου τα διαχωριστικά όρια μεταξύ φροντίδας και καταστολής, θεραπευτικής παρέμβασης και επιτήρησης καθίστανται δυσδιάκριτα
Συνοψίζοντας: Το Απομονωτήριο, όπως το συνέλαβε και το σχεδίασε αφηγηματικά ο Σινιόσογλου, συνιστά ένα μοναδικό παράδειγμα συμπύκνωσης αντιθετικών και φαινομενικά ασύμβατων λειτουργιών. Ο συγγραφέας, αντί να δημιουργήσει απλώς ένα σκηνικό δράσης, σχεδίασε έναν σύνθετο αφηγηματικό χώρο που λειτουργεί ταυτόχρονα ως θεραπευτική δομή (αφού παρέχει ιατρική φροντίδα και αποκατάσταση) και ως σωφρονιστικό ίδρυμα (αφού επιβάλλει περιορισμό και συνεχή επιτήρηση). Έτσι, ενώ δίνει την προσεκτικά επιμελημένη εικόνα προστατευτικού καταφυγίου για ζώα που χρήζουν φροντίδας, στην πραγματικότητα είναι ένας ελεγκτικός θεσμός που ασκεί υποδόρια εξουσία στους ανυπεράσπιστους ενοίκους του. Τελικά, το Απομονωτήριο αναδύεται ως ένας κατεξοχήν ετεροτοπικός χώρος, όπου τα διαχωριστικά όρια μεταξύ φροντίδας και καταστολής, θεραπευτικής παρέμβασης και επιτήρησης καθίστανται δυσδιάκριτα, δημιουργώντας ένα διφορούμενο καθεστώς εξουσίας που διαποτίζει κάθε πτυχή της λειτουργίας του. Από αυτή την άποψη, το Απομονωτήριο του Σινιόσογλου αξιώνει δικαίως μια θέση στο άτυπο ανθολόγιο λογοτεχνικών ετεροτοπιών· εντάσσεται οργανικά σε ένα ιδιότυπο οικοσύστημα αφηγηματικών χώρων εκτός κανονικότητας που λειτουργούν ως εσωτερικές εξορίες, όπως τα σανατόρια του Τόμας Μαν και του Μαξ Μπλέχερ, ο Πύργος του Κάφκα, η πτέρυγα καρκινοπαθών του Σολτζενίτσιν.
Η παράδοξη περίπτωση του Ανεπιτήρητου Παραγωγικού Ζώου
Όπως είναι σαφές από τα παραπάνω, οι θεσμικοί φορείς του ιδρύματος, στο όνομα του ανθρωπισμού, υπονομεύουν συστηματικά κάθε αυθεντική έκφραση της ζωώδους εμπειρίας. Ωστόσο, σε όλη την έκταση του βιβλίου, η άτεγκτη αυτή δομή, πανίσχυρη για όλους όσοι βρίσκονται παγιδευμένοι στα γρανάζια της, γίνεται αντικείμενο μιας σθεναρής αμφισβήτησης από τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο. Η σιωπηρή άρνησή του να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις των ειδημόνων, η καχυποψία του απέναντι στο εξωραϊστικό έργο του ιδρύματος, η βουβή αλλά εύγλωττη αποδοκιμασία του, η αμφισβήτηση της καταναγκαστικής ευρωστίας και η απροθυμία του να προσαρμοστεί στις επιταγές της ορθοέπειας το καθιστούν πρωταρχικό στόχο τιμωρίας. Επιφυλακτικό, καχύποπτο, βυθισμένο σιωπηλά σε μια δίνη αρνητικών σκέψεων, είναι φυσικό να υπονομεύει και να αμφισβητεί τα εξευγενιστικά προτάγματα του Ειδικού Επιστήμονα. «Εάν μπορούσε κανείς να διαβάσει το μυαλό τον Ανεπιτήρητου Παραγωγικού Ζώου, θα ’βρισκε πολύ στρεβλές ιδέες» (ΑΛΖ, 47). Εξαιτίας αυτής της πεισματικά ανυποχώρητης στάσης, θα υποστεί έναν εξοστρακισμό δευτέρου βαθμού, αφού θα οδηγηθεί εκβιαστικά και πειθαρχικά στην «Απομόνωση του Απομονωτηρίου» (ΑΛΖ, 69) – έναν χώρο εντός του ιδρύματος προορισμένο για τα πλέον δύσπιστα και απροσάρμοστα πλάσματα. Ενώ όλα τα άλλα ζώα μιλούν ακατάπαυστα, το Ανεπιτήρητο, σε όλη την έκταση του βιβλίου, παραμένει σιωπηλό‧ μόνο φτύνει. Ενσαρκώνει το ζωώδες, όπως το εννοεί ολόκληρη η δυτική φιλοσοφική παράδοση: ως οντότητα που στερείται ομιλίας.
