Για τη συλλογή διηγημάτων της Αταλάντης Ευριπίδου «Εκείνοι που δεν έφυγαν», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Από την παιδική μας ηλικία έχουμε έρθει σε επαφή με τον κόσμο των παραμυθιών, όπου τίποτα δεν είναι απίστευτο, τίποτα ακατόρθωτο, τίποτα ανέφικτο. Αρκεί να το πιστεύεις. Εκεί, δεν έχει σημασία ο τόπος και ο χρόνος, σημασία έχει η πρόθεση, η πίστη, η προσπάθεια, η βοήθεια που θα σου παρασχεθεί, όταν τη ζητήσεις από το σωστό άτομο. Αλλά και η βοήθεια που θα δώσεις, όταν σου ζητηθεί. Εκεί, μπορούν να συμβούν τα πιο απίθανα πράγματα. Σε αυτό το πνεύμα κινείται και η συλλογή διηγημάτων της Αταλάντης Ευριπίδου, Εκείνοι που δεν έφυγαν.
Στο Πέρα από τα γυάλινα βουνά, τους κοκαλένιους κάμπους, που είναι και η πρώτη ιστορία της συλλογής, ο Δήμιος, ένας άνθρωπος που, λόγω και της επαγγελματικής του ιδιότητας όλοι τον αποφεύγουν, συναντάει ένα μουγκό Αγόρι. Ο Δήμιος, προσπαθεί να λυτρωθεί από την κατάρα με την οποία τον στοίχειωσε ο αθώος που του υπέδειξαν να αποκεφαλίσει. Το Αγόρι, προσπαθεί να γλιτώσει από τον Αγά που το έχει στη δούλεψή του. Ξεκινούν μαζί ένα ταξίδι αναζήτησης του ατόμου που λύνει τις κατάρες, αφού μαζί, έχουν περισσότερες πιθανότητες να τα καταφέρουν.
Η Ρόζα στο Μια χούφτα χώμα, είναι μια πόρνη που έχασε ένα παιδί της από την πείνα, και η οποία ανακαλύπτει ότι ξέρει να ξυπνάει τους δρόμους. Άμα φάει χώμα και στάξει αίμα που αγαπά, ο δρόμος σηκώνεται και σκοτώνει τους Γερμανούς, με τους οποίους δεν τολμά να τα βάλει κανείς.
Ένας νεαρός Κλέφτης στην Τρισεύγενη, ξημεροβραδιάζεται στο προσκεφάλι του άρρωστου Καπετάνιου του, και κάνει ένα μεγάλο ταξίδι για να του βρει γιατρικό για την αρρώστια του.
Ένας άνθρωπος από σιμιγδάλι, ένας άνθρωπος που κάποιος τον έφτιαξε έτσι όπως τον ήθελε, όταν πεθαίνει, δεν μπορεί να ησυχάσει. Βρικολακιάζει και στοιχειώνει τη γυναίκα του, γιατί κάποιος κρατάει ακόμα κάπου κλειδωμένη την καρδιά του. Ο μόνος τρόπος για να ησυχάσει είναι να του κάψει κάποιος την καρδιά, αφού βρει που την έχουν κλειδωμένη.
Στο Καρφί στην κεφαλή, η Παρασκευή, μια νεαρή ανύπαντρη μητέρα, περιγράφει στους χωριανούς της τον ανύπαρκτο άντρα της, μέχρι που κάποια στιγμή εκείνος κάνει την εμφάνισή του. Και είναι ακριβώς έτσι όπως τον περιέγραφε στους άλλους, έτσι ακριβώς όπως τον είχε φτιάξει στο μυαλό της.
Δύο αδέρφια που συναντιούνται ξανά μετά από πολλά χρόνια, αποφασίζουν να μιλήσουν για κείνα που τους χώρισαν κάποτε, μα και για κείνα που τους ενώνουν ακόμα στο Εκείνοι που δεν έφυγαν ποτέ δεν επιστρέφουν.
