
Για την ιδιότυπη συλλογή της Όλγας Κοζάκου-Τσιάρα «Οι ξένες», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περισπωμένη.
Γράφει η Κατερίνα Καζολέα
Η καλλιτεχνική φύση της Όλγας Κοζάκου-Τσιάρα απλώνεται σε πολλές κατευθύνσεις. Οι ξένες (εκδόσεις Περισπωμένη) είναι ένα τριπλό βιβλίο. Περιέχει 22 ποιήματα, 24 σχέδια, 24 διηγήματα. Μας προσφέρονται, πάνω στο ίδιο θέμα, μια ποιητική συλλογή, μια συλλογή διηγημάτων και μια έκθεση ζωγραφικής.
Στον τίτλο του βιβλίου, η λέξη «ξένες», έτσι όπως ακούγεται, όχι μόνο ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο, αλλά και ως «ταμπέλα», λειτουργεί διαχωριστικά. Στο εναρκτήριο διήγημα μαθαίνουμε πως αποτελεί και ένα παιδικό τραύμα της συγγραφέως. Σε μια συγκινητική κατάθεση ψυχής, η Όλγα μάς εξιστορεί την καταγωγή της, παρουσιάζοντας αρχικά τις δικές της ξένες στο πρώτο μέρος, τη μάματσκα, τη θεία και τη γιαγιά της, μέσα από την πραγματική διαδρομή τους και το οδοιπορικό τους. Δίπλα στις ζωές τους περνούν και τα ιστορικά γεγονότα που επέβαλαν τις μεταναστεύσεις τους.
Μετά επεκτείνεται σε πολλές άλλες ξένες. Ο λόγος της είναι εικονοποιητικός και σφύζει από τραγική ειρωνεία. Οι ιστορίες περιστρέφονται γύρω από αντιθέσεις και δίπολα. Εμφανίζονται τα αντιθετικά ζεύγη των καλότυχων και των κακότυχων. Η υπεροχή και η καρτερία. Η εξουσία και η υποταγή. Η ασφάλεια και ο φόβος. Η αυθάδεια και η ντροπή. Η έπαρση και η υποτίμηση.
Τα σχέδια
Τα σχέδια δομούνται με γραμμές ελεύθερες στο συναίσθημα, όχι υποταγμένες στα περιγράμματα της λογικής. Χαρακτηρίζονται από μεγάλη εκφραστική δύναμη. Τα πρόσωπα έχουν σκίαση στη μία πλευρά, καθώς εμφανίζονται στο φως, με την ψυχή τους τυλιγμένη σε σκιές. Τις κατοικούν πολλά συντρίμμια από βεβαιότητες, που σωριάστηκαν σε ερείπια.
Οι ξένες μάς κοιτάζουν μετωπικά, ή ελαφρώς γυρισμένες στη θέση των ¾. Μοιάζουν σμιλεμένες με στρώματα οδύνης. Οι γυναίκες αυτές είναι φορείς ενός δράματος και μιας διαδρομής γεμάτης τρόμο. Αναδύονται στο λευκό χαρτί, σαν ξεκομμένες από τον κόσμο, και μας κοιτούν χωρίς να εγκαταλείπουν την περιδίνηση γύρω απ’ το εσωτερικό τους κέντρο.
Είναι βλέμματα που περιέχουν απουσία και παρουσία ταυτόχρονα. Τις έχει σημαδέψει μια δύσκολη μοίρα και η τραγικότητα τις περιβάλλει σαν δίχτυ.
Τα μάτια τους, δέσμια μιας τραυματικής αφετηρίας, αποκαλύπτουν μια βίαιη ωρίμανση. Μεταφέρουν σκληρά διλήμματα, συναισθηματικά αδιέξοδα και υπαρξιακή αγωνία. Είναι βλέμματα που περιέχουν απουσία και παρουσία ταυτόχρονα. Τις έχει σημαδέψει μια δύσκολη μοίρα και η τραγικότητα τις περιβάλλει σαν δίχτυ. Κάτι τις κλονίζει βαθιά μέσα τους, ώστε η έκφρασή τους είναι ρηγματώδης. Φέρουν μια πληγωμένη υπόσταση, αντιμέτωπη με τη σκληρότητα ενός κόσμου, που η ηθική του έχει διαταραχθεί και ξεπέσει, που οι αξίες του έχουν διαστρεβλωθεί.