Ας δούμε όμως ποιες είναι οι λειτουργίες του Ζώου μέσα στο κείμενο.
Α) Σε ένα πρώτο επίπεδο, τα ζώα συμμορφώνονται πλήρως με τις βλοσυρές απαιτήσεις του ιδρύματος. Η θεσμική εξουσία επιδιώκει να αποσωματοποιήσει τα ζώα, αποκόπτοντάς τα από την τραυματική τους ιστορία και τη σωματική διάσταση του πόνου τους. Έτσι, τα ωθεί σε μια λησμονιά της ίδιας τους της φύσης, μέσω μιας διαδικασίας επιφανειακής «επανόρθωσης» που επιβάλλει την υπέρβαση του φυσικού, ζωώδους, ενίοτε και «κτηνώδους» στοιχείου της ύπαρξής τους. Το Απομονωτήριο λειτουργεί ως μηχανισμός εξευγενισμού και επιβεβλημένης λήθης, μετασχηματίζοντας τα πλάσματα σε διαχειρίσιμα, οικόσιτα όντα και αναγκάζοντάς τα να απεμπολήσουν τη ζωική ετερότητά τους.
Έτσι, το Ανεπιτήρητο Ζώο, εκόν άκον, πυροδοτεί τη διαδικασία της υπόγειας αντίστασης, η οποία, μέσα από τις ασθματικές, παραληρηματικές φωνές των ζώων, εκτυλίσσεται στον χρόνο της νύχτας
Ωστόσο, στο περιθώριο αυτής της βεβιασμένης κανονικότητας, το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο αναδύεται ως ο προνομιακός ακροατής μιας άλλης πραγματικότητας. Στις παρυφές της νύχτας, όταν οι μηχανισμοί επιτήρησης χαλαρώνουν και η φιγούρα του Ειδικού Επιστήμονα αποσύρεται, γίνεται ο σιωπηλός αποδέκτης της καταπιεσμένης ζωικής συνείδησης των υπολοίπων. «Θέλοντας και μη» (ΑΛΖ, 14), λειτουργεί ως δίαυλος, ως διαμεσολαβητικό υποκείμενο, διά μέσου του οποίου αναδύονται οι ιστορίες των άλλων λοιμυπόπτων ζώων – οι τελευταίες εστίες αντίστασης ενάντια στην επιβαλλόμενη αμνησία. Οι νυχτερινοί αυτοί μονόλογοι, μέσω των οποίων τα ζώα εκμυστηρεύονται την απόγνωση και τη ριζική αποτυχία τους στον ανθρώπινο κόσμο, δεν αποτελούν απλώς αφηγηματικές παρενθέσεις‧ πολύ περισσότερο λειτουργούν ως αρχεία του απωθημένου, ως τόποι συγκέντρωσης του απαγορευμένου και του ξεχασμένου.13 Ενώ η θεσμική εξουσία απαγορεύει τη νοσταλγία για την πραγματική φύση των ζώων και καταδικάζει ως «παρέκκλιση» κάθε αναδρομή στην πρότερη ζωική υπόσταση, το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο, φαινομενικά απαθές, δεν παύει να αφουγκράζεται τις καταπιεσμένες φωνές τους, να συλλέγει, να επαναφέρει στην επιφάνεια εκείνο που ο επιστήμονας και οι μηχανισμοί καταστολής επιχειρούν να διαγράψουν από τη μνήμη τους. Έτσι, το Ανεπιτήρητο Ζώο, εκόν άκον, πυροδοτεί τη διαδικασία της υπόγειας αντίστασης, η οποία, μέσα από τις ασθματικές, παραληρηματικές φωνές των ζώων, εκτυλίσσεται στον χρόνο της νύχτας – την ώρα που το απωθημένο επιστρέφει διεκδικώντας τα δικαιώματά του.
