Για τη συλλογή διηγημάτων του Βαγγέλη Δημητριάδη «Δίπλα στο ποτάμι» (εκδ. Σμίλη).
Γράφει η Ευσταθία Δήμου
Αν ήθελε να προσδιορίσει κανείς, με μία μονάχα λέξη, την αίσθηση που αποκομίζει, ως αναγνώστης, από την προσπέλαση της τελευταίας συλλογής διηγημάτων του Βαγγέλη Δημητριάδη, αυτή θα ήταν η λέξη «απαλότητα». Μια αίσθηση απαλότητας αποπνέουν, πράγματι, τα μικρά και μεγαλύτερα σε έκταση διηγήματα του βιβλίου και αυτό είναι κάτι που έρχεται για να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της λογοτεχνίας με την αισθητηριακή πρόσληψη και αποτίμηση.
Να τη θέσει σε νέες βάσεις εισηγούμενη, ουσιαστικά, όχι μόνο το ξύπνημα αλλά και την κυριαρχία των αισθήσεων ως μέσου για να οδηγηθεί κανείς στην αναγνωστική απόλαυση αλλά και ως στόχου της ίδιας της δημιουργίας. Γιατί αυτό που επιχειρεί και κατορθώνει ο Δημητριάδης είναι η επαναφορά και η επάνοδος σε μια πρωτογενή –γι’ αυτό ακριβώς και πρωτότυπη– ενατένιση της λογοτεχνίας ως του εδάφους εκείνου μέσα στο οποίο πραγματοποιείται η επαφή του ανθρώπου με εκδοχές του εαυτού του τις οποίες μπορεί να μην είχε καν υποψιαστεί, με καταστάσεις που μπορεί να μην είχε καν σκεφτεί. Και η επαφή αυτή, έτσι όπως γίνεται με όρους απολύτως ανθρώπινους, ήπιους και επιεικείς, δεν μπορεί παρά να διεγείρει την ενστικτώδη εκείνη αντίδραση η οποία ξεκινά από τη διέγερση για να καταλήξει στην κατανόηση και την αποδοχή.
Οι διηγήσεις του Δημητριάδη χτίζονται γύρω από πυρήνες-ανθρώπους. Η δράση, η πλοκή, η εξέλιξη, δηλαδή, εκκινούν από τον ήρωα και σε αυτόν καταλήγουν. Τα πρόσωπα είναι αυτά που δίνουν τον ρυθμό και τον τόνο, αλλά και την ιδιαίτερη ποιότητα στις ιστορίες κάνοντάς τες άλλοτε να μοιάζουν με παραμυθιακού τύπου αφηγήσεις, άλλοτε με ντοκουμέντα και μαρτυρίες και άλλοτε με ανεκδοτολογικού ή διδακτικού τύπου αφηγήσεις.
Αντλημένοι από την καθημερινότητα και την πραγματική ζωή, οι ήρωες του Δημητριάδη διαθέτουν περιγράμματα σαφή και ασφαλή, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην ξενίζουν τον αναγνώστη αλλά να του δημιουργούν την αίσθηση μιας οικειότητας.
Αντλημένοι από την καθημερινότητα και την πραγματική ζωή, οι ήρωες του Δημητριάδη διαθέτουν περιγράμματα σαφή και ασφαλή, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην ξενίζουν τον αναγνώστη αλλά να του δημιουργούν την αίσθηση μιας οικειότητας και μιας αλήθειας που, κάποιες φορές, οδηγεί στην ταύτιση και τη συμπόρευση. Κι αυτό γιατί οι περισσότερες από τις καταστάσεις και οι στιγμές μέσα στις οποίες συλλαμβάνονται και αποδίδονται τα πρόσωπα αποτελούν κοινές εμπειρίες, γνωστές συνθήκες και απολύτως αναγνωρίσιμες περιστάσεις. Ακόμα, όμως, και εκεί που οι περιστάσεις είναι πρωτόγνωρες, ο αναγνώστης δεν αισθάνεται πως εξέρχεται από το δικό του, προσωπικό πλαίσιο, αλλά, αντίθετα, ότι το αναπροσαρμόζει, το βαθαίνει, το πλουτίζει.