Η Αταλάντη Ευριπίδου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1987. Είναι κοινωνική ψυχολόγος. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί, στα ελληνικά, στις ανθολογίες Στοιχειωμένη πόλη (Ars Nocturna, 2013), Κόρες της νύχτας (Ars Nocturna, 2016), Ίσως (Οξύ, 2021), Το φως στις ρωγμές (Αρχέτυπο, 2021) και, στα αγγλικά, στα περιοδικά 34 Orchard, Speculative North και Gallery of Curiosities, μεταξύ άλλων. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η συλλογή διηγημάτων Εκείνοι που δεν έφυγαν είναι το πρώτο της βιβλίο. |
Μαγεία και τρόμος: απαραίτητα στοιχεία της λογοτεχνίας του φανταστικού
Η γραφή είναι δουλεμένη, ώριμη, η αφήγηση σαγηνευτική, αιχμαλωτίζει τη σκέψη, την αποσπά από τα συνηθισμένα, την ταξιδεύει σε κόσμους αλλότριους, άγνωστους, παράξενους, συχνά τρομακτικούς, όμως γι’ αυτό και τόσο γοητευτικούς. Σε μια από τις ιστορίες έχουμε και συμβουλές για επίδοξους παραμυθάδες, στις οποίες τονίζεται ότι δεν πρέπει κανείς να προσπαθεί να φτιάξει ένα τέλειο παραμύθι, αλλά να στήνει την ιστορία του με τέτοιον τρόπο που να μοιάζει αληθινή, ανθρώπινη, για να μπορούν οι αναγνώστες να την πιστέψουν. Η Αταλάντη Ευριπίδου ακολουθεί έμπρακτα αυτές τις συμβουλές και αποδεικνύει ότι ξέρει να διηγείται ιστορίες και να πείθει με αυτές.
Η μαγεία του παραμυθιού, η ανατριχίλα των ανατροπών, η παραμονή στην εξωπραγματική ατμόσφαιρα, στην οποία όλα είναι πιθανά, και η όποια λύση, έρχεται από κει που δεν το περιμένεις.
Είναι μεγάλη η δεξιοτεχνία με την οποία η συγγραφέας συνδέει κάποια παραμύθια με στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας σε διάφορες χρονικές στιγμές, και φτιάχνει νέες ιστορίες, εφάμιλλες με τις παλιές, ή μπορεί και καλύτερες. Μας εισάγει σε αυτό τον μαγικό κόσμο, όπου υπάρχει πόνος και θάνατος, αλλά όπου ταυτόχρονα η ζωή και οι θετικές δυνάμεις του σύμπαντος έρχονται να δώσουν λύση, όπου η αγάπη βρίσκει τελικά τον δρόμο της, όπου η συμπόρευση και η συντροφικότητα είναι ο μόνος τρόπος επιβίωσης. Η μαγεία του παραμυθιού, η ανατριχίλα των ανατροπών, η παραμονή στην εξωπραγματική ατμόσφαιρα, στην οποία όλα είναι πιθανά, και η όποια λύση, έρχεται από κει που δεν το περιμένεις.
Στα διηγήματα της Αταλάντης Ευριπίδου θα συναντήσουμε πλάσματα των μύθων, νεράιδες και δράκαινες, τραγοπόδαρες γυναίκες, ονειροπαρμένους και κατατρεγμένους, ανθρώπους του περιθωρίου, διαφορετικούς και δακτυλοδεικτούμενους, οι οποίοι μέσα σε σκοτεινούς καιρούς, διεκδικούν για τον εαυτό τους το αυτονόητο: να ζουν με τον τρόπο που θέλουν. Γιατί «όλα τα ζα και τα φυτά και οι ανθρώποι πρέπει τον δρόμο και το σπίτι τους μόνα τους να διαλέγουν.»
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι άνθρωποι τον απέφευγαν. Τα ζώα τον φοβούνταν. Κατάλαβε νωρίς ότι τόπος για κείνον δεν υπήρχε πουθενά, κι έπαψε να πασχίζει. Έτσι, όταν ξέσπασε ο καυγάς στο χάνι, βούλιαξε όσο βαθύτερα στην καρέκλα του γινόταν, κι αφοσιώθηκε στο φαΐ μπροστά του. Δεν ήθελε μπλεξίματα, αλλά την τύχη ούτε που τη νοιάζει τι θέλει ο ένας κι ο άλλος. Κι η απόφασή του ν’ αγνοήσει τον σαματά τριγύρω εξανεμίστηκε τη στιγμή που έπεσε στα πόδια του το Αγόρι, μουγκό και με μάτια όλο δροσιά.
Ήξερε ο Δήμιος πως τα νοτισμένα βλέμματα δεν σημαίνουν πάντοτε αθωότητα. Ήξερε, επίσης, ότι ο αθώος δεν γλιτώνει πάντοτε το ξύλο.»