Ούτε καν το χαρτί δεν τις αγκαλιάζει, αλλά τις σπρώχνει μπροστά, σαν να θέλει να τις ρίξει έξω, τις προβάλλει σαν να είναι στόχοι. Στα μάτια έχουν πίκρα και γλύκα και πόνο μαζί, και ζεστασιά και μελαγχολία και θυμό, αλλά η τοποθέτησή τους στη ζωγραφική επιφάνεια είναι ο τρόπος που η κοινωνία τις αντιμετωπίζει. Υπάρχει κάτι σκληρό στη σχέση τους με το χαρτί, δείχνει ότι δεν τις ενσωματώνει ο τόπος που τις περιέχει. Τις περιβάλλει με καταναγκασμό, τις ξεχωρίζει και τις αποκρούει. Κι ενώ υπάρχει αυτή η δυσαρμονία, παραμένουν μαρτυρικά δεμένες εκεί, γιατί πού να πάνε;
Είναι μεμονωμένες, κάθε μια και ένας ξεχωριστός Γολγοθάς. Η Όλγα σχεδιάζει ενσαρκωμένη, στις πολλές εκδοχές της, την ίδια την ιδέα της προσφυγιάς. Καταφέρνει να χωρέσει την πανανθρώπινη ιστορία των διωγμένων και περιπλανώμενων μέσα σε αυτά τα ταλαιπωρημένα αλλά δυνατά και αντιστεκόμενα στη μοίρα τους πρόσωπα. Τα σχεδιάζει με μαύρο μολύβι, γιατί αυτό, το πιο απλό ζωγραφικό μέσο, μπορεί να συνδεθεί με μεγαλύτερο σεβασμό με την ανίατη θλίψη αυτών των υπάρξεων.
Σχέδιο από το βιβλίο
Τα σχέδιά της είναι «εικόνες». Περιέχουν το γυναικείο αρχέτυπο, τη Μάνα Γη που δίνει τη ζωή και τη θηλάζει. Θυμάμαι μια σοφή, πολύπαθη γυναίκα που γνώρισα κάποτε. Έχοντας υποφέρει πάρα πολλά, πολέμους, απώλειες παιδιών, αρρώστιες, μου έλεγε: «τι είναι αυτό που στέλνει ο ουρανός και δεν το αντέχει η γη;»
Η ζωγραφική εκφραστικότητα της Όλγας Κοζάκου-Τσιάρα έχει κατακτήσει και τις πέτρες, στις οποίες δίνει ψυχή, όπως στο έργο του εξωφύλλου. Με σταυροειδή χαράγματα πάνω στα καταπονημένα πρόσωπα, δουλεύει τα σημεία της κακουχίας. Έτσι, οι ακίνητες πέτρες κερδίζουν την κινητικότητα μιας ψυχής. Τους δίνει πνοή. Παράλληλα, νομίζουμε πως είναι φυλακισμένη η ψυχή μες στην πέτρα. Έχει κάτι το εξαίσια αντιφατικό η τέχνη της πέτρας της. Η πέτρα ζωντανεύει, αλλά η ψυχή, που εκδηλώνεται μες στην πέτρα, εγκλωβίζεται στα στενά της όρια και ζητά να απελευθερωθεί, ζητά να κάνει την πέτρα να περπατήσει. Έχει ζωγραφίσει πρόσωπα αγεφύρωτης θλίψης, όπως βλέπουμε το πάθος του Χριστού και λατρεύουμε τον Άνθρωπο μέσα από τα μαρτύριά του, μέσα από την αντοχή στις πληγές του. Στις αλλεπάλληλες γραμμές του μολυβιού, που πηγαινοέρχεται χαρακώνοντας τα πρόσωπα, αναγνωρίζονται οι άκρες από τα κομμένα νήματα της ζωής τους και το αξεδιάλυτο κουβάρι που προκαλεί ο ξεριζωμός.
Τα ποιήματα
Τα ποιήματα έχουν συναισθηματική οξύτητα. Σ’ αυτά ερχόμαστε αντιμέτωποι με μεγάλα δράματα, μέσα σε λίγους στίχους. Είναι πολύ σύντομα, γεμάτα δραματικό φορτίο. Είναι σαν κάποιος να έχει μια πληγή δεμένη με επίδεσμο και κάθε τόσο ν' αλλάζει τη γάζα. Τα ποιήματα είναι η σύντομη ματιά κατευθείαν στο τραύμα, μέχρι να ξαναβάλεις τον επίδεσμο. Το κοιτάς για λίγο κατάματα, αλλά δεν αντέχεις για πολύ.