Γήρας και θάνατος
Πολλά από τα διηγήματα χτίζονται γύρω από τα θέματα του γήρατος και του θανάτου και του βαθμού στον οποίο αυτά αποτελούν εμπειρίες οριακές για τον άνθρωπο και, ταυτόχρονα, ευκαιρίες για αναστοχασμό και διερεύνηση του βαθύτερου νοήματος και της σημασίας τους. Γιατί αυτό που αναδεικνύει η γραφή του Δημητριάδη είναι η λειτουργία τους ως πεδίων αναμέτρησης και εκδίπλωσης της ειρωνείας που κρύβει η ζωή και που προσδοκά την κατάλληλη στιγμή να εκδηλωθεί και να εκδιπλωθεί. Και είναι η ειρωνεία αυτή τόσο καλά ζυγισμένη, τόσο μετριασμένη και σωστά μελετημένη, ώστε να κινείται και να περνά υπόγεια, να μεταγγίζεται στον αναγνώστη κατά τρόπο απόλυτα αγαπητικό. Αυτή είναι άλλωστε η κυρίαρχη διάσταση των αφηγηματικών κειμένων του συγγραφέα –η συμπαθητική ματιά και η αγαπητική σχέση με τον άνθρωπο ακόμα κι όταν αυτός βρίσκεται σε πλάνη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η κίνηση ή, καλύτερα, η ταλάντευση του ποιητή ανάμεσα στην πολύ μικρή και τη μεσαία διηγηματική έκταση. Κι αυτό διότι ανοίγει έτσι ένας ενδιαφέρων διάλογος ανάμεσα στις δύο κυρίαρχες εκδοχές του διηγήματος, ως λογοτεχνικού υποείδους, που έχουν μεταξύ τους αναπτύξει μια ιδιάζουσα σχέση. Δεν θα ήταν ίσως εύστοχο να μιλήσει κανείς για αντιπαλότητα, ούτε όμως για αρμονική συνύπαρξη. Γιατί, όπως αναδεικνύεται μέσα από το βιβλίο του Δημητριάδη, η συμπαράθεση αναδεικνύει τη δύναμη και την αξία της ακραίας πυρηνικότητας και, ταυτόχρονα, τη δυσκολία που ανακύπτει από την ανακοπή ή την αναστολή της διαδικασίας εισόδου και περιήγησης του αναγνώστη σε ένα αφηγηματικό σύμπαν που θα έχει μετατρέψει την έκταση σε διάρκεια, τον χώρο σε χρόνο.
Ο Βαγγέλης Δημητριάδης γεννήθηκε και ζει στο Πυθαγόρειο Σάμου. Εργάστηκε στη γενική εκπαίδευση (1973-1982), στην ειδική αγωγή (1985-1993) και υπηρέτησε ως σχολικός σύμβουλος (1997-2007). Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1991) για την προσφορά του στην ειδική αγωγή. Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Απόπλους και υπεύθυνος έκδοσης του μικρού περιοδικού Το Τηγάνι. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές, δύο μονογραφίες για την τοπική ιστορία, συμμετείχε στη συγγραφική ομάδα του εκπαιδευτικού βιβλίου ιστορίας Σάμος, πατρίδα μου, έκδ. Υπουργείου Αιγαίου και Π.Ι.Σ. "Ν. Δημητρίου". |
Αυτό, βεβαίως, συνεπάγεται αυτόματα ένα κέρδος από τα πιο γόνιμα και προσοδοφόρα. Γιατί ο αποδέκτης τόσο των σύντομων όσο και των περισσότερο εκτεταμένων αφηγήσεων μπορεί να αντιληφθεί ότι ο χώρος είναι πάντα ένα μέγεθος σχετικό και ότι ο συσχετισμός του με τον χρόνο μπορεί να είναι αποκαλυπτικός του τρόπου με τον οποίο εκτυλίσσεται, σε πρώτη φάση, το λογοτεχνικό «παιχνίδι» και, σε δεύτερη, το παιχνίδι της ίδιας της ζωής.
