Για το μυθιστόρημα του Άγη Πετάλα «Κυμύλη ή η νήσος των δυνατοτήτων» (εκδ. Εστία).
Γράφει ο Σόλωνας Παπαγεωργίου
Για τον κίνδυνο της δυστοπίας υπάρχουν καλά βιβλία σε αφθονία. Για τις ουτοπίες, όμως, και τη ματαιότητα της αναζήτησής τους, θα βρούμε αρκετά λιγότερα. Το νέο, σύνθετο και ενδιαφέρον έργο του Άγη Πετάλα (1978) πραγματεύεται αυτό το θέμα, ταξιδεύοντας τον αναγνώστη, ιλιγγιωδώς, από τον γαλλικό μεσαίωνα ως τη Γαλλική Επανάσταση, από την Αμερική των καινοτομιών του καπιταλισμού και της εμφάνισης της πολιτικής ορθότητας στη σύγχρονη Ελλάδα του εξευγενισμού (gentrification).
Είναι πράγματι δύσκολο να μιλήσει κανείς επαρκώς για ένα τόσο ιδιαίτερο μυθιστόρημα, που αποτελεί, στην πραγματικότητα, μια συρραφή επιμέρους ιστοριών. Η πένα του συγγραφέα δίνει πνοή σε διάφορες φιγούρες· η κεντρικότερη είναι ο Μιράντολους Χωλ, μια «ακαδημαϊκή μετριοφυία», όπως αυτοχαρακτηρίζεται, που παρευρίσκεται σ’ ένα επιστημονικό συνέδριο για να εκφωνήσει μια ομιλία για την Κυμύλη, ένα παραδείσιο νησί του Αιγαίου, στο οποίο πέρασε, υποτίθεται, τα καλοκαίρια της παιδικής του ηλικίας. Την Κυμύλη, τη Νήσο των Κατορθωμένων Δυνατοτήτων, όπου φύεται ένα καρποφόρο δάσος, και όπου η ανθρωπότητα τα έχει καταφέρει, και επιδεικνύει όλο το μεγαλείο της.
Η Κυμύλη, βεβαίως, δεν υπάρχει - ή μάλλον, υπάρχει, κάπου μεταξύ της ουτοπίας και της αρκαδικής γης. Είναι ένας ειδυλλιακός τόπος, ου-τοπικός, που επιβιώνει μέσα στον χρόνο, στα μικράτα του ήρωα, και στις φαντασιώσεις που αυτά εμπνέουν. Όπως η Αρκαδία είναι ένα μέρος πραγματικό και μυθικό συγχρόνως, έτσι και η Κυμύλη· η ιδεατή εκδοχή της σχετίζεται με την υπόσχεση για ένα λαμπρό μέλλον, υπόσχεση που συχνά δίνεται στα μικρά παιδιά και μοιραία, δεν εκπληρώνεται - δεν είναι τυχαίο πως ο Χωλ αποφασίζει να μιλήσει για το νησί μετά από τον θάνατο του πατέρα του.
Η Κυμύλη, στο παρόν, δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, όμως, πώς θα έμοιαζε; Ο Χωλ την οραματίζεται ως έναν τόπο όπου ζουν τα υπόσκυλα -έτσι μεταφράζει τον όρο «underdogs» ο Πετάλας.