Η στιγμή της ποίησης, είναι η πιο μαρτυρική, κοχλάζει. Είναι λυγμοί. Είναι θραύσματα. (Ενώ τα διηγήματα ακολουθούν με πιο ψύχραιμη ματιά, γειωμένη στα δεδομένα και τις συνθήκες). Οι στίχοι της είναι πυκνοί και μεστοί, σπαρακτικοί και αδιέξοδοι. Απευθύνουν τα κρίσιμα ερωτήματα.
Ένας προβολέας ανάβει στιγμιαία, ένα φλας μπακ, μια λάμψη, ένα κύμα, μια έκρηξη, κι αμέσως σβήνει και πέφτει σκοτάδι μετά τις τελευταίες λέξεις. Αντιγράφω τις τελευταίες φράσεις μερικών ποιημάτων:
-Μη με ξεχάσεις.
-Το καμιόνι δεν ήταν για σκυλιά, μόνο για ανθρώπους.
-Γιατί ό,τι είχα έγινε στάχτες;
-Εσύ που δεν μου δίνεις μια χούφτα χώμα
να χωθώ για να ξαναβλαστήσω
-Να μου προσέχεις τα μωρά.
-Έχει σύνορα ο ουρανός, πού τελειώνουν;
Είναι ποιήματα κοφτερά από πόνο, διαχρονικά σπαράγματα, σαν αρχαία όστρακα, σπασμένα, ριγμένα στο χώμα, χτυπημένα απ’ τον καιρό.
Σχέδιο από το βιβλίο
Διηγήματα
Στο τέλος μένουμε «με τους άλυτους κόμπους στο στήθος», όπως λέει στον τελευταίο στίχο του βιβλίου. Άλυτοι κόμποι, αφού δεν μπορούμε να φρενάρουμε τον παραλογισμό αυτού του κόσμου και τη μάστιγα των πολέμων.
Ο τρόπος της συγγραφέως είναι να στοχεύει κατευθείαν στην ουσία, στην καρδιά της κάθε ιστορίας. Εκφράζεται με αμεσότητα και στη γραφή και στην ποίηση και στη ζωγραφική. Αποτυπώνει την αλήθεια της ευθέως και χωρίς παρακάμψεις. Λόγος ακριβής, με λιτές περιγραφές. Καμία δευτερεύουσα λεπτομέρεια δεν αποσπά την αφήγηση από το κέντρο βάρους της. Ύφος απλό, που πατάει σταθερά, εμφανίζοντας τις σχέσεις εξάρτησης και εκμετάλλευσης.
Όμως, κάτω από την επιφάνεια του κειμένου βοά μια συναισθηματική αντάρα για την αδικία και τα απαράδεκτα δεινά των διωγμένων ανθρώπων, μια αντάρα που την αφουγκράζεται ο αναγνώστης, χωρίς η Όλγα να της έχει επιτρέψει να βγει στον αφρό των λέξεων. Υπάρχει δηλαδή στα κείμενά της ενσωματωμένη μια υπόγεια θάλασσα, ένας θυμωμένος βυθός. Από εκεί ακούμε έναν πυθμένα που βράζει. Είναι ένας τόπος πιο άγριος εκεί, μια κλειστή περιοχή, χωρίς εξόδους διαφυγής. Είναι μόνο τόπος αναγκαστικής προσαρμογής.
Αυτή είναι μια σπουδαία αρετή της τέχνης της. Ο ίδιος κρυφός ωκεανός υποφώσκει στα σχέδιά της. Τον βλέπουμε στην εσωτερική μάχη που δίνουν τα πρόσωπα να αντέξουν, και να σταθούν με αυτό το ίσιο βλέμμα μπροστά μας και μπροστά στο μαρτύριο του ξεριζωμού από καταβολής κόσμου. Θα έλεγα πως στα όμορφα πρόσωπα αυτών των γυναικών «ήρθε και κατακάθισε όλης της γης η σκόνη», όπως λέει για τον ξένο ο στίχος του Θανάση Παπακωνστανίνου.
