Για το μυθιστόρημα της Τατιάνας Κίρχοφ «Στο πανηγύρι την έχασα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Τον εαυτό μας τον ορίζουμε απ’ τα επίπεδα της ελευθερίας που του δίνουμε.»
Τι είναι αυτό που κάνει τους έφηβους και τους νέους στις μέρες μας να θέλουν να δραπετεύουν διαρκώς από την πραγματικότητα; Να ζουν από επιλογή, σε έναν εικονικό κόσμο, μπροστά σε μια οθόνη, κλεισμένοι τους τέσσερις τοίχους του δωματίου τους; Να έχει μεγαλύτερη σημασία γι’ αυτούς η επικοινωνία με υποτιθέμενους φίλους, και όχι ο διά ζώσης συγχρωτισμός με ανθρώπους και η αλληλεπίδραση μαζί τους; Αυτό το θέμα διερευνά η Τατιάνα Κίρχοφ στο νέο της μυθιστόρημα.
Ο Ιάκωβος, ένας νέος είκοσι πέντε ετών, φοιτητής ακόμα του Φυσικού, περνά πολλές ώρες της ημέρας μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του. Δεν βγαίνει από το σπίτι, με τους δικούς του έχει ελάχιστες επαφές, με τα μαθήματά του δεν ασχολείται σχεδόν καθόλου. Είναι απορροφημένος στο να κυνηγάει δράκους και να παίρνει μέρος σε εικονικές μάχες, στις οποίες σημειώνει εξαιρετικές επιδόσεις, ενώ από την άλλη, υστερεί στις κοινωνικές δεξιότητες και δυσκολεύεται να διεκπεραιώσει τις απλές καθημερινές του υποχρεώσεις.
Κάποτε ήταν ο καλύτερος μαθητής στην τάξη του. Όλοι είχαν μεγάλες προσδοκίες από κείνον και ήταν βέβαιοι για την εξέλιξή του. Οι γονείς του ήθελαν να τον κάνουν γιατρό, όπως είναι και ο πατέρας του. Εκείνος ήθελε να γίνει αρχαιολόγος. Δεν τον άφησαν. Τελικά μπήκε στο Φυσικό, από το οποίο δεν πρόκειται να πάρει ποτέ πτυχίο.
Δηλώνει ότι θέλει να είναι ελεύθερος, να μην κατευθύνουν άλλοι την πορεία του, να μην τον βάζουν σε καλούπια, να μην είναι δούλος κανενός.
Καθώς ο καιρός περνάει κι εκείνος μένει στάσιμος, ο Ιάκωβος αρχίζει να νιώθει χαμένος. Μεγαλώνει σε έναν κόσμο που δεν έχει επιλέξει. Δεν ξέρει τι περιμένει από το μέλλον του. Δεν ξέρει πώς να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται. Δηλώνει ότι θέλει να είναι ελεύθερος, να μην κατευθύνουν άλλοι την πορεία του, να μην τον βάζουν σε καλούπια, να μην είναι δούλος κανενός. Γι’ αυτό και παρεκκλίνει από την προδιαγεγραμμένη ζωή που του ετοίμαζε η οικογένειά του. Όμως, και πάλι, δεν είναι ευτυχισμένος. Ψάχνει ένα μέρος όπου θα μπορεί να ξεκουραστεί το μυαλό του, όπου θα βρει τον εαυτό του και θα αποκτήσει η ζωή του έναν σκοπό. Σηκώνει το βάρος του αποτυχημένου, του άχρηστου, που ψάχνει εναγωνίως έναν δρόμο στη ζωή και αδυνατεί να καταλάβει προς τα πού βαδίζει. Έχει γνώμη για όλα, όμως ποτέ δεν έχει αφοσιωθεί πλήρως σε κάτι. Έχει απορρίψει τους πάντες, ενώ ταυτόχρονα επιζητά διακαώς την αποδοχή τους. Δεν έχει κάποιο λόγο ύπαρξης, δεν έχει κάτι στο οποίο να πιστεύει και να εναποθέτει πάνω σε αυτό τις ελπίδες του. Θεωρεί ότι όλα είναι μάταια.
Ζώντας μια δεύτερη ζωή
Αυτά συμβαίνουν στην πραγματική του ζωή, σε αυτή τη ζωή, την οποία δεν μπορεί να βάλει σε τάξη, και από την οποία επιλέγει να απέχει. Επιλέγει λοιπόν να ζει στον φανταστικό, εικονικό του κόσμο, όπου ο Ιάκωβος αλλάζει. Γίνεται ο Τζάκφιλ, ένα άτομο δυναμικό, που τα καταφέρνει στις δυσκολίες, που βγαίνει νικητής, που ξέρει να ελίσσεται και να εφαρμόζει στρατηγικές, που δεν φοβάται.
Αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του κυνηγώντας φανταστικούς εχθρούς, ανακαλύπτοντας και εξουδετερώνοντας παγίδες, αποφεύγοντας εκρήξεις. Ζει μόνο για τη στιγμή που θα αναλάβει μια νέα αποστολή.