Η Κυμύλη, στο παρόν, δεν υπάρχει. Αν υπήρχε, όμως, πώς θα έμοιαζε; Ο Χωλ την οραματίζεται ως έναν τόπο όπου ζουν τα υπόσκυλα -έτσι μεταφράζει τον όρο «underdogs» ο Πετάλας-, δηλαδή τα χαμένα κορμιά που εντέλει επιτυγχάνουν να κάψουν ολοσχερώς το πλούσιο δάσος της. Τον τόπο όπου τα σύγχρονα σπίτια χτίζονται ώστε να θυμίζουν τα παραδοσιακά («η αψεγάδιαστη μίμηση της παράδοσης»). Όπου ο ελληνολάτρης Χανς διοργανώνει έναν διαγωνισμό σύνθεσης κλασικής μουσικής που λήγει άδοξα, καθώς η Τεχνητή Νοημοσύνη γράφει τους αρτιότερους στίχους. Τον τόπο που διοικείται από έναν πρώην σοσιαλιστή δήμαρχο, που πλέον κυνηγά τις «έξυπνες» επιχειρηματικές ιδέες («έξυπνη αγροτεχνολογία, έξυπνη αξιοποίηση πολιτισμικών πόρων, έξυπνη άρδευση, έξυπνη ανάλυση φυτικών και ενεργειακών δεδομένων»). Όπου μια βιβλιοφάγος Αμερικανίδα, πιστή στις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, ερωτεύεται έναν κυνηγό που φορά παραλλαγή, γράφει σενάρια για βιντεοπαιχνίδια κι ορκίζεται πως δεν είναι πολιτικοποιημένος - μα είναι.
H ονομασία της Κυμύλης
Βεβαίως, όπως μας πληροφορεί ο Χωλ, η ονομασία της Κυμύλης ξεπηδά και σε διάφορα κείμενα της Δυτικής λογοτεχνίας και δοκιμιογραφίας, μεταξύ των οποίων μια δυσεύρετη μυθιστορία για έναν επιτήδειο γιατρό, τα πρακτικά μιας σύσκεψης που πυροδότησε μια μονομαχία μέχρι θανάτου, ένας λίβελος που δημοσιεύτηκε την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, και η βιογραφία ενός πρωτοπόρου επιχειρηματία, που ίδρυσε μια πολυεθνική εταιρεία τεχνολογίας που θυμίζει την «Apple».
Ο Πετάλας δεν συνοψίζει, σε κάποια περίληψη, το περιεχόμενο αυτών των υποτιθέμενων κειμένων - δεν προχωρά ένα, αλλά πολλά βήματα παραπέρα: παραθέτει στον αναγνώστη τα ίδια τα κείμενα, μιμούμενος με επιτυχία το ύφος πολλών και διαφορετικών ψευδοβιβλίων, σαν να συνθέτει παστίς. Εκ των πραγμάτων, η συγγραφή της Κυμύλης ήταν μια άσκηση ρυθμού και το αποτέλεσμα, αξιοπρόσεκτο. Ο Πετάλας πειραματίζεται δίχως σταματημό, έχοντας χωνέψει στοιχεία από τη γραφή διάφορων «προγόνων» του - πέρα από τις ομοιότητες με το ύφος του Μπέρνχαρντ και του Ζέμπαλντ, που έχουν ήδη υπογραμμισθεί σε μία άλλη βιβλιοκρισία, διακρίνω επιρροές από τον Μπόρχες, που έγραφε για υποθετικά, χαμένα βιβλία, για εξωτικές χώρες γεμάτες κρυμμένα μυστικά, καθώς και για «ιστορικά» πρόσωπα, πλασμένα, εντέλει, από τον ίδιο.
«Αυτός ο Ζαν Σετιέν, καρπός της ένωσης κάποιου νωθρού αυλικού με μια νευρική πλύστρα, συνέγραψε, αποφασισμένος να αποτρέψει τον ενταφιασμό του ονόματός του στο μαζικό νεκροταφείο των αιώνια αφανών, ένα και μοναδικό βιβλιαράκι. Μπορεί κανείς να βρει το τομίδιο σε κάποιες μοναστηριακές και πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες, όπου εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές πειρατικής τυπογραφίας. […] Στο πρωτοσέλιδο, μπορεί κανείς να διακρίνει την επιβλητική τυπογραφική σφραγίδα του ειδικευμένου σε εκδόσεις προκλητικών βιβλίων εκδοτικού οίκου της Αμβέρσας Entelius· εικονίζει ένα τεράστιο κέρας της Αμάλθειας που σκορπά χυμώδη φρούτα σε χαρούμενους αυλητές και αυλητρίδες, καθισμένους κάτω από τη σκιερή φυλλωσιά που φυτρώνει στην κορυφή του κέρατος».
