
Για το βιβλίο της Σοφίας Αυγερινού «Άγνωστες λέξεις» (εκδ. Πόλις). Στην κεντρική εικόνα, έργο της Λήδας Κοντογιαννοπούλου που αναπαριστά το εσωτερικό του σπιτιού του Σεφέρη.
Γράφει ο Γιάννης Καρκανέβατος
Στην πολύ καλή Λογοτεχνία, το ερώτημα: «Γιατί "μιλάει" αυτό το βιβλίο;» δεν έχει εύκολη απάντηση. Ή μάλλον έχει πολλαπλές απαντήσεις που εναλλάσσονται και βρίσκονται σε άμεση εξάρτηση με την ωριμότητα και την επάρκεια του εκάστοτε αναγνώστη. Θα το προσπαθήσω.
Η ιστορία είναι φαινομενικά απλή. Στην πρώτη παράγραφο, σαν φράκταλ όπου το μέρος αναδεικνύει το όλο, τίθεται όχι μόνο το σκηνικό αλλά και όλη η θεματική του βιβλίου. Ή ας το ονομάσουμε το «πρόβλημα». Η συγγραφέας δεν αναλώνεται σε σχοινοτενείς περιγραφές και με μια in media res αρχή, μας συστήνει τους πρωταγωνιστές της. Η νουβέλα ξεκινάει ως εξής: «Εκείνο τον καιρό άρχισε να κολλάει χαρτάκια στο ψυγείο, χαρτάκια μικρά, κίτρινα, με λέξεις λανθασμένες, όπως φώσπορος ή ανασκαλοπίζω. Έλεγε όμως διαρκώς, μου είπαν, καθώς έγραφε τα χαρτάκια του, ότι δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη, ούτε η άλλη, δηλαδή υπονοούσε πως υπήρχε κάποια άλλη λέξη που έπρεπε να σημειώσει, αλλά κανείς δεν ήξερε γιατί δεν τη σημείωνε ή, τέλος πάντων, αν υποθέσουμε ότι θα την έβρισκε, τι σκόπευε να την κάνει. Γιατί, βέβαια, λέξεις κολλημένες στην πόρτα του ψυγείου, σ’ ένα σπίτι όπου οι δύο υπόλοιποι ένοικοι είναι εκ γενετής τυφλοί, δεν έχουν καμία προφανή σκοπιμότητα.» Να προσθέσω ότι τα χαρτάκια αυτά στην πορεία της ιστορίας θα γεμίσουν τοίχους και πατώματα, θα πλημμυρίσουν τον χώρο. Και το σημαντικότερο: τη σκέψη.
Οι Άγνωστες λέξεις του τίτλου κάνουν την εμφάνισή τους από την πρώτη κιόλας πρόταση. Ο «φώσπορος» μπορεί ηχητικά να παραπέμπει στο γνωστό αμέταλλο χημικό στοιχείο που λόγω της μεγάλης του δραστικότητας, δεν έχει βρεθεί ποτέ ελεύθερο στη Φύση και σημαίνει «αυτός που φέρει φως», δηλαδή ο Αυγερινός (ή ο πλανήτης Αφροδίτη). Όμως εδώ, o νεολογισμός του πρωταγωνιστή «Φως+πόρος» μοιάζει να κρύβει την εναγώνια αναζήτησή του να βρει τη μικρή χαραμάδα από την οποία θα περάσει «ένα κάποιο φως». Για το «ανασκαλοπίζω» δεν έχω αντίστοιχη ευρηματική εξήγηση. Καθώς εξελίσσεται η ιστορία, υποθέτουμε ότι αναφέρεται στα τρυφερά συναισθήματα του προς τους γονείς ή «υπόλοιπους ένοικους του σπιτιού» της πρώτης παραγράφου.
Σ’ αυτούς τους δυο πόλους θα κινηθεί η ιστορία, με καταλύτη μια ξαδέρφη του νοσοκόμα, ως επάγγελμα και ρόλο. Αυτή, απαρέγκλιτα κάθε Πέμπτη, επισκέπτεται το σπίτι τού κατά επτά χρόνια μικρότερου ξαδέρφου της και των τυφλών γονιών του. Καθαρίζει το σπίτι «εμμοχικά» (ας μου επιτρέψει η συγγραφέας αυτή τη γλωσσοπλασία, ανάμεσα στο εμμονικά και στο ενοχικά), πιστεύοντας ότι η βρωμιά είναι εξωτερική και διαχειρίσιμη. Η γυναίκα αυτή, μια γυναίκα οργανωμένη και συντηρητική, αφηγείται την ιστορία και θα προσπαθήσει να βάλει τάξη στη ζωή και στο μυαλό τού ξαδέρφου της. Οι άγνωστες λέξεις, όμως, ανυπότακτες, θα παρεισφρήσουν στη σκέψη τής ίδιας, αφού δεν θα προσπαθήσει μόνο να τον βοηθήσει αλλά και να τον κατανοήσει. Έτσι θα βάλει σε κίνδυνο το «οικοδόμημα του εαυτού» που επιμελώς είχε χτίσει.
