Για τη συλλογή διηγημάτων του Θεοδόση Μίχου «Ένα για τον δρόμο» (εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Τι είναι αυτό που μας τραβά στη συλλογή διηγημάτων του Θεοδόση Μίχου; Είναι η στιγμή που η κριτική στέκεται αμήχανη μπροστά στην τέχνη, στην τέχνη που καινοτομεί, σφάζεται, βγάζει τα σκώτια της έξω, ξεγυμνώνεται, ντύνεται το παράλογο και το παράδοξο, και κοιτάζει σαν να έχει φάει σφαλιάρα.
Το πρώτο πράγμα που ξεχωρίζει στα είκοσι ένα αυτά κείμενα, με τους μονολεκτικούς τίτλους, είναι ο τρόπος αφήγησης. Ελλειπτικός χωρίς να γίνεται κρυπτικός, αποκαλύπτει σταγόνα σταγόνα την υπόθεση, σαν να κοιτάζει από μια χαραμάδα που σιγά σιγά ανοίγει σε πληρέστερη θέα των δρώμενων, παραμορφωτικός μέχρις ενός σημείου, λοξός, με μεταμοντέρνα μέσα, με αινιγματικές φωτοσκιάσεις, με ημισυγκαλύψεις και ημιαποκαλύψεις. Κι όλο αυτό φαίνεται τόσο φρέσκο, μακριά από συμβατικές περιγραφές, νεόκοπο, συνταρακτικό, ξεσηκωτικό, δοσμένο με νέους όρους, ώστε να συλλάβει τον ρευστό κόσμο του σύγχρονου ανθρώπου, που δεν μπορεί εύκολα να κατανοήσει τι είναι αυτό που τον περιβάλλει.
Ας δούμε μερικά εύγλωττα παραδείγματα: από ιστορίες σε μπαρ, ποτό με παγάκια να κουδουνίζει στα ποτήρια μέχρι νυχτερινές συναντήσεις και πηγαίες εξομολογήσεις. Τα μέιλ που ανταλλάσσει ένας τύπος που βρήκε κινητό με γυμνές φωτογραφίες ενός ζευγαριού, στο οποίο ανήκει η συσκευή και το περιεχόμενό της: οι μεν θέλουν να τις πάρουν πίσω κι ο δε να διατηρήσει την ανωνυμία του και να είναι σίγουρος ότι είναι όντως δικό τους το κινητό. Στιγμές γυμνισμού που εύκολα μπορεί να γίνουν έρμαιο στον καθένα. Στο επόμενο διήγημα, ένα τραύμα στην κοιλιά επιχειρείται να παρουσιαστεί ως σύγκρουση με τζαμαρία, αλλά όλοι ξέρουν –το θύμα, οι φίλοι του και ο γιατρός– ότι είναι μαχαιριά πάνω σε συμπλοκή. Ένας άλλος τύπος επιβεβαιώνει, με μαθηματική ακρίβεια, ότι όλα είναι στη θέση τους μέσα στο μπαρ, παρά μόνο οι τρίχες του που μειώνονται δραματικά. Ο κόσμος μένει ίδιος..., αλλά το γήρας και η φθορά δεν μπορούν να αποφευχθούν μέσα στο χάος της εντροπίας που διέπει τη φύση.
Ελλειπτικός χωρίς να γίνεται κρυπτικός, αποκαλύπτει σταγόνα σταγόνα την υπόθεση, σαν να κοιτάζει από μια χαραμάδα που σιγά σιγά ανοίγει σε πληρέστερη θέα των δρώμενων...
Στην ουσία ο σαρανταπεντάχρονος συγγραφέας αναπλάθει έναν νεανικό μικρόκοσμο, λίγο έως πολύ μποέμ, αντισυμβατικό, με μπαράκια, τατουάζ, οινόπνευμα μέχρι πρωίας, τοξικές ουσίες, σχέσεις, έρωτες, πάθη, προκλήσεις, συμπεριφορές ποτισμένες από το εφήμερο, λεκτικές και σωματικές συγκρούσεις, ψυχικές εκρήξεις, ψυχολογικά αδιέξοδα, προγαμιαίους και γαμήλιους κραδασμούς, κρίσεις ηλικίας, ανωριμότητες και διλήμματα, διαπροσωπικές σχέσεις και διαγενεακά χάσματα. Οι νέοι των 30, 40 ή και 50 ετών περνάνε ξανά την εφηβεία τους, αφού στον 21ο αιώνα μπορούν ακόμα να είναι επιπόλαιοι, αναποφάσιστοι, άτολμοι ή ριψοκίνδυνα τολμηροί, σαν να μην ενηλικιώθηκαν ποτέ ή σαν να θέλουν να παρατείνουν την ανεμελιά τους μέσα σε θύλακες διασκέδασης και «ανευθυνότητας». Είναι η αιώνια νιότη που, σε όποια ηλικία κι αν σταθμεύει, αισθάνεται ότι δεν θα πεθάνει ποτέ. Φυσικά καμία μομφή δεν εκτοξεύεται, αλλά όλα γράφονται στο πνεύμα των καιρών, όλα νοούνται ως η φυσική πραγματικότητα μιας εποχής που δεν υπολογίζει παρά το σήμερα και το αυθόρμητο.
Η προφορικότητα των περισσότερων διηγημάτων, σήμα κατατεθέν των πολυάριθμων διαλόγων ή των ακαριαία αργόσυρτων (οξύμωρο!) μονολόγων, τα κάνει ζωντανά και θεατρικά, με αποτέλεσμα το θέμα τους, που περνάει πολλές φορές σε δεύτερη μοίρα, να υποβάλλει τα σέβη του στην ατμόσφαιρα, αυτή των μπαρ και των εύκολων εξομολογήσεων, της συνειρμικής σκέψης και αλκοολούχων συγκινήσεων.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πολλά χρόνια μετά, όλοι, ακόμα και οι εξ αίματος δικοί του άνθρωποι αλλά και οι λίγοι εξ οινοπνεύματος οικείοι του που δεν είχαν αυτή τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους μόνο και μόνο επειδή στη χάση και στη φέξη έπιναν μαζί του, θα εντόπιζαν την αιτία της αραίωσης των δοντιών του, της πτώσης των μαλλιών του, της μείωσης των κιλών του, του αποχρωματισμού της επιδερμίδας του και κάθε άλλης εκφυλιστικής αλλαγής στο σώμα του, παλπάζοντος καρκίνου συμπεριλαμβανομένου, στην περίοδο της κορύφωσης του αλκοολισμού του.» (Από το διήγημα «Σύγχυση»)