Για τη συλλογή διηγημάτων «Στο χέρι αστέρια» του Τάσου Αλεξιάδη (εκδ. Εστία) – όψεις του εαυτού μας που αναζητούν τον κατάλληλο χρόνο για να εκδηλωθούν.
Γράφει ο Ηφαιστίων Χριστόπουλος
Αυτό που κάνει εξαρχής εντύπωση στον αναγνώστη, από τα πρώτα κιόλας διηγήματα, δεν είναι το μικρό τους μέγεθος καθεαυτό, αλλά το πώς ο συγγραφέας καταφέρνει μέσα σε τόσο μικρή έκταση όχι μόνον να πει μια ολοκληρωμένη ιστορία, αλλά και να χτίσει έναν πλήρη, αυτοτελή και αυτάρκη αφηγηματικό κόσμο. Μέσα σε ελάχιστες πραγματικά λέξεις περιέχονται όλα τα στοιχεία εκείνα που χρειάζονται για κατασκευάσει ένα περιβάλλον πειστικό και αρκετό ώστε να παράσχει τα κατάλληλα κίνητρα και επιθυμίες, και φυσικά την απαραίτητη συναισθηματική φόρτιση, στους ήρωες κάθε ιστορίας. Παρακάτω θα εξετάσουμε το πώς το πετυχαίνει αυτό χρησιμοποιώντας ορισμένα από τα διηγήματα ως παράδειγμα.
Στο κείμενο που ανοίγει τη συλλογή, και αυτό που δίνει τον τίτλο του στο βιβλίο –«Στο χέρι αστέρια»–, αρκούν μερικά σπασμένα γυαλιά κι ένα παλιό γάντι για να προκαλέσουν στον μικρό πρωταγωνιστή της ιστορίας μια διάθεση ονειροπόλησης, να ξυπνήσουν μέσα του φιλοδοξίες που πιθανώς τις κρατάει κρυφές, και να τον κάνουν σχεδόν να πείσει τελικά τον εαυτό του ότι όχι απλώς ξεφεύγει από μια ζωή καταδικασμένη στη φτώχεια, αλλά γίνεται κάποιος άλλος, κάποιος σαν αυτούς που έχει δει στη μοναδική τηλεόραση που υπάρχει στον μαχαλά· όλα αυτά βέβαια, μέχρι να αναγκαστεί να βγει από τη φαντασίωσή του, τόσο εύκολα και τόσο πεζά όσο μπήκε σε αυτή, και τα σπασμένα γυαλιά να μείνουν να καθρεφτίζουν τη σκληρή πραγματικότητα αλλά και, κυρίως, το μέλλον του ήρωα, το οποίο μοιάζει προδιαγεγραμμένο και ανελέητο, και σίγουρα άδοξο για παιδιά που τους αρέσει να ονειρεύονται.
Με τα ίδια φτωχικά υλικά χτίζει ο συγγραφέας και το σκηνικό για τη δραματική αντιπαράθεση που έρχεται στο τέλος του διηγήματος «Κόκες και άλλα σαρακοστιανά». Εδώ αφορμή γίνονται οι χθεσινοί καθαροδευτεριάτικοι μεζέδες, διατεταγμένοι με τρόπο πρόστυχο, εν είδει αστείου, από τον έναν από τους δύο συνομιλητές. Περισσότερο ίσως και από ειρωνική αναφορά στα πεπραγμένα και τη γενικότερη συμπεριφορά του χαρακτήρα αυτού, το σαρακοστιανό πέος λειτουργεί παραπλανητικά, προσδίδοντας έναν ανάλαφρο και χιουμοριστικό τόνο στο διήγημα, το οποίο ανακαλύπτουμε στο τέλος ότι πραγματεύεται κάτι το εξαιρετικά απεχθές. Όσο ο πρώτος ήρωας φλυαρεί τσιμπώντας τις «κόκες» και τα υπόλοιπα διακοσμητικά στοιχεία του ευφάνταστου πιάτου του, ο δεύτερος ακούει στωικά, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να αποκαλύψει τα όσα γνωρίζει και να τον αφήσει μόνο του με τους σαρακοστιανούς μεζέδες, οι οποίοι έχουν χάσει πλέον κάθε χιουμοριστικό χαρακτήρα και γίνονται μοναξιά, ερινύες ή ό,τι άλλο αποφασίσει ο αναγνώστης, μια και το ανοιχτό τέλος αφήνει την απόφαση σε αυτόν.