Β) Ενώ το Απομονωτήριο είναι οργανωμένο ώστε να τιθασεύσει όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά τη ζωοσύνη των υπόλοιπων όντων, στην περίπτωση του Ανεπιτήρητου Παραγωγικού Ζώου το πείραμα συλλογικής πειθάρχησης αποκαλύπτει την εγγενή του αδυναμία και καταλήγει σε παταγώδη αποτυχία.
«Γιατί, άραγε, το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο δεν κάνει μια προσπάθεια να κοινωνικοποιηθεί, ας πούμε συμμετέχοντας στην κουλτούρα βλεμματικής επικοινωνίας του Απομονωτηρίου, ή πάντως συμπάσχοντας περισσότερο με τα άλλα ζώα, γιατί δεν προσπαθεί να συνδεθεί πιο ενεργά με ό,τι ακούει;» (ΑΛΖ, 45)
Η πλοκή του κειμένου οργανώνεται γύρω από τη διαλεκτική αντιπαράθεση δύο ασύμμετρων δυνάμεων: απέναντι στη θεσμοθετημένη εξουσία των ειδημόνων και την κυρίαρχη «ορθοπεδική» πειθαρχία εγείρεται η απροσδιόριστη δύναμη του Ανεπιτήρητου ζώου που αρνείται συστηματικά την ένταξή του στο κανονιστικό πλαίσιο του εξευγενισμού. Ως αμείλικτος αλλά σιωπηλός κριτής της βιοπολιτικής εξουσίας του επιστήμονα, το Ανεπιτήρητο Ζώο εμφανίζεται έτσι ως φιγούρα ακατάβλητης αντίστασης, ως ενσάρκωση μιας ύπαρξης που ασφυκτιά εντός της επιβεβλημένης κανονικότητας. Η άρνησή του απέναντι στο σύστημα κλιμακώνεται στην κορύφωση της αφήγησης: το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο θα κατασπαράξει τον μειλίχιο καταπιεστή του και θα εκθέσει προς βορά το διαμελισμένο σώμα του στα λιμασμένα ζώα – πράξη που σηματοδοτεί τόσο την απελευθέρωση από την ανθρώπινη κυριαρχία όσο και την αυγή μιας νέας εποχής, την ανάκτηση της αυθεντικής ζωώδους φύσης.
Το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο δραπετεύει από τους μηχανισμούς εξημέρωσης και επιστρέφει θριαμβικά στην πρωταρχική, αδιαμεσολάβητη κατάσταση του κτήνους.
Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί απλώς έναν αφηγηματικό επίλογο, αλλά συνιστά την αναγκαία κατάληξη της εσωτερικής λογικής του έργου: για να ανακτηθεί η ζωώδης αυθεντικότητα, είναι απαραίτητη η ολοσχερής καταστροφή του συστήματος που την καταπιέζει, η κατάρρευση του θεσμού του Απομονωτηρίου και του διευθυντικού ιερατείου του. Η καταληκτήρια φράση του βιβλίου αποκρυσταλλώνει αυτή την οντολογική επανεκδίκηση του αρχέγονου ενστίκτου: «Τι ζώο είσαι, αν το ’χεις ξεχάσει να κλοτσάς και να δαγκώνεις;» (ΑΛΖ, 79). Τελικά, η ζωώδης φύση και το ασυνείδητο κατισχύουν κατά κράτος, καθιστώντας ατελέσφορες τις προσπάθειες του επιστημονικού λόγου να τα αντικαταστήσει με μια πλασματική και ψευδή συνείδηση. Το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο δραπετεύει από τους μηχανισμούς εξημέρωσης και επιστρέφει θριαμβικά στην πρωταρχική, αδιαμεσολάβητη κατάσταση του κτήνους.14
Ζωοποιητική
Η νουβέλα του Σινιόσοσγλου εισάγει μια εναλλακτική προσέγγιση στη λογοτεχνική αναπαράσταση των ζώων. Ξεπερνώντας το πλαίσιο της παραδοσιακής αλληγορίας, διαμορφώνει μια νέα ποιητική του ζωικού, όπου τα μη ανθρώπινα όντα αναδύονται ως αυτόνομοι πρωταγωνιστές με δική τους φωνή και υπόσταση. Ως αφηγητές της δικής τους προσωπικής ιστορίας, τα ζώα αναμορφώνουν τη γλώσσα, επειδή ακριβώς αποκαλύπτουν τις ανθρωποκεντρικές της στρεβλώσεις, των οποίων τα ίδια είναι τα κατεξοχήν θύματα. Παύοντας να αποτελούν παθητικό αντικείμενο αφήγησης, μετατρέπονται σε ενεργούς φορείς νοήματος που διανοίγουν νέες προοπτικές σκέψης. Οι εσωτερικοί τους μονόλογοι μετουσιώνονται σε συμβολικά φορτισμένα πεδία, όπου συμπλέκονται η υπαρξιακή οδύνη, οι μηχανισμοί καταπίεσης και οι βαθιά ριζωμένες ιεραρχίες που διαμορφώνουν το καθεστώς της ζωοσύνης στον κόσμο.
