
Του Παναγιώτη Γούτα
Από το πρώτο κιόλας βιβλίο του εκ Καστοριάς ορμώμενου Ηλία Παπαμόσχου (1967) η κριτική χαιρέτισε με ενθουσιασμό ένα μεγάλο ταλέντο. Οι τρεις πρώτες συλλογές διηγημάτων του τυπώθηκαν μέσα στην περασμένη δεκαετία. Μιλάμε για τα βιβλία Καλό ταξίδι κούκλα μου… και άλλες ιστορίες (Κέδρος, 2004), Του χρόνου κυνήγια (Κέδρος, 2005) και Λειψή αριθμητική (Κέδρος, 2009).
Στο πρώτο βιβλίο του ο Π. προσπαθεί να ζωντανέψει μέσα από τα λιτά και συγκινησιακά φορτισμένα κείμενά του αγαπημένους νεκρούς (ίδιο πολλών θεσσαλονικιών λογοτεχνών: Βαφόπουλος, Κάτος, Μίγγας, Σφυρίδης, Αγαθοπούλου, Ανέστης Ευαγγέλου κ. α). Στο Του χρόνου κυνήγια ως φόντο δεσπόζει η πόλη της Καστοριάς με τη λίμνη της. Πάλι κείμενα μιας παλάμης και κάτι περισσότερο, συγγενικά πρόσωπα, ο θάνατος του πατέρα και της μητέρας του αφηγητή, αλλά και άλλες ιστορίες δοσμένες με ποιητική διάσταση, ιδίως στο επιμύθιό τους. Στο Λειψή αριθμητική, παρότι οι αρετές του Π. παρέμεναν στο ακέραιο, ήταν ορατή μια τάση επανάληψης των λογοτεχνικών κεκτημένων και διακριτός κάποιος συγγραφικός εφησυχασμός.
Με νέο, πλέον, εκδότη, ο Π. συνεχίζει τη λογοτεχνική παραγωγή του, πάντα στον χώρο του μικρού διηγήματος, και στο λυκαυγές της νέας δεκαετίας. Στα καινούρια του κείμενα διατηρούνται οι κατακτημένες λογοτεχνικές αρετές του συγγραφέα, δηλαδή η διεισδυτικότητα σε έννοιες όπως ο χρόνος, η φθορά, η παιδική ηλικία, οι άνθρωποι γενικότερα και η πορεία τους στη ζωή, ο θάνατος. Υπάρχουν πάντα λεπτομερείς και λεπτεπίλεπτες περιγραφές της πόλης (σε πολλά κείμενα γίνεται αναφορά στη γενέτειρα Καστοριά) αλλά και αντικειμένων, προσώπων, αποχρώσεων και ήχων.
Από μια σύντομη περιδιάβαση κάποιων εκ των διηγημάτων του Π. προκύπτουν τα παρακάτω:
Στο «Το μέταλλο κελαηδάει» έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιόρρυθμο, αθυρόστομο ανθρώπινο τύπο, κουρέα στο επάγγελμα, και την πορεία του στον χρόνο. Ο συγγραφέας κάνει σκέψεις και απογειώνει το διήγημα φανταζόμενος τον ήχο των μετάλλων του κουρέα, τα ταχτοποιημένα μεταλλικά σύνεργά του που πια είναι «νεκρά πράγματα» και τα περιβάλει «αέρας πλαστής αιωνιότητας».
Στο «Η παγωμένη πόλη» έχουμε μια δυνατή περιγραφή της λίμνης της Καστοριάς και των κοιμητηρίων της πόλης, μια παγωμένη και χιονισμένη μέρα. Η εικόνα των κοιμητηρίων προκαλεί ρίγος στον αναγνώστη, υπερκεράζει την περιγραφή της λίμνης και της πόλης, αναδεικνύοντας την Καστοριά σε νεκρόπολη. Η παγωμάρα των κοιμητηρίων ταιριαστή με την παγωμένη ατμόσφαιρα και το χιονισμένο τοπίο.
Στο «Η γούρνα», τρία υλικά αντικείμενα, μια γούρνα, μια παλιά φωτογραφία και κάτι εργαλεία μαραγκουδικής, παρά τη φαινομενική ακινησία της ύλης που εκπέμπουν, φωτίζονται από το βλέμμα του συγγραφέα που τα φωτογραφίζει, διαστέλλοντας ασυναίσθητα την ευαισθησία του εγγονού που καπνίζει στον χώρο.
Στο «Το ξεχωμάτιασμα», δυνατό το θέμα της αποκομιδής των οστών του πατέρα του αφηγητή, συνταιριασμένο με τη στιγμή της νεκρώσιμης ακολουθίας στην εκκλησία.
Στο «Οι ποιμένες άλλοτε και τώρα» έχουμε να κάνουμε με στοιχεία δοκιμίου, σε ένα ύφος που προσιδιάζει με εκείνο του Σωτήρη Δημητρίου, από τότε που η λογιοσύνη αναμεμιγμένη με έναν διδακτικό τόνο κυριάρχησαν στη γραφή του – κείμενο που ωστόσο δεν ανήκει στις καλές στιγμές του Παπαμόσχου.
Το «Χριστουγεννιάτικο ξόδι», παρά το συγκλονιστικό θέμα του θανάτου οικείου προσώπου του συγγραφέα που πραγματεύεται, δείχνει κάπως μπουκωμένο από φιλοσοφικές κοινοτοπίες περί ζωής και θανάτου.
Τέλος το «Οι κήποι», ένα κείμενο σε δύο μέρη, αποτελεί μια λυρική καταβύθιση στο σύμπαν της παιδικής ηλικίας (γνώριμο θεματικό μοτίβο στα βιβλία του), όπου η απόληξή του είναι η πικρή συνειδητοποίηση της ύπαρξης μέσα από τη σκληρή αντίθεση του χθες με το σήμερα: «έναν κήπο που ’ταν γεμάτος δέντρα της ζωής και τώρα γέμισε δέντρα της σκληρής ομορφιάς και της πικρής γνώσης».
Ο Παπαμόσχος και σ’ αυτό του το βιβλίο δίνει βαρύτητα στις σκιές, τους φωτισμούς και τις φωτοσκιάσεις των ιστοριών του. Ο κόσμος του φαντάζει παλλαϊκός, αδρανής, αμετακίνητος, ξεχασμένος, φωτίζεται όμως απρόβλεπτα με τη γραφή και παίρνει άλλη διάσταση σε χώρο και χρόνο. Κάπως ψυχαναγκαστικά γίνεται μια επίδειξη λογοτεχνικών ικανοτήτων στα τέλη των ιστοριών, που δεν έρχονται πάντα φυσικά και αβίαστα, ενώ το περίτεχνο, ποιητικό, απογειωτικό κλείσιμο κάποιες φορές εκβιάζεται. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε κι άλλες ενστάσεις για τη νέα συλλογή του Παπαμόσχου, όμως παρότι ο ίδιος απομακρύνθηκε κάπως από τη συναισθηματική γνησιότητα και την άρτια ποιότητα των δύο πρώτων του βιβλίων (που, κατά την προσωπική μου πάντα γνώμη, είναι και τα καλύτερα), δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε πως παραμένει μια σταθερή αξία στον χώρο της μικρής πεζογραφικής φόρμας.
Ο μυς της καρδιάς
Διηγήματα
Ηλίας Λ. Παπαμόσχος
Μεταίχμιο, 2011
107 σελ.