Έναν ολόκληρο κόσμο βασισμένο σε δυο τρεις ήχους χτίζει εδώ ο Τάσος Αλεξιάδης, καθώς κι ένα σοκαριστικό τέλος – κι όλα αυτά μέσα σε ούτε δύο τυπωμένες σελίδες.
Τρίτο και τελευταίο διήγημα στο οποίο θα αναφερθούμε, και το συντομότερο απ’ όλα της συλλογής, είναι το «Κάπα, ρο και άλλα γράμματα». Εδώ το σκηνικό χτίζουν οι ήχοι – τα σκληρά κρ, τα οποία αφηγούνται μια ιστορία ολοκληρωτισμού και αντίστασης σε αυτόν. Το κρ είναι ο ήχος των επίπλων που τρίζουν, είναι το γάβγισμα των διαταγών, είναι μυδράλιο, είναι κόκαλα που σπάζουν. Είναι όμως και γράμματα σαν όλα τα άλλα – τα συστατικά των λέξεων, της ποίησης και της λογοτεχνίας, που με τόση λύσσα αποζητούν να εξαφανίσουν οι ανώνυμοι καταπιεστές. Έναν ολόκληρο κόσμο βασισμένο σε δυο τρεις ήχους χτίζει εδώ ο Τάσος Αλεξιάδης, καθώς κι ένα σοκαριστικό τέλος – κι όλα αυτά μέσα σε ούτε δύο τυπωμένες σελίδες.
Μιλώντας πιο συνολικά για το βιβλίο, διακρίνουμε ότι, παρότι φαινομενικά πραγματεύεται αρκετά θέματα (απώλεια, παιδική ηλικία, μνήμη, γήρας, ψυχικές παθήσεις), τοποθετημένα σε διαφορετικά μεταξύ τους σκηνικά και περιβάλλοντα, τα διηγήματα συγκροτούν μια απροσδόκητη ενότητα. Κατ’ αρχάς, οι παραπάνω θεματικές κάθε άλλο παρά ανεξάρτητες είναι μεταξύ τους – είναι μάλλον η μία συνέχεια ή συνέπεια της άλλης. Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό· παρά τους πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους αφηγηματικούς κόσμους που πλάθει ο Αλεξιάδης, τόσο οι τεχνικές που επιστρατεύει (όπως αυτή στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω), όσο και το όλο συναίσθημα που διαπερνά το βιβλίο, το καθιστούν απολύτως ομοιογενές. Παιδιά που δεν θέλουν να μεγαλώσουν, παππούδες με άνοια, ακρωτηριασμένες γυναίκες, βοηθοί αρχαιοκάπηλων εργολάβων, όλοι αυτοί οι ήρωες, ανεξάρτητα από τον τόνο του εκάστοτε διηγήματος, που μπορεί να είναι πιο ανάλαφρος σε στιγμές, πιο αιχμηρός σε άλλες, εκφράζουν μια ιδιότυπη, γλυκόπικρη νοσταλγία, είτε για ό,τι συνέβη στο παρελθόν είτε για όσα έχασαν, είτε ακόμα και για αυτά που θα ήθελαν οι χαρακτήρες να τους συνέβαιναν στο μέλλον τους.
Καθένας από εμάς, όπως γράφει και στο τελευταίο διήγημα «Ο κορμοράνος», κρύβει μέσα του πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, πολλές πλευρές της ίδιας ύπαρξης.
Ο συγγραφέας περιγράφει τον πολύπλευρο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης και αυτό στο οποίο καταλήγει είναι ότι έχουμε περισσότερα κοινά απ’ ό,τι είναι αυτά που μας χωρίζουν. Καθένας από εμάς, όπως γράφει και στο τελευταίο διήγημα «Ο κορμοράνος», κρύβει μέσα του πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, πολλές πλευρές της ίδιας ύπαρξης. Άλλωστε, δεν αποκαλύπτονται άλλες όψεις του εαυτού μας καθώς μεγαλώνουμε; Δεν νομίζω ότι είναι μεγάλο λογικό άλμα αν πούμε ότι όλες αυτές οι όψεις συνυπάρχουν μέσα μας κάθε στιγμή και απλώς αναζητούν τον κατάλληλο χρόνο για να εκδηλωθούν.
* Ο Ηφαιστίων Χριστόπουλος είναι επιμελητής και συγγραφέας. Η συλλογή διηγημάτων του Οι φάλαινες στο φεγγάρι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο, ενώ το τρίτο του βιβλίο αναμένεται εντός του 2025 από τις Εκδόσεις Εστία.