Από αυτή την άποψη, το κείμενο χρησιμοποιεί τη μυθοπλασία ως εργαλείο στοχασμού. Χάρη στη διττή ιδιότητα του συγγραφέα -ως λογοτέχνη και φιλοσόφου-, η αφήγηση μετατρέπεται σε όχημα για την οντολογική διερεύνηση της ζωικής εμπειρίας, ενώ ταυτόχρονα επανεξετάζονται και οι δυνατότητες της ίδιας της αφήγησης μέσα από το πρίσμα αυτής της εμπειρίας. Σε τελική ανάλυση, θα λέγαμε ότι η ζωοποιητική του Σινιόσογλου υπερβαίνει τα συμβατικά όρια της αφήγησης και αναδεικνύεται σε μια ριζοσπαστική ποιητική του σώματος. Προσφέρει μια καίρια υπενθύμιση της λησμονημένης σωματικότητας που προηγείται της γλώσσας και θεμελιώνει κάθε μορφή έκφρασης.15
* Ο ΗΛΙΑΣ ΓΙΟΥΡΗΣ είναι φιλόλογος, κάτοχος διδακτορικού.
1Για όλα αυτά τα ζητήματα –την ανθρωποκεντρική προσέγγιση στη λογοτεχνία, τη χρήση των ζώων ως προβολών της ανθρώπινης εμπειρίας, την περιθωριοποίηση της δικής τους βιωματικής πραγματικότητας–, βλ. τις μελέτες: Catherine Parry, Other Animals in Twenty-First Century Fiction, Palgrave Macmillan, Χαμ, Ελβετία, 2017, σ. 1-14‧ Kári Driscoll - Eva Hoffmann (επιμ.), What Is Zoopoetics? Texts, Bodies, Entanglement, Palgrave Macmillan, Χαμ 2018, σ. 29, 167-168‧ Timothy C. Baker, Writing Animals. Language, Suffering, and Animality in Twenty-First Century Fiction, Palgrave Macmillan, Χαμ 2019, σ. 1-8.
2Βλ. σχετικά Timothy C. Baker, Writing Animals…,ό.π., σ. 6-7.
3Νικήτας Σινιόσογλου, Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων, Κίχλη, Αθήνα 2024, σ. 94. Εφεξής οι παραπομπές στην έκδοση θα γίνονται εντός παρενθέσεως μέσα στο κείμενο με την ένδειξη (ΑΛΖ) και τον σχετικό σελιδάριθμο.
4Για τη ρευστότητα των ορίων μεταξύ των ειδών και την ανάδυση εναλλακτικών μορφών ζωής και συγγένειας στα ζωοποιητικά κείμενα, βλ. Kári Driscoll - Eva Hoffmann (επιμ.), What Is Zoopoetics?..., ό.π. σ. 9-10, και ειδικότερα το άρθρο του Peter J. Meedom, «Impersonal Love: Nightwood’s Poetics of Mournful Entanglement», στον παραπάνω συλλογικό τόμο, σ. 213-233.
5Στη σύγχρονη βιβλιογραφία τίθεται υπό αμφισβήτηση ο αποκλεισμός των ζώων από την εμπειρία της ψυχικής οδύνης. Βλ. σχετικά Timothy C. Baker, Writing Animals…, ό.π., σ. 40-45.
