Για το μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα «Δεν θ’ αργήσω» (εκδ. Πόλις).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Κόσμος να φωνάζει, να μπαίνει μέσα στο γήπεδο ελπίζοντας να σωθεί. Άλλοι να κρέμονται από τις εξέδρες, να πέφτουν ημιλυπόθυμοι ή δίχως ανάσα. Τόσος πολύς κόσμος μέσα σε ένα μικρό χώρο γηπέδου. Ήταν 15 Απριλίου 1989 στο γήπεδο Χίλσμπορο του Σέφιλντ, όταν κατά τη διάρκεια του ημιτελικού αγώνα Λίβερπουλ-Νότιγχαμ Φόρεστ για το Κύπελλο Αγγλίας, συνέβη η μεγαλύτερη αθλητική τραγωδία στην ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας. Έξω από το γήπεδο περίπου 2.000 οπαδοί της Λίβερπουλ περίμεναν εκνευρισμένοι να μπουν στο γήπεδο και συγκεκριμένα στις εξέδρες που ήταν καθορισμένες γι’ αυτούς. Μόνο που καμία θέση δεν ήταν ελεύθερη.
Έξι λεπτά μετά την έναρξη του αγώνα ο αστυνομικός διευθυντής έδωσε το «πράσινο» φως για την είσοδο των οπαδών. Ακολούθησε πανικός, μια άτακτη ανθρωπομάζα άρχισε να σπρώχνει και να σπρώχνεται. Η τραγωδία ήδη γραφόταν με μελανά χρώματα. Ο απολογισμός προκαλεί σοκ ακόμη και σήμερα που δεν έχουν βρεθεί οι υπαίτιοι: 96 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 766 τραυματίστηκαν.
Το αθλητικό γεγονός
Η Βασιλική Πέτσα δεν είναι Αγγλίδα και δεν ξέρουμε καν αν είναι ποδοσφαιρόφιλη. Ίσως να έχει ελάχιστη σημασία η τελευταία πληροφορία, καθώς για έναν συγγραφέα κάθε θέμα μπορεί να προκαλέσει το σπινθήρα της δημιουργίας. Άλλωστε, στο μυθιστόρημά της Δεν θ’ αργήσω, το αθλητικό γεγονός, ως τέτοιο, λειτουργεί περισσότερο με τη μορφή της αναγκαίας αφορμής. Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις μετά τη μέση αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι το προοδευτικό ρήμαγμα των πρωταγωνιστών, είναι αποτέλεσμα μιας χαίνουσας πληγής που κουβαλούν από εκείνα τα γεγονότα.
Είκοσι χρόνια μετά, η παρέα των νέων έχει σκορπίσει, τα χρόνια έχουν βαρύνει πάνω τους. Άλλος έχει κάνει οικογένεια κι άλλος έχει φύγει από τη χώρα για να ξεχάσει. Ο Άντι, η Κέισι, η Τζέσικα, ο Τζον, αλλά και ο χαμένος Κιθ. Η παλιοπαρέα έχασε τη χαρά της ζωής μπρος στο καταιγιστικό συμβάν του αδόκητου θανάτου.
Ο πρωταγωνιστής και μέλος αυτής της παρέας έχει κάνει πια οικογένεια, είναι ιδιοκτήτης ενός φωτογραφείου και προσπαθεί να τα φέρει βόλτα, σε μια εποχή που τα οικονομικά του πάνε από το κακό στο χειρότερο, ενώ μέσα του βουλιάζει καθημερινά σε μια τυπολογία ζωής που όχι μόνο δεν φέρνει χαρά, αλλά ούτε καν την προσεγγίζει ως μια μορφή απαντοχής.
Η επιστροφή
Η επικείμενη επιστροφή του αδελφού του πεθαμένου Κιθ από το εξωτερικό (μια φυγή από τον τόπο του μαρτυρίου) θα προκαλέσει ταραχή στον ανώνυμο αφηγητή. Θα τον οδηγήσει σε μια αναπόδραστη επιστροφή στο παρελθόν, το οποίο εισβάλλει προοδευτικά στο πνιγηρό παρόν του.
Τις στιγμές που αναλώνεται στο γκαράζ του σπιτιού του, ψάχνοντας κούτες με παλιά αντικείμενα ξεχασμένα από καιρό: κασέτες, φωτογραφίες ή γράμματα, δεν στοχάζεται με νηφαλιότητα ή με μια δόση γλυκιάς αναπόλησης όσα πέρασαν, αλλά αισθάνεται το χρόνο που έφυγε σαν ξύσιμο σε ένα τραύμα που δεν λέει να κλείσει. Αν η τραγωδία συνέβη μια στιγμή (δραματική όσο δεν μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους), το αποτύπωμά της στους ανθρώπους που έμειναν πίσω είναι διαρκές. Όσο κι αν θέλουν να ξεφύγουν από τα δεσμά του παρελθόντος, όσο κι αν θέλουν να ελευθερωθούν από το κλουβί της μνήμης, τόσο διαπιστώνουν πως το πορτάκι της ελευθερίας δεν ανοίγει γι’ αυτούς.
