Για την ανθολογία διηγημάτων «Ο άλιωτος και άλλες ιστορίες με βρυκόλακες – Μια ελληνική ανθολογία λαογραφικού τρόμου» (ανθολόγηση – εισαγωγή – επίμετρο: Γιώργος Θάνος, εκδ. Ροές).
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Νεράιδες, στοιχειά, καλικάντζαροι, φαντάσματα, φρικώδη πλάσματα του κάτω κόσμου που επιβουλεύονται τον πάνω. Από τη μια άκρη της Ελλάδας έως την άλλη, σχεδόν σε κάθε χωριό υπάρχει τουλάχιστον μια σκοτεινή ιστορία που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα (σχεδόν διαγενεακά) και αναφέρεται σε όντα που διαβιούν στα έγκατα του σκότους. Τούτοι οι σκοτεινοί θρύλοι, μέσα στην ομοιογένειά τους, αποτελούν ένα σταθερό στοιχείο λαογραφικής αποτύπωσης του πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι το απόκοσμο και το από αλλού φερμένο.
Φυσικά, έντονα σημάδια αυτής της δεισιδαιμονίας βρίσκει κανείς στην προνεωτερική Ελλάδα και ιδιαίτερα στην επαρχία. Τότε που η σχέση κλήρου και λαού ήταν απόλυτα αγαστή, με αποτέλεσμα να εδραιώνεται η ισχύς του θεού έναντι των θανόντων που δεν μπορούσαν να ησυχάσουν στο μνήμα τους ή των αλλόκοτων πλασμάτων της νύχτας που βασάνιζαν τους ζώντες.
Το γκόθικ στα μέρη μας
Σε αντίθεση με την γκόθικ λογοτεχνία που σε άλλες χώρες απέκτησε επίσημο χαρακτήρα και παρήγαγε μνημειώδη έργα που έχουν αναφορά στην παγκόσμια κουλτούρα ακόμη και σήμερα, στη χώρα μας περιορίστηκε σε μια περιθωριακή θέση και ήταν συνώνυμη της παραλογοτεχνίας. Η κοινωνιολογική εξήγηση που μπορεί να δώσει κανείς είναι ότι το κυρίαρχο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας, καθώς περνούσε στη φάση της εκβιομηχάνησης ήταν να ξεφύγει όσο γινόταν πιο γρήγορα από τις δεισιδαιμονίες, τον αναλφαβητισμό και τον ανιμισμό που παρέπεμπαν σε μια Ελλάδα αγροτική και υπανάπτυκτη.
Να γιατί η συλλογή Ο άλιωτος και άλλες ιστορίες με βρυκόλακες έχει μέγιστο ενδιαφέρον που ξεπερνάει τη λαογραφική και λογοτεχνική πλευρά της (σημαντικές, ωστόσο, κι αυτές) και μάς προσφέρει μια κοινωνική και ψυχολογική κάτοψη της Ελλάδας του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου. Πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι; Πώς ανέλυαν μέσα τους τα δεδομένα του μη αισθητού κόσμου; Σε ποιους προσέτρεχαν για να λύσουν τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου;
Η θέση του βρυκόλακα στην Ελλάδα
Σε αντίθεση με όλα τα άλλα όντα που έρχονται από τα σκότη, ο βρυκόλακας κατέχει σημαντική θέση στην ελληνική «μυθολογία». Μάλιστα, όπως μας ενημερώνει το εμβριθές επίμετρο (όπως και η εισαγωγή) του Γιώργου Θάνου, σε καμία άλλη χώρα δεν θα βρούμε τέτοιο ενδιαφέρον για τους βρυκόλακες όσο στη χώρα μας.
Μόνο που στα μέρη μας δεν εμφανίζεται ως τρανός και επιβλητικός άρχοντας (ας ξεχάσουμε τον Δράκουλα του Στόκερ), αλλά ως παρίας που προκαλεί φόβο και οίκτο ταυτοχρόνως. Τα δεκατρία διηγήματα που συγκροτούν την παρούσα έκδοση είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ του σε ύφος. Λογικό και επόμενο, καθώς έχουν γραφτεί από διάφορους συγγραφείς και κάτω από άλλες συνθήκες.
Πρόκειται για διηγήματα που γράφτηκαν κατά την περίοοδο της άνθησης της ελληνικής μικρής φόρμας (1880-1930) και το γεγονός ότι είναι ευάριθμα δείχνει πώς αυτό το «υποείδος» έμεινε στην άκρη και δεν απασχόλησε σοβαρά την ελληνική διανόηση.
Ωστόσο, όλα μαζί συναποτελούν ένα καλό δείγμα γραφής αυτού που μπορούμε να ονομάσουμε λαογραφικό τρόμο εν Ελλάδι. Πρόκειται για διηγήματα που γράφτηκαν κατά την περίοοδο της άνθησης της ελληνικής μικρής φόρμας (1880-1930) και το γεγονός ότι είναι ευάριθμα δείχνει πώς αυτό το «υποείδος» έμεινε στην άκρη και δεν απασχόλησε σοβαρά την ελληνική διανόηση.