Στο βιβλίο δεν δίνεται όνομα σε κανένα από τα πρόσωπα της ιστορίας.
Στο βιβλίο δεν δίνεται όνομα σε κανένα από τα πρόσωπα της ιστορίας. Αφήνεται στο σκοτάδι το επάγγελμα του ξαδέρφου. Δεν αναφέρεται ο τόπος ή ο χρόνος των γεγονότων (λόγω τηλεφώνου και αυτοκινήτου καταλαβαίνουμε πως είναι σύγχρονο). Μ’ αυτήν την επιλογή, η συγγραφέας καθιστά σαφές ότι πρόκειται να μιλήσει για κάτι διαχρονικό και βαθιά υπαρξιακό. Οι λεπτομέρειες, αντί να συγκεκριμενοποιούσαν, θα άλλαζαν την εστίαση και μάλλον θα συσκότιζαν.
Το σπίτι ως πεδίο μάχης
Οι τυφλοί γονείς, και οι δύο ζωγράφοι, έχουν γεμίσει το σπίτι με έργα τους (τοπιογραφίες εξωγήινες ο θείος, προσωπογραφίες κυβιστικές η θεία). Όταν δεν επαρκούν τα τελάρα, συνεχίζουν σε τοίχους αλλά και στα γυμνά σώματα τους. Το σπίτι θα μεταμορφωθεί σε πεδίο μάχης, όπου θα προσπαθήσουν να επικρατήσουν: οι μεν με τις αλλόκοτες ζωγραφιές, ο δε με τα χαρτάκια ψάχνοντας τη ΛΕΞΗ. Το υπερτροφικό εγώ των «καλλιτεχνών» γονέων δημιουργεί ασφυξία στον γιο. Αυτός προσπαθεί απεγνωσμένα να θυμηθεί, για να σωθεί. Η ξαδέρφη αμφιβάλλει. Λέει χαρακτηριστικά: «Κανείς δεν σου αλλάζει τη ζωή, αλλά αν κάποιος, τότε εσύ. Η λέξη από μόνη της σίγουρα δεν αρκεί». Άποψη βέβαια που θα αναθεωρήσει στη συνέχεια. Κάποιες φορές, επιβάλλεται να ζητήσουμε ή να προσφέρουμε βοήθεια.
Επειδή η αφήγηση ταυτίζεται με την εβδομαδιαία επίσκεψη της στο σπίτι κάθε Πέμπτη, υπάρχει ικανός χρόνος ώστε μια κατάσταση που διαρκώς επιδεινώνεται να γίνει απρόβλεπτη. Τόσο από τη μεριά του ξαδέρφου όσο και των γονιών του. Σε κάποια επίσκεψη η θεία είναι γυμνή και βαμμένη κόκκινη με γαλάζιους κύκλους γύρω από μάτια και στήθη, ενώ ο θείος είναι γεμάτος ζωγραφισμένα μάτια στα βλέφαρα, στο μέτωπο, στην κοιλιά, στους μηρούς... Από αξιολύπητοι και γελοίοι, πλέον έχουν γίνει τρομακτικοί.
Το «αχαριστώ»
Στην εμμονή του ξαδέρφου της με τα χαρτάκια, απαντάει με τον ψυχαναγκασμό της με την καθαριότητα και τις χλωρίνες, και την προσπάθεια της να τον βοηθήσει. Η απάντησή του θα έρθει με ένα χαρτάκι «αχαριστώ». Να είναι ένα λανθασμένο ευχαριστώ, ή να πρόκειται για το «α» το στερητικό και το χαριστώ, δηλαδή δεν πρόκειται να χαριστώ σε κανέναν τους;
Σταδιακά η γυναίκα αρχίζει να διαισθάνεται μια κρυμμένη δύναμη σ’ αυτές τις αλλοιωμένες λέξεις. Της δημιουργούν φόβο όσο και έλξη. Με ενσυναίσθηση, προσπαθεί να προσεγγίσει τον κόσμο του. Λέει σχετικά: «Ο ξάδερφός μου ήταν σαν ένα μωρό που μαθαίνει να μιλάει και φτιάχνει κανόνες χωρίς εξαιρέσεις, σαν ένα δυσλεκτικό παιδί που αδυνατεί να διαχωρίσει τις λέξεις, σαν ένας αλλόγλωσσος που επιθυμεί να εκφραστεί με οποιοδήποτε κόστος στην αφιλόξενη γλώσσα της επικράτειας που τον φιλοξενεί». Προσέξτε: Φιλοξενούμαστε από μια αφιλόξενη γλώσσα! Όσο για τα κίτρινα χαρτάκια αναφέρει: «Τώρα είχαν μετατραπεί, ο ξάδερφός μου τα είχε μετατρέψει, σε πρωτόγονα ποιήματα, φορείς κινδύνου, φαρμακερά μηνύματα από τον κόσμο της παραφροσύνης που διαρκώς αγγίζει τους τοίχους του δικού μας κόσμου με τα λιγδερά του δάχτυλα και γλείφει τα πρόσωπά μας όταν κοιμόμαστε».