Πώς είναι να σε υποψιάζονται για τα πάντα, όπως τη Νενίτα, να δέχεσαι μια υποκριτική γενναιοδωρία όπως η Μόνικα, να σε εκμεταλλεύονται και να σε εξαπατούν, όπως στο διήγημα «Διπλό πάπλωμα, πολύ ζεστό»;
Οι αφηγήσεις κλυδωνίζονται με ένα ιδιόρρυθμο παλαντζάρισμα πάνω στην έλλειψη ανθρωπιάς και στον φόβο που υπάρχει για τους ξένους, ότι αυτοί είναι η αιτία κάθε κακού. Πώς είναι να σε υποψιάζονται για τα πάντα, όπως τη Νενίτα, να δέχεσαι μια υποκριτική γενναιοδωρία όπως η Μόνικα, να σε εκμεταλλεύονται και να σε εξαπατούν, όπως στο διήγημα «Διπλό πάπλωμα, πολύ ζεστό»; Η τρυφερή μαύρη, η νεαρή Αντελόλα, ερωτεύτηκε το αφεντικό της, έναν στοργικό εξηντάρη, αλλά εκείνος δεν θα μπορούσε ποτέ να τα φτιάξει με μια μαύρη. Υπάρχει και η επαναπαυμένη συνείδηση που λέει: «Εγώ είμαι εντάξει, δίνω τη συνδρομή μου στη Unicef, δεκαπέντε ευρώ τον μήνα με πάγια εντολή». Εσωτερικοί μονόλογοι, όπου ο ευτυχής ούτε μια καλή σκέψη συμπόνοιας δεν χαρίζει στον απόκληρο, ή το πολύ-πολύ το μισό του χαμόγελο. Αναδύεται η ειλικρινής ντροπή της Οξάνα, όταν ομολογεί ότι δούλευε από ανάγκη και όχι επειδή αγαπούσε την αφεντικίνα της. Έπειτα, μια μικρογραφία της κοινωνίας αποτυπώνεται στην αίθουσα αναμονής ενός ιδιωτικού οφθαλμιατρείου.
Το βιβλίο έχει τραγική δύναμη, και συμβάλλει στην κοινωνική κριτική της εποχής μας. Στη χώρα μας, θεωρείτο στην αρχαιότητα ύβρις και υβριστές όσοι δεν τηρούσαν τον ιερό θεσμό της φιλοξενίας, της περίθαλψης και της φροντίδας των ξένων. Είναι εύνοια να βρίσκεται κάποιος στη θέση να μπορεί να προσφέρει φιλοξενία και όχι στην αντίθετη. Σε έναν κόσμο, όπου το μέλλον είναι άδηλο.
Ο Μαξ Μπέκμαν, επηρεασμένος από την εμπειρία του πολέμου, έγραψε: «Πρέπει να μοιραστούμε όλη τη δυστυχία που έρχεται. Να δώσουμε την καρδιά και τα νεύρα μας στις φοβερές κραυγές πόνου των φτωχών, απελπισμένων ανθρώπων». Αυτό το μοίρασμα, που δεν γίνεται, είναι κατά τη γνώμη μου το διακύβευμα αυτού του βιβλίου. Και ο κίνδυνος μπροστά στην ύπνωση μιας κοινωνικής συμμόρφωσης, μπροστά στον άθλιο εθισμό του να αποδεχόμαστε τις ανεπίτρεπτες καταστάσεις.
*Η Κατερίνα Καζολέα είναι ιστορικός τέχνης και συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο το θεατρικό έργο «Η Δαμασκηνιά» (εκδ. Βακχικόν).
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Όλγα Κοζάκου-Τσιάρα γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου και ζει στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Γλυπτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών και της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στο Τμήμα Γραφιστικής της Ανωτάτης Σχολής Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών του ΤΕΙ Αθήνας. Έκανε δέκα ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο και πήρε μέρος σε πολλές ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις.
Εξέδωσε τα βιβλία: Εισαγωγή στην Εικαστική Γλώσσα (Gutenberg, 1988), Ελεύθερο Σχέδιο, ποίηση και σχέδια (Αθήνα, 1984), Ο Γάργαρος Βυθός, εικονογραφημένη συλλογή διηγημάτων (Gutenberg, 1995, Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου), Τα δ’ Αφροδίτα δείξεν ταν οδύναν, ποίηση και ζωγραφική (Αθήνα, 2003), Οι ξένες (Περισπωμένη, 2023).
Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στους συλλογικούς τόμους Το μυστικό, 2018, και Καζαμίας, 2021, των εκδόσεων Καστανιώτη, καθώς και σε περιοδικά στην Ελλάδα και την Κύπρο.