Για τη συλλογή διηγημάτων της Ευανθίας Χαριτοπούλου «Όμως η σάρκα ακόμα απαλή» (εκδ. Ενύπνιο). Κεντρική εικόνα: Πίναγκας του Egon Schiele)
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Ο τίτλος που επέλεξε η Ευανθία Χαριτοπούλου να ονομάσει την πρώτη συλλογή διηγημάτων της, ενδέχεται να είναι η κατάλληλη πύλη από την οποία θα εισέλθουμε πριν καν ξεκινήσουμε να διαβάζουμε την πρώτη ιστορία.
Μπορεί, άραγε, ένας τίτλος να κουβαλάει όλη την απαραίτητη πύκνωση έτσι ώστε να είναι δηλωτικός για ότι θα επακολουθήσει;
Εδώ έχουμε ένα «όμως», έναν αντιθετικό σύνδεσμο που ουσιαστικά μάς κλείνει το μάτι και μας λέει, έστω και αν δεν μας το λέει ευθέως, ότι η σάρκα είναι ακόμα απαλή ενώ έχει προηγηθεί τι ακριβώς;
Διότι το «όμως» δηλοί πως κάτι άλλο έχει προηγηθεί, κάτι μάλλον αρνητικό ή μη προσδοκώμενο έχει επισυμβεί στο σώμα, που παρά τα λακτίσματα που έχει δεχθεί (βασικά ψυχικά) παραμένει τρυφερό και τρυφηλό, σαν τη Νύχτα του Φιτζέραλντ στο ομώνυμο μυθιστόρημά του.
Τι μπορεί να συμβεί σε ένα σώμα που κόντρα σε όλους και σε όλα, ενάντια σε όλες τις επελαύνουσες συνθήκες έχει την ικανότητα να διατηρεί την ανθεκτικότητα και την πλαστικότητά του;
Διάλυση και επούλωση
Την απάντηση θα μας την δώσουν τα 13 διηγήματα της Χαριτοπούλου και όχι μόνο το ακροτελεύτιο που έχει τον ίδιο τίτλο. Διότι κάθε διήγημα είναι μια ψηφίδα που ενώνει και ενοποιεί την τρωτότητα και τη σύνθεση. Τη διάλυση, αλλά και την επούλωση.
Όλα τα διηγήματα της συλλογής κινούνται σε ένα δίπολο. Το ένα μέρος ορίζεται από την έλξη, από την ανάγκη της συνάφειας, της ψυχικής πρόσδεσης, της σωματικής έλξης, του κουρνιάσματος σε ένα άλλο σώμα. Το άλλο μέρος, όμως, αντιμάχεται την ένωση.
Όλα τα διηγήματα της συλλογής κινούνται σε ένα δίπολο. Το ένα μέρος ορίζεται από την έλξη, από την ανάγκη της συνάφειας, της ψυχικής πρόσδεσης, της σωματικής έλξης, του κουρνιάσματος σε ένα άλλο σώμα. Το άλλο μέρος, όμως, αντιμάχεται την ένωση, διαλέγει τον μονήρη βίο, επιλέγει να ζήσει μέσα στην ψυχότροπη μονιά του, να αφήσει το έλκος της μοναξιάς να απλώσει παντού.
Πρόκειται για μια ισορροπία αιχμής που καταλύεται και δημιουργείται την ίδια στιγμή. Βλέπουμε ζεύγη που τη μια στιγμή είναι προσδεμένα μεταξύ τους και την επόμενη έχουν χωρίσει διά παντός.
Η Ευανθία Χαριτοπούλου γεννήθηκε το 1984 και μεγάλωσε στην Τρίπολη Αρκαδίας. Σπούδασε νομικά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφία Δικαίου. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η συλλογή διηγημάτων Όμως η σάρκα ακόμα απαλή είναι το πρώτο της βιβλίο. |
Μόνοι μαζί, μαζί και μόνοι, αλλά πάντα μόνοι. Πολλές φορές, μη έχοντας πώς αλλιώς να αντιπαλέψουν την πνιγηρή καθημερινότητά τους που δεν περιέχει κάτι σημαντικό, κάτι που θα ενεργοποιήσει τις αισθήσεις τους ή θα κάνει το σώμα τους να αναρριγήσει, επιλέγουν να επιδοθούν σε άσκοπες ασχολίες.
Να κάνουν εκείνο και το άλλο, δουλειές και υποχρεώσεις, αδιάφορες βόλτες και τυχαίες συναντήσεις. Ελπίζουν να ευεργετηθούν από τη νύχτα ή να επιπλεύσουν στο φως της μέρας. Εις μάτην. Το ξέρουν πολύ καλά πως τίποτα δεν μπορεί να ρηγματώσει την άθραυστη επιφάνεια της μοναξιάς τους.
Το σώμα θέλει
Το σώμα θέλει, το πνεύμα θέλει, η καρδιά ποθεί, το αίσθημα αναφλέγεται όμως κάτι συμβαίνει στο τέλος και δεν ευοδώνεται η προσπάθεια. Να φταίει η απόσταση; Να φταίει ότι η ουσία των ανθρωπίνων σχέσεων βασίζεται σε μια παρεξήγηση που δεν μπορεί να επιλυθεί ποτέ; Να έχει να κάνει με την απουσία νοήματος που ολοένα αναζητείται και ποτέ δεν βρίσκεται; Ή μήπως το ατελές της ύπαρξής μας δεν γίνεται να ενωθεί κάτι επίσης ατελές για να φτιάξουν εν ταυτώ ένα ολοκληρωμένο σχήμα;
Τα διηγήματα της Χαριτοπούλου δεν δίνουν απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα που έθεσα και πολύ καλά κάνουν. Σκιαγραφούν, εμβαθύνουν, διαχειρίζονται τις διαθέσεις των ηρώων, προβάλλουν την προβληματική τους, αλλά, όχι, απαντήσεις δεν μπορούν να δώσουν. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο ρόλος της λογοτεχνίας.