Η αφηγήτρια μιλάει με συνέπεια για μια δυσλειτουργική οικογένεια, όχι μόνο των θείων αλλά και των δικών της που προσπάθησαν ανεπιτυχώς να βρουν απαντήσεις στην τέχνη.
Κι αν δεν σωθούμε από τις λέξεις, τότε από τι;
Όμως, κανείς υποψιάζεται πως κάτι μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο κρύβεται εδώ. Να αποτελεί άραγε μια κραυγή για την αποτυχία της γλώσσας να ανταποκριθεί στα όσα συμβαίνουν γύρω μας; Έμμεσα να συνομιλεί με τη γνωστή φράση του Αντόρνο: «Μετά το Άουσβιτς, η ποίηση είναι βαρβαρότητα»; Σ’ ένα σημείο λέει στο βιβλίο: «Ο κόσμος δεν αποτελείται από λέξεις, όσους ουρανούς και αν ξηλώσετε για να ανακαλύψετε από τι είναι φτιαγμένοι, δεν θα βρείτε λέξεις, αλλά πράγματα. Οι λέξεις, αν μου επιτρέπετε, είναι σκέτη απάτη». Κι αν δεν σωθούμε από τις λέξεις, τότε από τι;
Στην πορεία η αφηγήτρια θα συνειδητοποιήσει ότι οι γονείς δεν προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημα, αλλά είναι το πρόβλημα. Μια αφήγηση αποστασιοποιημένη, κλινική θα λέγαμε. Επειδή δεν προσπαθεί να εκβιάσει το συναίσθημα του αναγνώστη, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, το πετυχαίνει. Ένα βιβλίο ιδεών, γεμάτο σκέψεις και στοχασμούς για τη γλώσσα, την ίδια την σκέψη, τον χρόνο, τη ζωή, τον θάνατο. Για τον ορισμό της «τελευταίας στιγμής», όταν συναντάμε κάποιον άνθρωπο και δεν τον βλέπουμε ποτέ ξανά. Για την ίδια τη γραφή. Η αφηγήτρια -αφού η ίδια καταγράφει την ιστορία-, λέει: «Γιατί κι εμένα η γραμματική μου έχει φτωχύνει κι ανατριχιάζω κάθε φορά που παλεύω να σκαλίσω μέσα στον σωρό με τα ρημαγμένα της ρήματα και να αρπάξω κάτι ουσιαστικό. Ποιο μέρος του λόγου να μιλήσει για το μέρος εκείνο που πρέπει εγώ να πω».
Σε μια δική μου έρευνα, οδηγήθηκα σε μια απρόσμενη ερμηνεία της ψύχωσης. Πέρα, λοιπόν, από μια εξαιρετικά δυσλειτουργική κατάσταση, μπορεί να ερμηνευτεί και ως προσπάθεια του ατόμου να προστατευθεί από την κατάρρευση. Μια αντιμετώπιση της ψύχωσης όχι μόνο ως ασθένειας, αλλά και ως ανθρώπινη απάντηση σε κάτι βαθιά υπαρξιακό. Μια εποχή όπου η σημασία των λέξεων έχει σχεδόν καταρρεύσει και χάσει το νόημα της – οι λέξεις, κουρασμένες, λένε λιγότερα από αυτά που θέλουν να πουν ή πλέον δεν τις πιστεύουμε (Τα παραδείγματα; Πολλά! Για ένα μαχαίρι που θα φτάσει στο κόκκαλο ή για ένα άπλετο φως που θα χυθεί…). Το βιβλίο μάς βάζει να σκεφτούμε πως ίσως η προσπάθεια μέσα από στρεβλές λέξεις, άγνωστες, να οδηγηθούμε σε μια νέα ερμηνεία, να φαντάζει αν όχι σαν δυνατότητα, τουλάχιστον σαν αντίδραση. «Τα κίτρινα χαρτάκια είναι οι δικοί μας άγγελοι», όπως χαρακτηριστικά θα παραδεχτεί η αφηγήτρια. Έτσι, αντί να θεραπεύσει τον ξάδερφο της, θα κολλήσει -εν μέρει- την ίδια αυτή «ασθένεια», όπου η μηχανή του μυαλού γεννάει χαλασμένες λέξεις.