6Για την προβληματική γύρω από το καθεστώς του ζωικού υποκειμένου και την ανάδειξή του ως φορέα αυθεντικής εμπειρίας πέραν των ανθρωπομορφικών ερμηνειών, βλ. το άρθρο Matthew Chrulew, «Τα ζώα ως βιοπολιτικά υποκείμενα», μτφρ. Μάκης Κακολύρης, Ετερολογίες, σ. 65-84‧ προσβάσιμο στον σύνδεσμο: https://bit.ly/43VQtBS (τελευταία προσπέλαση: 10/4/2025). Το άρθρο πραγματεύεται επίσης την απόδοση συναισθηματικής και γνωστικής πολυπλοκότητας στα μη ανθρώπινα όντα. Βλ. επίσης Kári Driscoll - Eva Hoffmann (επιμ.), What Is Zoopoetics?..., ό.π., σ. 29.
7Σχετικά με τη φιλοσοφική άποψη ότι μόνο οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στη συνειδητή εμπειρία του θανάτου, καθώς και για την αμφισβήτηση αυτής της θέσης μέσα από αφηγήσεις όπου τα ζώα πεθαίνουν και αφηγούνται τον θάνατό τους, βλ. Timothy C. Baker, Writing Animals…, ό.π., σ. 20.
8Η θεώρηση της ευαλωτότητας ως θεμελιώδους συνθήκης της ζωικής ύπαρξης (ανθρώπινης και μη) αναπτύσσεται διεξοδικά από τον Timothy C. Baker, Writing Animals…, ό.π., σ. 14-29.
9Αυτή η αποστασιοποιημένη χρήση της στερεότυπης γλώσσας είναι εμφανής σε πολλά σημεία του κειμένου, όπως στις παρατηρήσεις του δελφινιού: «[…] τα σχετικά δημοσιεύματα θα γράφουν από αύριο άλλα, ότι το κήτος προσάραξε στην ακτή, προσάραξε, δηλαδή σαν πράγμα πια, ξεκομμένο τελεσίδικα από τη ζωή, οι αρμόδιοι θα ζητήσουν και υγειονομική ταφή […]» (ΑΛΖ, 44). Οι πλαγιογραφημένες λέξεις φωτίζουν τη διαδικασία μέσω της οποίας η ανθρώπινη γλώσσα αποξενώνει και αντικειμενοποιεί το ζωικό υποκείμενο μετατρέποντάς το, στη συγκεκριμένη περίπτωση, σε ένα άψυχο «πράγμα», άξιο «υγειονομικής ταφής».
10Τζ. Μ. Κούτσι, Ελίζαμπεθ Κοστέλο, μτφρ. Βασίλης Καραγιώργος, θεώρηση μτφρ. Νίκος Λίγγρης, Διήγηση, Αθήνα 2004, σ. 104. Παρατίθεται στο Timothy C. Baker, Writing Animals…, ό.π., σ. 47.
11 Ο όρος ετεροτοπία χρησιμοποιήθηκε από τον Μισέλ Φουκώ για να περιγράψει «άλλους τόπους» που λειτουργούν μέσα στην κοινωνία, αλλά διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους χώρους ως προς τη δομή και τη λειτουργία τους. Παραδείγματα ετεροτοπιών αποτελούν τα νοσοκομεία, οι φυλακές, τα στρατόπεδα, αλλά και οι βιβλιοθήκες ή τα μουσεία κ.ά. Οι χώροι αυτοί είναι ταυτόχρονα πραγματικοί και συμβολικοί, εντός των οποίων ο χρόνος και ο χώρος δεν λειτουργούν με τον συνηθισμένο τρόπο, αλλά ακολουθούν μια δική τους εσωτερική λογική. Βλ. Michel Foucault, «Άλλοι χώροι [Ετεροτοπίες]» στον τόμο με κείμενα του συγγραφέα Ετεροτοπίες και άλλα κείμενα, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Πλέθρον, Αθήνα 2012, σ. 255-270.
12Για την έννοια της «γυμνής ζωής» και τη σύνδεσή της με τη βιοπολιτική μέριμνα, καθώς και για το ζήτημα της μετάβασης των ζώων από την κατάσταση της ανώνυμης ύπαρξης σε εκείνη των επιστημονικά γνώσιμων υποκειμένων, βλ. το άρθρο «Τα ζώα ως βιοπολιτικά υποκείμενα», ό.π., σ. 76.