Πέραν τούτου, ο Χωλ, ο κεντρικός ήρωας, μιλά με την αυταρέσκεια, την ειρωνεία και την αυτολύπηση κάποιου λόγιου ήρωα του Ναμπόκοφ - φορώντας το πετσί του Μιράντολους Χωλ, ο Πετάλας χρησιμοποιεί άφοβα το μελανό χιούμορ και τις μεγαλοστομίες, καθώς εκθέτει διάφορους (φιλοσοφικούς) προβληματισμούς. Τούτων λεχθέντων, δεν θεωρώ πως ο συγγραφέας κάνει επίδειξη της προσωπικής ευρυμάθειάς του, όπως υποδεικνύει ένα πρόσφατο κριτικό σημείωμα, εφόσον έχει παρουσιάσει πειστικά τον μελαγχολικό, διανοούμενο ήρωά του, που είναι λογικό να εκφράζεται μ’ αυτόν τον τρόπο.
Ο Άγης Πετάλας γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και εργάζεται ως δικηγόρος. Διηγήματα και άλλα κείμενά του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί στα περιοδικά "Νέα Εστία", "Λεύγα", "Unfollow", "Kaboom". Πρώτο του βιβλίο η συλλογή διηγημάτων "Η δύναμη του κυρίου Δ*" (εκδ. Αντίποδες). |
«Μπροστά στο έργο ενός άσημου καλλιτέχνη των μέσων του 18ου αιώνα, ο οποίος αφιέρωσε τις δυνάμεις του στην κατασκευή σκελετών, στάθηκα και θαύμασα: τα ανατομικά γλυπτά του καλλιτέχνη, με το κατακόκκινο χρώμα τους […] και με την νεκροκεφαλή στην κορυφή τους ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ανεκτά στο μάτι. Ίσως η νεκροκεφαλή στο μπλουζάκι Ζανκτ Πάουλι, οι νεκροκεφαλές στις σημαίες των πειρατών, το καύκαλο του Γιόρικ και άλλες τόσες αναπαραστάσεις του ανθρώπινου κρανίου, γνώριμες και οικείες στην κουλτούρα μας, να μου είχαν εμφυσήσει μια παράξενη ανοσία».
Στη μυθοπλασία του Πετάλα, υπάρχουν διάφορες φιγούρες περίεργες φιγούρες όπως ο κυνηγός που φορά την παραλλαγή και επιμένει, σε έναν θεατρινίστικο μονόλογο, πως δεν είναι εθνικιστής.
Όπως ο Χωλ, έτσι και οι υπόλοιποι ήρωες του βιβλίου τραβούν την προσοχή - παρόλο που οι περισσότεροι παραμένουν στην ιστορία για λιγοστές μόνο σελίδες. Στο βιβλίο του Πώς δουλεύει η λογοτεχνία (εκδ. Αντίποδες, μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης), ο Τζέιμς Γουντ γράφει πως ένας αξιομνημόνευτος χαρακτήρας δεν χρειάζεται να είναι «σφαιρικός», δηλαδή να αναπτυχθεί διεξοδικά: «αρκεί να μας ξαφνιάσει μια φορά, κι έπειτα μπορεί να αποσυρθεί από τη σκηνή». Αυτό που συχνά απαιτείται, γράφει ο Γουντ, είναι «ένα μνημονικό Leitmovit», μια συγκεκριμένη ιδιότητα ή ένα χαρακτηριστικό, για να δημιουργηθούν χαρακτήρες που πάλλονται από ενέργεια. Στη μυθοπλασία του Πετάλα, υπάρχουν διάφορες φιγούρες που επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη: ο κυνηγός που φορά την παραλλαγή και επιμένει, σε έναν θεατρινίστικο μονόλογο, πως δεν είναι εθνικιστής και πως τάσσεται ενάντια στην οπλοκατοχή· ο Πάουλι, ένα πρώην παιδί θαύμα που αρχικά στρέφεται προς την αναρχία, μόνο και μόνο για να καταλήξει στην ωμοφαγία· οι άθεοι, επαναστάτες ιερείς που στηρίζουν τους αβράκωτους και εντέλει διώκονται από τον Ροβεσπιέρο.
