Του Μάνου Στεφανίδη
Σκέφτομαι, σημαίνει σκέφτομαι το θάνατο.
Νάνος Βαγενάς
Ο υποψιασμένος πεζογράφος, ό, τι κι αν γράφει σήμερα, δεν επιτρέπεται να αγνοεί την ιστορική εξέλιξη του είδους που υπηρετεί. Δεν μπορεί δηλαδή να γράφει σαν να μην έχουν γραφεί ακόμη η «Αισθηματική Αγωγή», ο «Πόλεμος και Ειρήνη», ο «Ηλίθιος» ή το «Ζερμινάλ».
Θέλω να πω ότι είναι ανόητο όσο και άσκοπο να χάνεται χρόνος και να κόβονται δέντρα για να κυκλοφορούν θηριώδεις τόμοι που υπηρετούν απλώς το αυτονόητο που αναπαράγουν τις ίδιες, τυποποιημένες ιστορίες, που μπερδεύουν τη γραφή με το εξιστορείν, που φιλοδοξούν να (ξανα)πουν την (ίδια) ιστορία χωρίς καν να έχουν διόλου καρυκεύσει την διαδικασία αφήγησης, ώστε να αντέξει λίγο ακόμη ο μακρόθυμος αναγνώστης.
Από την άλλη πλευρά, ο υποψιασμένος πεζογράφος αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να χάσει το θάρρος του, αναμετρούμενος με τους τιτάνες του είδους ή να πέσει σ΄ έναν άλλου είδους ακαδημαϊσμό, αυτόν της καθ΄ υπαγόρευση πρωτοπορίας. Με άλλα λόγια, μιας γραφής που προωθείται μέσα από μοντερνιστικά κλισέ. Κάποιοι νομίζουν πως αν το γράψιμο δεν είναι μελό ή παλαιομοδίτικο, είναι κατ΄ ανάγκην υπναλέο και αδιάφορο. Όπου εδώ η δευτέρα πλάνη έσται μείζων της πρώτης (δες Αλέξη Ζήρα, Αυγή, 8/8/2010).
Άποψή μου είναι πως δεν επιτρέπεται, δεν μπορούμε να γράφουμε αν διαρκώς δεν αναρωτιόμαστε γιατί γράφουμε και τι είναι η γραφή κι αν απλώς γράφουμε επειδή γράφει όλος ο κόσμος ή επειδή γνωρίζουμε ανάγνωση και γραφή και θέλουμε να το αποδείξουμε ή επειδή νομίζουμε πως η ιστορία της ζωής μας ή κάποιας θείας μας από τη Σμύρνη ή μιας πρώην μας που τώρα κάνει καριέρα τεχνοκριτικού στο τύπο είναι πράγματα που πρέπει καλά και σώνει να γίνουν βιβλία. Με κάθε κόστος. Άρα γράφουμε για την ανάγκη της γραφής κι όχι για να κατευνάσουμε κάποια ναρκισσευόμενη ματαιοδοξία μας. Σας διαβεβαιώ πως ο τίτλος «συγγραφέας» ούτε επίζηλος μπορεί να είναι πια στις μέρες μας ούτε καν κερδοφόρος. (Εκτός αν γράφει κανείς συνταγές μαγειρικής ή άλμπουμς με τους σταρ του σινεμά).
Τα λέω όλα αυτά γιατί βούλομαι να εμπλακώ στη πρόσφατη συζήτηση για το πρόσφατο βιβλίο του Τάσου Γουδέλη «Η παρουσία, Κέδρος 2010».
Πιστεύω, λοιπόν και το λέω ευθέως, πως πρόκειται για ένα βιβλίο εξαιρετικά καλογραμμένο και γι αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ο Γουδέλης λέει κι αυτός ιστορίες, αλλά πώς τις λέει! Πειραματιζόμενος συνεχώς, παίζοντας με τον αναγνώστη και με το ύφος του το ίδιο, το οποίο παρά τον ποιητικό του μινιμαλισμό και ευδιάκριτο είναι και υποβλητικό, κατά περίπτωση. Ο συγγραφέας δεν περιγράφει την πραγματικότητα, πρώτον γιατί δεν υπάρχει μια πραγματικότητα και δεύτερον γιατί περισσότερο από τα στερεά φαινόμενα, τον ενδιαφέρουν και τον συγκινούν όσα βρίσκονται σε ρευστή κατάσταση. Όμως, τη ρευστότητα δεν την περιγράφεις αλλά την υποβάλεις.