Σαρκασμός και χιούμορ
Παρ' όλη τη σκληρότητα, το κείμενο διατρέχεται από σαρκασμό και χιούμορ. Ένα μικρό δείγμα: αφού οι γονείς θεωρούν πως ο μόνος που θέλει βοήθεια στο σπίτι είναι ο γιος τους -μέγα λάθος-, η αφηγήτρια αναγκάζεται να πάρει θέση: «Ηρεμήστε», τους είπα. «Κάτι θέλει να θυμηθεί το παιδί και κρατάει σημειώσεις. Θα το βρει και θα ησυχάσει». Ή λίγο πιο κάτω: «Δεν τους έκανα τη χάρη, εννοείται. Βγήκα μόνη μου με το κεφάλι ψηλά». Να υπενθυμίσω εδώ, την τυφλότητα αυτών στους οποίους αναφέρεται…
Ένα βιβλίο για την εξουσιαστική δομή της οικογένειας αλλά και για την τελεστικότητα των λέξεων: Έχουν την δύναμη να αλλάξουν και να διαμορφώσουν την πραγματικότητα, αρκεί να βρούμε τις σωστές. Άλλωστε, δεν ψάχνουμε και εμείς εναγωνίως να βρούμε ένα νόημα στη ζωή; Δεν γεμίζουμε το μυαλό μας με κίτρινα χαρτάκια και τις λάθος, άγνωστες λέξεις;
Θα ήθελα να κλείσω με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο: «Την επόμενη Πέμπτη ξύπνησα με πονοκέφαλο. Όταν μάλιστα προσπάθησα να σηκωθώ από το κρεβάτι, με έπιασε ένας ίλιγγος που όμοιό του δεν είχα ξαναπάθει. Έγειρα πάλι στο μαξιλάρι κι έκλεισα τα μάτια. Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι στα λεπτά που ακολούθησαν έχασα την αίσθηση του χρόνου, αλλά δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Γενικά ποτέ δεν μου συμβαίνει. Ο χρόνος είναι για μένα σαν ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί, απτό, ζεστό και στέρεο: Μπορείς να τον κόψεις φέτες, ίσες ή άνισες, μπορείς να τον καταναλώσεις σε μικρές ή μεγάλες ποσότητες, ίσως στο τέλος της ζωής σου να ανακαλύψεις ότι υπήρχε η δυνατότητα να αλείψεις βούτυρο στο ψωμί σου, αλλά ο χρόνος υπάρχει, είναι αδιαμφισβήτητος και βρίσκεται στα χέρια μας.» Η Σοφία Αυγερινού μ’ αυτό το βιβλίο, μας καλεί σε μια απολαυστική όσο και στοχαστική ανάγνωση. Έχει ήδη αλείψει βούτυρο στις φέτες και περιμένει να συμφάγουμε μαζί της.
➙ Το παραπάνω κείμενο αποτέλεσε την παρουσίαση του βιβλίου την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025 στο βιβλιοπωλείο Επί Λέξει (Ακαδημίας 32, Αθήνα).
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Σοφία Αυγερινού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Είναι μεταφράστρια και διδάκτωρ Γερμανικής Φιλολογίας, ενώ έχει σπουδάσει επίσης Νομικά και Φιλοσοφία του Δικαίου. Έχει δημοσιεύσει τρία μυθιστορήματα: Τρεις κόρες (Νεφέλη 2017), Ο άλλος Λάζαρος (Νεφέλη 2014) και Το χρονικό μιας Διαβολούπολης (Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2003). Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Χέρμαν Μπροχ (Οι υπνοβάτες, Έρμα 2022, Τα μάγια, Έρμα 2024), Φιόντορ Ντοστογιέφσκι (Σημειώσεις από το υπόγειο, Έρμα 2023), Γιεβγκένι Ζαμιάτιν (Εμείς, Έρμα 2022), Ε.Τ.Α. Χόφμαν (Τα ελιξίρια του διαβόλου, Μάγμα 2021), Κλάους Μαν (Μεφίστο, Έρμα 2019) και Αλέξανδρο Δουμά (Ο κόμης του Μόντε-Χρίστο, Εστία 2018).