Το επίσης ενδιαφέρον που έχει αυτή η συλλογή είναι ότι ενδιάμεσα των διηγημάτων, υπάρχουν φράσεις εγκοπές. Μικρά λεκτικά σχήματα που μοιάζουν να προέρχονται από ποιητικές εκβολές, αλλά ενδέχεται να λειτουργούν και ως συμπερασματικός λόγος για κάτι που προηγήθηκε ή που έπεται ή που απλώς πλανάται πάνω από τα διηγήματα.
Ακόμη ακόμη σαν να μας λέει η συγγραφέας ότι εξωκειμενικά, δηλαδή έξω από τα διηγήματα, κυκλοφορούν αδέσποτες φράσεις που με κάποιο τρόπο εξηγούν, μέσα στην πύκνωσή τους, τα πάντα.
Οι περισσότεροι ήρωες της Χαρτιπούλου είναι μοναχικοί από ανάγκη ή διότι έτσι προέκυψε στη ζωή τους. Ανακυκλώνουν μέσα τους αυτά που έκαναν, αυτά που δεν έκαναν, αυτά που τους ήρθαν και τα άλλα που τους προσπέρασαν.
Τα περισσότερα διηγήματα έχουν μονολογικό χαρακτήρα. Το βρίσκω λογικό και επόμενο. Οι περισσότεροι ήρωες της Χαρτιπούλου είναι μοναχικοί από ανάγκη ή διότι έτσι προέκυψε στη ζωή τους. Ανακυκλώνουν μέσα τους αυτά που έκαναν, αυτά που δεν έκαναν, αυτά που τους ήρθαν και τα άλλα που τους προσπέρασαν.
Εραστές, ερωμένες, λυγμικά χάδια, πορφυρά αγγίγματα, ματιές βουτηγμένες στον ίμερο που είτε τα ζουν μέσα τους είτε τα φαντάζονται είτε τα προσδοκούν. Ακόμη κι αν κάποιοι καταφέρνουν να τα κερδίσουν φαίνεται πως δεν είναι ικανοί να τα κρατήσουν για πάντα.
Για πάντα; Όπως λένε και οι ήρωες σε ένα διήγημα της συλλογής, αυτή η λέξη δεν υπάρχει. Λέξεις που τις λέμε συχνά δίχως να κατανοούμε πως έτσι είναι σαν να ενισχύσουμε την όποια παρεμβατικότητά μας στα πράγματα της ζωής μας, τη στιγμή που ξέρουμε πως πολλά από αυτά εξελίσσονται είτε ερήμην μας είτε ως αποτέλεσμα δικής μας αναγκαστικής υπαναχώρησης. Το λες και καθημερινή ήττα.
Κάποιες άλλες φορές η Χαριτοπούλου επιλέγει μια μορφή θεατρικού μονόπρακτου να ορίσει το δράμα. Ακόμη κι εκεί, το αποτέλεσμα δείχνει ατελέσφορο για τους ήρωες. Δεν μπορούν να χτίσουν γέφυρα, δεν βρίσκουν τον τρόπο να συνενώνουν τα θέλω τους.
O εξωγενής παράγοντας
Πάντα κάτι παρεμβαίνει στα διηγήματα της Χαριτοπούλου, μόνο δεν είναι εξωγενής ο παράγοντας. Εκπορεύεται από τα μέσα βάθη των ηρώων. Δεν είναι μια ξένη από αυτούς αιτία που εναντιώνεται στις προσδοκίες τους που χαλιναγωγεί τις ορέξεις τους ή καταλύει το μέγα πάθος τους. Οι μεγάλοι αρνητές της χαράς είναι οι ίδιοι. Είναι άνθρωποι σιγαστήρες οι ήρωες του βιβλίου, αλλά μήπως με κάποιο τρόπο τους μοιάζουμε;
Δεν χρειάζεται να καταμετρηθεί ο αριθμός των γυναικών και των αντρών που μετέχουν σ’ αυτά τα διηγήματα και ποιοι εξ αυτών είναι οι πρωταγωνιστές.
Διότι στον κόσμο που μας παρουσιάζει η Χαριτοπούλου δεν είναι η έμφυλη ταυτότητα που προκαλεί τη μοναξιά και τον ψυχικό κάματο. Όχι ότι δεν έχει τη σημασία της. Οι γυναίκες φαίνεται να δέχονται τα περισσότερα επίχειρα, όμως εδώ η συγγραφική πρόθεση δεν φαίνεται να είναι μια προγραμματική τοποθέτηση ενός κάποιου φεμινιστικού μηνύματος, αλλά μιας υπαρξιακής ταλάντωσης.
Κι όμως, ακόμη κι έτσι η ίδια η συγγραφέας δηλοί πως το σώμα παραμένει απαλό. Έτοιμο για νέες θωπείες που αναπόδραστα κάποια στιγμή θα φέρουν τραύματα και ουλές και ενθυμήσεις. Διότι ο έρωτας είναι ο πιο σύντομος δρόμος προς το δράμα.
Έτσι για να θυμηθούμε και την Κατερίνα Γώγου:
Γι’ αυτό αν τύχει και αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’ αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ.
Κι εκεί.
Ή όπως λέει η Χαριτοπούλου:
«Λύγισέ με, κυριάρχησέ με, εξαπάτησέ με, μόνο μη σωπαίνεις».
Θα προσθέταμε μόνο αυτό:
Το σώμα που κάποτε μίλησε είναι σαν να απέδωσε δικαιοσύνη έστω και μια φορά σε έναν άδικο κόσμο.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.