Επειδή στη πραγματικότητα δεν κοιτάνε, οι εκατομμύρια θεατές, τόσο τον πίνακα Las Meninas όσο ο ίδιος ο Velasquez κοιτάει, από τότε ως σήμερα, το κοινό του δηλαδή την τόσο ευμετάβλητη ιδέα της πραγματικότητας. Στην καθόλου ιστορία της τέχνης ο καθρέφτης συμβολίζει τη παθητική αντανάκλαση της πραγματικότητας. Αντίθετα, ο πίνακας ζωγραφικής αποδίδει το διαρκώς ανοιχτό ερώτημα: Τι είναι πραγματικότητα και πώς προσεγγίζεται;
Ούτως ή άλλως η τέχνη είναι μια πραγματικότητα αφ΄ εαυτής. Ως τέτοια μπορεί να ερμηνεύσει την όποια πραγματικότητα.
Γράφει ο Γουδέλης: “Εάν το τυχαίο προβάλει στη γωνία ξαφνικά... αφού και ο πιο φευγαλέος γίνεται Ιστορία μέσα στο χρόνο και διεκδικεί το δικαίωμα στο φόβο σου, πόσο μάλλον εκείνος που βγαίνει αποφασιστικά από τη σκιά του... Στα μάτια μου άλλωστε καθένας ευημερούσε το ίδιο μέσα στο θαύμα του... Η εξαδέλφη μου, υποθέτω, συνέχιζε μόνη και αβοήθητη να συναντά κρυφά τη σκιά της...”. Τα κείμενά του υποδύονται μεν ιστορίες αλλά είναι πάνω απ' όλα ρωγμές στο σώμα της γραφής, είναι σενάρια ανοιχτά σε κάθε ευκαιρία των διαδρομών της αφήγησης, είναι αφηγήσεις μαζί και θεωρία, είναι εκείνος ο λόγος που ενώ υπονομεύεται, ταυτόχρονα απελευθερώνει πλούσια ποιητική ύλη. Είναι λίγο αυτό; Τα όπλα του συγγραφέα παραμένουν και σε αυτό το βιβλίο αξιόμαχα: το ψυχολογικό υποκείμενο, ο εσωτερικός μονόλογος, η εστίαση που διαρκώς μετακινείται (κατά τους τρόπους του Ρέιμοντ Κάρβερ), το δώρο της αμφιβολίας, τέλος, που λυτρώνει τα κείμενα από οποιονδήποτε σοβαροφανή στόμφο. Παρακολουθείστε τώρα ακόμα μια οπτική εικόνα σε ύφος Ταρκόφσκι: “...ενώ τώρα η άλλη όχθη απομακρύνεται με τον εαυτό μου εκεί να μην μου χαρίζει ούτε ένα νεύμα συμπάθειας...”. Και μόνο οι τίτλοι των διηγημάτων της παρουσίας θα μπορούσαν να εικονογραφήσουν το νεοελληνικό μας μελόδραμα. Επειδή όμως πρόκειται για αφηγήσεις μετά την αφήγηση και ενδιάθετες γραφές το τέλος δεν μπορεί παρά να είναι happy end, δηλαδή μια υπόσχεση ευτυχίας που πιθανόν να επισυμβεί αύριο. Ή με τα λόγια του Γουδέλη: “Οι μεταφορές είναι έτοιμες για το επόμενο διήγημα μου που ίσως το τελειώσω κάποτε...”. Άμποτε!
Διηγήματα
Τάσος Γουδέλης
Κέδρος, 2010
187 σελ.