13Η σκέψη αυτή απηχεί την ανάγνωση του Μπένγιαμιν, σύμφωνα με την οποία τα ζώα στον Κάφκα λειτουργούν ως «αποθετήρια του ξεχασμένου» και φορείς του απωθημένου. Για τη σχετική συζήτηση βλ. Kári Driscoll & Eva Hoffmann, «Introduction: What Is Zoopoetics?» στον τόμο με επιμέλεια των ίδιων, What Is Zoopoetics?..., ό.π., σ. 1-13 (: 2-3).
14Το κείμενο αναπτύσσει έναν λανθάνοντα αλλά ουσιαστικό διακειμενικό διάλογο με το εμβληματικό αφήγημα του Κάφκα «Αναφορά προς μια Ακαδημία» (1917). Εντελώς σχηματικά, ας σημειωθούν τα ακόλουθα: και τα δύο κείμενα πραγματεύονται τη διαδικασία του βίαιου μετασχηματισμού μη ανθρώπινων όντων μέσα σε ένα θεσμικό περιβάλλον εξουσίας. Όπως ο πίθηκος του Κάφκα, έτσι και τα ζώα του Απομονωτηρίου στο κείμενο του Σινιόσογλου υπόκεινται σε έναν μηχανισμό επαναπροσδιορισμού της φύσης τους, ο οποίος απειλεί να τους αφαιρέσει την αυθεντική ταυτότητα. Ωστόσο, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά. Ο Κόκκινος Πέτερ του Κάφκα έχει αφομοιωθεί πλήρως, ενώ το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο παραμένει αμετάκλητα ένα «ξένο σώμα» εντός του συστήματος. Όχι μόνο αρνείται να ανθρωποποιηθεί, αλλά ενσαρκώνει την εμπροσθοφυλακή της απελευθέρωσης των υπολοίπων, τη ζωντανή επιστροφή του καταπιεσμένου ζωώδους, το αδάμαστο Άλλο που αντιστέκεται σε κάθε απόπειρα αφομοίωσης. Για την ελληνική μετάφραση του κειμένου βλ. Φραντς Κάφκα, Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα, μετάφραση-πρόλογος-επίμετρο Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Πατάκης, Αθήνα 2016, σ. 85-111.
15Για μια αναλυτική συζήτηση σχετικά με τη σχέση γλώσσας, σωματικότητας και ζωικής υποκειμενικότητας στο πλαίσιο της ζωοποιητικής και των σύγχρονων σπουδών για το ζώο (animal studies), βλ. Timothy C. Baker, Writing Animals…, ό.π., σ. 7-8, 25-26 και Kári Driscoll - Eva Hoffmann (επιμ.), What Is Zoopoetics?..., ό.π., σ. 1-13.
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Νικήτας Σινιόσογλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Μονάχου και Κέμπριτζ (PhD). Διετέλεσε British Academy Postdoctoral Fellow στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ (2008-2011) και Leverhulme Trust Early Career Fellow στο King's College London (2011-2013). Είναι κύριος ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών) και έχει διδάξει σε ελληνικά και βρετανικά πανεπιστήμια.
Έχει εκδώσει τα βιβλία: Plato and Theodoret: The Christian Appropriation of Platonic Philosophy and the Hellenic Intellectual Resistance (Cambridge University Press 2008), Radical Platonism in Byzantium: Illumination and Utopia in Gemistos Plethon (Cambridge University Press 2011), Αλλόκοτος Ελληνισμός. Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών (Κίχλη 2016, Βραβείο Δοκιμίου του περιοδικού Ο Αναγνώστης 2017), Μαύρες Διαθήκες. Δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής (Κίχλη 2018), Λεωφόρος ΝΑΤΟ (Κίχλη 2019), Ο καρπός της ασθενείας μου (Κίχλη 2021) και Απομονωτήριο λοιμύποπτων ζώων (Κίχλη 2024).
Δοκίμια και αφηγηματικά κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά: Athens Review of Books, Ποιητική, Νέα Εστία, Δευκαλίων, Μανδραγόρας, Οδός Πανός και (δέ)κατα.