Μόνο που ο Τζάκφιλ, ο εαυτός της οθόνης, ζει όση ώρα διαρκεί το ηλεκτρονικό παιχνίδι. Γι’ αυτό και φροντίζει να αυξάνει διαρκώς τις ώρες του παιχνιδιού. Αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος της μέρας του κυνηγώντας φανταστικούς εχθρούς, ανακαλύπτοντας και εξουδετερώνοντας παγίδες, αποφεύγοντας εκρήξεις. Ζει μόνο για τη στιγμή που θα αναλάβει μια νέα αποστολή. Όλα τα άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Οι εξετάσεις στη σχολή, η προοπτική μιας δουλειάς, η πορεία μιας ζωής στα πρότυπα που επιβάλει η κοινωνία. Ο Ιάκωβος αντιτίθεται στη ζωή των πρέπει, όπου στην ουσία δεν υπάρχει ελευθερία, και απομονώνεται στο δωμάτιό του, μπροστά σε μια οθόνη, με την πεποίθηση ότι αυτό που κάνει συνιστά κάποιο είδος επανάστασης. Δεν θα γίνει ένα μ’ αυτούς, τους συμβιβασμένους, δεν θα γίνει σαν τα μούτρα τους, δεν θα γίνει πιόνι του συστήματος. Ακολουθεί όμως τυφλά τις προκλήσεις που του παρέχει το κινητό του.
Σε βάθος ανάλυση της ψυχής των νέων
Η συγγραφέας μελετά και αναλύει την κατάσταση του Ιάκωβου, και κατ’ επέκταση, αναλύει την πολύπλοκη ψυχή των νέων της εποχής μας, που μεγαλώνουν με όλες τις ανέσεις αλλά και με πολλές προσδοκίες εκ μέρους της κοινωνίας και ιδιαίτερα της οικογένειας. Προσδοκίες που συνήθως δεν αποτελούν και στόχους ή επιθυμίες των ίδιων των νέων. Οι νέοι, λοιπόν, επιλέγουν τον κόσμο του διαδικτύου, γιατί εκεί νιώθουν ασφάλεια, γιατί εκεί κανείς δεν τους απορρίπτει, δεν τους υποτιμά, δεν καθορίζει τις πράξεις τους. Ή, έτσι νομίζουν. Στον βωμό της ασφάλειας, ασυνείδητα, θυσιάζουν ένα μεγάλο μέρος της ελευθερίας τους. Στους δαιδαλώδεις συλλογισμούς του μυαλού τους αναζητούν την αλήθεια και την ουσία της ύπαρξης, όμως αφού απουσιάζει η ουσιαστική σύνδεση με τους ανθρώπους, και η σωστή καθοδήγηση όταν και όπου τη χρειάζονται, επινοούν έναν άλλον εαυτό, που τα καταφέρνει καλύτερα από τους ίδιους. Παρασύρονται εύκολα από αυτά που τους παρέχει το διαδίκτυο, από τις άπειρες πληροφορίες, από την ταχύτητα των εναλλαγών, από την ικανοποίηση ότι ακολουθούν τον ρυθμό της εποχής και ότι είναι καλοί σε αυτά που η μόδα επιτάσσει.
Η συγγραφέας πραγματοποιεί μια πολύ επιτυχή καταβύθιση στην ψυχολογία των νέων, οι οποίοι παλεύουν να αποτινάξουν τα δεσμά της κοινωνίας, και την ίδια ώρα παγιδεύονται σε άλλα, τα οποία δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμα.
Η συγγραφέας πραγματοποιεί μια πολύ επιτυχή καταβύθιση στην ψυχολογία των νέων, οι οποίοι παλεύουν να αποτινάξουν τα δεσμά της κοινωνίας, και την ίδια ώρα παγιδεύονται σε άλλα, τα οποία δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμα. Εξαιρετικές περιγραφές της εικονικής πραγματικότητας του Ιάκωβου, και όσων λαμβάνουν χώρα εκεί, και της αδυναμίας του να τη διακρίνει από την πραγματική του ζωή. Το κείμενο διαθέτει προφορικότητα, μαζί με έντονα φιλοσοφική διάθεση, και έχει τη δομή της Παλαιάς Διαθήκης, δανειζόμενο από το αρχαίο κείμενο τίτλους κεφαλαίων, ή παραθέτοντας ολόκληρα αποσπάσματα από αυτό.
Βρισκόμαστε, λόγω της τεχνολογίας, στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής, συναρπαστικής αλλά και επικίνδυνης, στην οποία οι νέοι έχουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Και γιατί είναι από τη γέννησή τους γνώστες της τεχνολογίας, αλλά κυρίως γιατί διαθέτουν την ορμή και τη δύναμη της ηλικίας τους. Αρκεί να μην φοβηθούν να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους, να μην περιοριστούν στα εύκολα, να αποδεχθούν ότι η ελευθερία είναι κάτι επώδυνο, τρομακτικό αλλά και ωραίο. Η τεχνολογία έχει να τους προσφέρει πολλά, αλλά δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωή τους, την οποία πρέπει να επιτρέψουν στον εαυτό τους να ρισκάρει και να τη ζήσει.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός.
Δυο λόγια για τη συγγραφέα
Η Τατιάνα Κίρχοφ γεννήθηκε το 1988 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Ψυχολογία και είναι Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ. Είναι απόφοιτος Δραματικής Σχολής και εργάζεται ως ηθοποιός και θεατρική συγγραφέας. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου (εκδ. Πόλις), δραματοποιήθηκε και ανέβηκε ως θεατρική παράσταση με τίτλο Ανώνυμοι.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ποια είναι τώρα η παγίδα της εποχής μας; Τη βλέπεις, ρε μάτια μου; Δεν τη βλέπεις; Καθόμαστε και τρώμε τα νιάτα μας πίσω απ’ τις οθόνες και την εικόνα και το φαίνεσθαι, και μετράμε την ευτυχία σε κλικαρίσματα, και όποιος έχει τα περισσότερα είναι ο πιο ευτυχισμένος, μετράμε τη χαρά με την ποσότητα, και λέμε είμαστε τριάντα, είμαστε νέοι, ναι είμαστε, αλλά σίγουρα όχι και τόσο για να αλλάξουμε τον κόσμο.»