
του Σωτήρη Βανδώρου
«Ποιος μπορεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια»; Όπως γράφτηκε με αφορμή τη διαμάχη που ξέσπασε σχετικά με το νομοσχέδιο –ψηφισμένος νόμος του κράτους πλέον– για την κτήση της ιθαγένειας από μετανάστες, από μόνο του το ερώτημα είναι σημαντικό. Διότι εν πολλοίς μέχρι τώρα ερχόταν στην επιφάνεια το αντίστροφο ερώτημα: «Ποιος μπορεί να απολέσει την ελληνική ιθαγένεια»; Ποιος λοιπόν έχει τη δυνατότητα να γίνει Έλληνας πολίτης;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Όψεις μετανάστευσης και μεταναστευτικής πολιτικής στην Ελλάδα σήμερα
Επιμ. Ιωάννα Τσίγκανου
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών
Μετανάστευση και ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία
Επιμ. Δέσποινα Παπαδοπούλου
Gutenberg
Μουσαφεράτ
Βασίλης Λαδάς
Futura
Μετανάστευση, ετερότητα και θεσμοί υποδοχής στην Ελλάδα
Επιμ. Ανδρέας Τάκης
Σάκκουλας
Σίγουρα μπορεί κανείς να επιχειρηματολογεί ατέρμονα για τις προϋποθέσεις – τόσα χρόνια διαμονής στη χώρα, όχι τόσα· τέτοια κατάσταση ποινικού μητρώου, όχι εκείνη· αυτή η σχέση με Έλληνες, όχι η άλλη κ.ο.κ. Αλλά, όσοι ήγειραν παθιασμένα αντιρρήσεις στην προοπτική πολιτογράφησης των μεταναστών, στην πλειονότητά τους θεωρούν άτοπο το ίδιο το ερώτημα. Όπως διατυπώθηκε καθαρά και συνθηματικά από όσους δεν είχαν λόγο να μασήσουν τα λόγια τους «Έλληνας γεννιέσαι, δεν γίνεσαι».
Αυτή η δημοφιλής αντίληψη ανάγει την πολιτική σχέση σε βιολογική κατηγορία: Έλληνα σε κάνει το τυχαίο γεγονός ότι γεννήθηκες από Έλληνες. Τελεία και παύλα. Ασφαλώς, δεν ορίζουμε τις συνθήκες στις οποίες ερχόμαστε στον κόσμο, αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι όντας άνθρωποι –κι όχι προϊόντα γενετικού προγραμματισμού– συνάπτουμε σχέσεις κοινωνικές και σχέσεις πολιτισμού. Και σε καθεστώς ελευθερίας, παίρνουμε αποφάσεις και κάνουμε επιλογές ως προς τις συλλογικότητες –μικρές ή μεγάλες– που θέλουμε να ανήκουμε. Η ταυτότητα μας δεν είναι προκαθορισμένη και οριστική. Τη διαμορφώνουμε στην πορεία του βίου μας και δεν είμαστε αναγκαστικά δέσμιοι της καταγωγής μας. Επομένως, δεν υπάρχει καταρχήν τίποτε το παράλογο ή αβάσιμο στην αξίωση ενός «ξένου» να πολιτογραφηθεί.
Αν τώρα εξετάσουμε το ζήτημα από την πλευρά του κράτους, θα διαπιστώσουμε ότι ιστορικά η ιδιότητα του πολίτη και οι προϋποθέσεις της δεν είναι ούτε αυτονόητες ούτε αμετάβλητες. Επικαλούμαστε συχνά ως πρότυπο δημοκρατίας την κλασική Αθήνα. Αλλά, πολίτες ήταν τότε μόνο οι άρρενες γηγενείς Αθηναίοι, δηλαδή ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού, εφόσον πολιτικά δικαιώματα δεν είχαν οι γυναίκες, οι μέτοικοι και φυσικά οι δούλοι. Αλλά και κατά τη νεότερη εποχή, σε πολλά δημοκρατικά, κατά τα άλλα, κράτη δεν ήταν καθόλου λίγοι οι αποκλεισμένοι: πολίτες λογίζονταν αρχικά μόνο όσοι είχαν φοροδοτική ικανότητα, επομένως εξαιρούνταν οι πλατιές μάζες των φτωχών στρωμάτων, στις ΗΠΑ χρειάστηκε σχεδόν ένας αιώνας κι ένας εμφύλιος πόλεμος για να καταργηθεί η δουλεία, ενώ στις περισσότερες χώρες έπρεπε να εισέλθουμε βαθιά στον 20ο αιώνα για να αποκτήσουν και οι γυναίκες πλήρη πολιτικά δικαιώματα – στην Ελβετία το 1971! Κι ας μην ξεχνάμε ότι ενώ στις μέρες μας θρηνολογούμε τη μοίρα των ξεριζωμένων Μικρασιατών, όταν ήρθαν πρόσφυγες το 1922, πολλοί από τους υπόλοιπους Έλληνες δεν ήθελαν να εξομοιωθούν πολιτικά μαζί τους.
Παρατηρούμε, ωστόσο, ότι με την πάροδο του χρόνου διευρύνεται η έννοια του πολίτη, περιλαμβάνοντας όλο και περισσότερες κατηγορίες του πληθυσμού. Στην εποχή μας –την εποχή της παγκοσμιοποίησης, των μεταναστευτικών ροών, των ανοικτών συνόρων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης– η εμμονή σε φυλετικά ιδεολογήματα και σε φοβικές αντιδράσεις περί δήθεν απώλειας εθνικών μας γνωρισμάτων από την πολιτογράφηση αλλοδαπών που ζουν κι εργάζονται εδώ, δεν είναι παρά αναχρονισμός. Οι μετανάστες είναι οι νέοι πολίτες.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.