Θεωρίες της ψυχανάλυσης
Οι δυο τελευταίοι, μάλιστα, φτάνουν να συνομιλήσουν για τον πολιτισμό και την τρέλα, με τον Πετάλα να παραπέμπει στις θεωρίες της ψυχανάλυσης, ώσπου η συζήτησή τους διακόπτεται, πρόσκαιρα και σαρδόνια, εξαιτίας ενός εμποδίου που βρίσκεται στον δρόμο τους:
«’’Η λύσσα, Ζακ, είναι μια ασθένεια που προσβάλλει τα σκυλιά, αλλά και τα άγρια ζώα. Ο πολιτισμός, όμως, κάνει τους ανθρώπους ευγενέστερους, έτσι τουλάχιστον υποτίθεται. Θα μπορούσαμε, άραγε, να υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιου είδους πολιτισμένη λύσσα; Μήπως η λύσσα δεν είναι η οξύτερη εκδήλωση της αγριότητας;’’
»‘’Δικαιολογημένη ερώτηση, Πιερ! Η αλήθεια είναι πως δεν πολυσυλλογίστηκα αυτό που είπα πριν. Αλλά δεν νομίζω πως κάτι που λέμε ασυλλόγιστα στερείται σημασίας. Ίσως κάποιος που θα μελετήσει στο μέλλον βαθύτερα την ανθρώπινη ψυχή και τα ολισθήματα της γλώσσας να το αποδείξει αυτό. Ας το φιλοσοφήσουμε λοιπόν το πράγμα, προτού αποφανθούμε ότι αυτό που είπα στερείται λογικής’’.
» ‘’Ωραία!’’ είπε ο Πιερ. ‘’Πρόσεξε, Ζακ, κουράδες μπροστά σου, μάλλον κουράδες αρκούδας!’’»
Παρόλο που ο Πετάλας παραδίδει ένα υλικό εξαιρετικά ετερόκλητο, η Κυμύλη μπορεί να θεωρηθεί ως ένα στέρεο μυθιστόρημα - με έντονα μεταμοντέρνα στοιχεία. Παρά το σκωπτικό ύφος, σήμα κατατεθέν της μεταμοντέρνας μυθιστοριογραφίας, στο οποίο καταφεύγει συχνά ο Πετάλας, μέσω του Χωλ, αλλά και χωρίς τη βοήθειά του, ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τους ηττημένους ήρωές του, τις μετριοφυίες και τα υπόσκυλα, με αρκετή τρυφερότητα, συμπονώντας τους, καθώς χαράζουν και αλλάζουν δρόμο, ενώ τρέφουν αυταπάτες. Ο Χωλ, στην καταληκτική παράγραφο, ανεβαίνει επιτέλους στο βήμα και ετοιμάζεται να μιλήσει «για κάτι που δεν υπάρχει»:
«Με ακούω να προφέρω αυτές τις λέξεις και συνειδητοποιώ πως πρόκειται να μιλήσω σε αυτούς τους ανθρώπους για κάτι ανύπαρκτο, για ένα πολύσημο δάσος που, ακόμη κι αν υπήρξε κάποτε, έχει πλέον πυρποληθεί και αφανιστεί. Παράδοξη μου μοιάζει τώρα η ομιλία που έχω ετοιμάσει, γιατί το δάσος των δυνατοτήτων μας έχει καεί και η αναδάσωση του μέλλοντός μας είναι περισσότερο παρά ποτέ αμφίβολη. Σκέφτομαι πως οφείλω να κατέβω από το βήμα και να αποσυρθώ. Όμως, για κάποιον λόγο, πείθω τον εαυτό μου πως πρέπει να κάνω το ακριβώς αντίθετο. Και συνεχίζω».
*Ο ΣΟΛΩΝ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι απόφοιτος φαρμακευτικής και συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε σε επιλογή κειμένων και μετάφρασή του η ανθολογία «Τα μυστικά της συγγραφής» (εκδ. Key Books).