Ο ήρωας, όση ώρα βρίσκεται στο γκαράζ, βλέπει το καναρίνι της οικογένειας να πηγαίνει πέρα δώθε. Αυτό το πουλί έχει αντικαταστήσει άλλα παρόμοια που δεν άντεξαν και πέθαναν. Έτσι, άραγε, είναι κι αυτός; Παραδέρνει αναζητώντας για στιγμή λύτρωσης από τη φυλακή του παρελθόντος;
Η Βασιλική Πέτσα γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1983. Σπούδασε Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Θεωρίες του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί η νουβέλα της Θυμάμαι (2011), οι συλλογές διηγημάτων της Όλα τα χαμένα (2012) και Μόνο το αρνί (2015), τα μυθιστορήματά της Το δέντρο της υπακοής (2018) και Δεν θ΄αργήσω (2024), και η μελέτη της Όταν γράφει το μολύβι (2016). |
Το πηγάδι της μνήμης
Βαθμιαία εισδύει ολοένα και περισσότερο στο άπατο πηγάδι της μνήμης. Ξαναβιώνει τα γεγονότα, αισθάνεται ενοχή που εκείνος σώθηκε σε αντίθεση με τον φίλο του. Μακάρι να μπορούσε να αλλάξει τα γεγονότα, να είναι άλλος αυτός που θα έφευγε, αλλά, φευ, καμία χάρη δεν δίδεται σε ζωντανούς και πεθαμένους. Το βιβλίο κλείνει με έναν παραληρηματικό μονόλογο (με βάθος, όμως, συναισθήματος) που μας επιτρέπει να φανταστούμε πως η αναγκαία και προσδοκόμενη καταλλαγή θα αργήσει να έρθει για τον ήρωα.
Το μυθιστόρημα έχει ένα αργό τέμπο, σαν τις γκρίζες μέρες στο Λίβερπουλ, σαν τη ρυθμική βροχή του νησιού που όταν ξεκινάει (καθημερινά) ποτίζει τα σώματα και τις ψυχές έως το μεδούλι. Χτίζεται πάνω στην ασημαντότητα του «κάθε μέρα» που βιώνει ο ήρωας και σε έναν οικογενειακό ιστό που φαίνεται να έχει μπλεχτεί φυλακίζοντας τα μέλη του σε μια τακτοποιημένη (πλην ψυχικά εγκλωβισμένη) ζωή. Μια αναγκαία υποσημειώση, ωστόσο, τεχνικής φύσεως έχει να κάνει με τη γλώσσα του ήρωα, η οποία δεν συνάδει με το κοινωνικό του προφίλ. Εδώ έχουμε μια αναντιστοιχία, η οποία, εν μέρει, υποσκάπτει την αληθοφάνεια του κεντρικού ήρωα. Επίσης, οι διάσπαρτες αγγλικές λέξεις στο κείμενο, περισσότερο ξενίζουν παρά υπηρετούν κάποια ανάγκη του.
Το συναίσθημα είναι κρατημένο δημιουργώντας μια περίτρομη ησυχία που, τελικά, μοιάζει με υπόκωφη κραυγή που δεν αντέχει να βγει προς τα έξω.
Με εξαίρεση τον λεκτικό πίδακα που ξεπηδάει από το στόμα του πρωταγωνιστή στο τέλος, οι εξάρσεις ελαχιστοποιούνται στο υπόλοιπο μυθιστόρημα. Το συναίσθημα είναι κρατημένο δημιουργώντας μια περίτρομη ησυχία που, τελικά, μοιάζει με υπόκωφη κραυγή που δεν αντέχει να βγει προς τα έξω.
Ούτε καταγγελτικός λόγος παρεισφέρει στην αφήγηση ούτε άσκοπη θρηνωδία. Λες και τα πάντα σε τούτη την ιστορία κουβαλούν τον σιγαστήρα τους. Έως τη στιγμή που το παρελθόν θα «εκπυρσοκροτήσει» στο παρόν. Η τελευταία υπόσχεση του ήρωα προς τον φίλο του «Δεν θ’ αργήσω» σκάει σαν μικρή αχτίδα τρεμάμενου φωτός, εν μέσω σκότους. Ξέρει πως δεν θα κρατήσει πολύ, δεν έχει αυτή τη δύναμη, αλλά του προσφέρει μια μικρή ανάπαυλα γαλήνης. Λίγη ελπίδα που τόσο την έχει ανάγκη για να συνεχίσει τη ζωή του. Ίσως είναι ο μόνος τρόπος για να συναντήσει κανείς τους χαμένους του.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ένιωσα ένα κύμα ώθησης προς τα μπρος, ισχυρότερο απ’ τα προηγούμενα, σαν εκτόξευση από κανόνι, κι έπειτα ακούστηκε ένας στριγκός, ανατριχιαστικός θόρυβος, σαν πλοίο που βρίσκει σε προβλήτα. Η μεταλλική μπάρα είχε σπάσει, δεν υπήρχε πια τίποτα να ανακόχει την κάθοδο. Έφυγα ξαφνικά μπροστά κι ένιωσα να πατάω σε κάτι μαλακό, εύπλαστο... σ’ ένα ανθρώπινο σώμα. Σε κοίταξα απελπισμένος, Κιθ, φοβόμουν όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου, και συγχρόνως ένιωθα ένοχος, δεν έμαθα ποτέ αν είχα τραυματίσει, αν είχα αποτελειώσει κάποιον». (σελ. 129)