Ακόμη και οι συγκεκριμένοι συγγραφείς που αποπειράθηκαν να ασχοληθούν με ένα βρυκολακίσιο (sic) θέμα, δεν φαίνεται να είχαν την πρόθεση να περπατήσουν τα σκοτεινά μονοπάτια της «καθαρής» γκόθικ λογοτεχνίας που ανθούσε στην Ευρώπη και την Αμερική.
Συγκεκριμένα, στη συλλογή υπάρχουν διηγήματα των: Άγγελου Κοσμή (το διήγημα του «Ο άλιωτος» δίνει και τον τίτλο του βιβλίου), Κώστα Παπαγιάννη, Κωνσταντίνου Καζαντζή, Ανδρέα Αβούρη, Χρήστου Χρηστοβασίλη, Ιωάννη Κονδυλάκη (με δύο διηγήματα εκ των οποίων το ένα είναι χιουμοριστικό), Χάρη Επαχτίτη, Ιάκωβου Πολυλά, Δημήτριου Αινιάνος, Γεράσιμου Γρηγόρη, Αλέξανδρου Πολυχρονάκη και Αχιλλέα Παράσχου.
Σε αυτά τα διηγήματα ο βρυκόλακας εμφανίζεται με διάφορες μορφές: άλλοτε ως φωτιά, άλλοτε ως μαινόμενος σκύλος κι άλλοτε με γυναικεία μορφή (πτυχή κι αυτό της πατριαρχίας). Η όψη του είναι αποκρουστική, προκαλεί τρόμο και συνάμα ενισχύει τους μύθους που έχουν φτιαχτεί γύρω απ’ αυτόν.
Η φύση του βρυκόλακα
Έχει ενδιαφέρον το πώς προκύπτει κάποιος να γίνει βρυκόλακας. Οι βασικές κατηγορίες ανθρώπων που μετά τον θάνατό τους δεν ηρεμούν με τίποτα και παραμένουν άλιωτοι μέσα στον τάφο τους, είναι οι κριματισμένοι, οι αφορισμένοι, οι προδότες, οι σαλοί, ενίοτε οι μοιχοί και όσοι ήταν στη ζωή τους απομακρυσμένοι από την κοινωνία των ανθρώπων.
Άντρες και γυναίκες που όσο ζούσαν διέφεραν από το σύνολο, μόλις πέθαναν παρέμειναν στη συλλογική μνήμη με αρνητικό τρόπο, καθώς κόλλησε στο όνομά τους ένα έντονα αρνητικό φορτίο. Τι άλλο ήταν από οντότητες της Κόλασης, φορείς του κακού, αρνητές του χριστιανισμού και εχθροί των ανθρώπων.
Θα έλεγε κανείς πως αυτά τα διηγήματα είναι κυρίως ένας καθρέφτης των ζώντων και λιγότερο των πεθαμένων που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν να μιλήσουν. Σχεδόν σε όλες τις ιστορίες, το φόβο που προκαλούν οι βρυκόλακες αναλαμβάνουν να τον αναχαιτίσουν και να τον συντρίψουν οι παππάδες και οι δεσποτάδες. Το ποίμνιο ακολουθεί πιστά τις λειτουργίες και τους εξορκισμούς που κάνουν.
Ελάχιστοι είναι οι ήρωες που προσπαθούν να εξηγήσουν με λογικές σκέψεις όλα αυτά τα φαινόμενα και να πείσουν στους συγχωριανούς τους πως τίποτα δεν υπάρχει στον άλλο κόσμο, αν υπάρχει κι αυτός. Η πλειοψηφία διακατέχεται από το δέος του σκοτεινού αγνώστου κι επειδή δεν μπορεί να το βαστάξει, το μετατρέπει σε θρύλο υπονομεύοντας έτσι κάθε ορθή σκέψη.
Το σημερινό νεο-γκόθικ
Στις μέρες μας, νέοι Έλληνες συγγραφείς όπως ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης και ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ ανιχνεύουν στοιχεία νεο-γκοθικ στην ελληνική επαρχία. Γεγονός που δείχνει ότι το «υλικό» εξακολουθεί να είναι ενεργό, απλώς αλλάζει ο τρόπος που αντιμετωπίζεται από τους συγγραφείς, τους αναγνώστες και τον εκδοτικό χώρο.
Σε μια εποχή που η λογική μάς καταδυναστεύει καθημερινά, τούτες οι απόκοσμες ιστορίες αποτελούν αφηγηματικές διαφυγές, απόλυτα αναγκαίες και, εντέλει, ευχάριστες. Παράξοδο; Ναι, αλλά ευεξήγητο παράδοξο.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.