Ένα ενδιαφέρον γνώρισμα της συλλογής είναι η συνύπαρξη στο πλαίσιό της στοιχείων του παρελθόντος και του παρόντος και μάλιστα κατά τρόπο ιδιαίτερα πρωτότυπο και πρωτοφανή.
Ένα δεύτερο, εξίσου ενδιαφέρον γνώρισμα της συλλογής είναι η συνύπαρξη στο πλαίσιό της στοιχείων του παρελθόντος και του παρόντος και μάλιστα κατά τρόπο ιδιαίτερα πρωτότυπο και πρωτοφανή. Γιατί ο Δημητριάδης χειρίζεται με τέτοιον τρόπο το υλικό του, ώστε να δίνει στο παρελθόν μια παροντική χροιά ή, καλύτερα, απόχρωση και στο παρόν ένα άρωμα του παρελθόντος.
Πρόκειται για ένα είδος παράδοξης αντιστροφής ή αλληλομετάθεσης που καταδεικνύει την έλξη του ποιητή προς το παράδοξο, το ανοίκειο, το ανεστραμμένο, αλλά τη διάθεσή του να δημιουργήσει ένα πλέγμα μέσα στο οποίο ο χρόνος θα μοιάζει ανίκανος να ορίσει τα πράγματα και τους ανθρώπους, να τους τοποθετήσει μέσα σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα από τα οποία δεν θα μπορούν να εξέλθουν. Τη δυνατότητα αυτή, αντίθετα, την αναγνωρίζει ο συγγραφέας στην ίδια τη γραφή που διεκδικεί και κατοχυρώνει το δικαίωμά της να χειρίζεται τον χρόνο, τον χώρο, τα πράγματα και τους ανθρώπους σαν μεγέθη απολύτως σχετικά, σαν έννοιες που αποκτούν το νόημα και το περιεχόμενό τους όταν αποκολλώνται από την πραγματικότητα και την αλήθεια.
Η «αναπνοή» της ανθρώπινης ύπαρξης
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η τελευταία αυτή πεζογραφική απόπειρα του Δημητριάδη έρχεται για να υπενθυμίσει ότι η λογοτεχνία είναι το κατεξοχήν περιβάλλον μέσα στην οποία «αναπνέει» η ανθρώπινη ύπαρξη. Και η αναπνοή αυτή αποκτά έναν ρυθμό που εναρμονίζεται πλήρως με την ανάγκη της αποφόρτισης και του απεγκλωβισμού από μια ζωή που ματαιώνει και συνθλίβει τον άνθρωπο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ήρωες του βιβλίου σφραγίζονται από τη μοναξιά και την απόσυρση, από την περιθωριοποίηση και τα ψυχικά αδιέξοδα.
Κυρίως, όμως, στιγματίζονται από την αδυναμία τους να επικοινωνήσουν και να μοιραστούν, να δημιουργήσουν ένα δίκτυο σχέσεων που θα τους επιτρέψει να κατανικήσουν τη μόνωσή τους και να απολαύσουν το λυτρωτικό αίσθημα της επαφής με τον άλλον. Γι’ αυτό και είναι συχνή η καταφυγή τους στην φαντασίωση, στην φαντασιακή ανάπλαση των σχέσεων και των επαφών τους. Και αυτή τη φαντασιακή ανάπλαση έρχεται για να αποτυπώσει η γραφή του Δημητριάδη κάνοντας την χειροπιαστή, «υλική», υπάρχουσα. Για να κλείσει έτσι ο κύκλος του μη πραγματικού και να ανοίξει ο δρόμος προς την ζωή που θα αποτελεί μια δύναμη έλξης και ένα καταφύγιο για τον άνθρωπο.
* Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος.