Για το ύστατο βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα «Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει» (εκδ. Εστία) που κυκλοφόρησε λίγους μήνες πριν από τον ξαφνικό θάνατό του.
Γράφει η Μαρία Μαυρικάκη
Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Φύσσα Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει (εκδ. Εστία) κυκλοφόρησε λίγους μόλις μήνες πριν τον αδόκητο θάνατό του. Έργο προφητικό, θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει τον τίτλο «Ο Μέσκουλας κλείνει τους λογαριασμούς του», όπου Μέσκουλας το alter ego του Φύσσα που ακούει στο προσωνύμιο Δάσκαλος, ήρωάς του στο παρελθόν και πλέον πάμφτωχο θύμα της οικονομικής κρίσης.
Ο συγγραφέας μπαινοβγαίνει από την πραγματικότητα στη μυθιστορία με άνεση και μπόλικο χιούμορ. Ήδη από την πρώτη σελίδα δίνει το στίγμα, αναφερόμενος στο «διαβόητο ισόγειο της οδού Αγίας Λαύρας 44»…
«Πού να ‘ξερα τότε, τότε που φανταζόμουν τον εαυτό μου νεοελληνιστή φιλόλογο για την υπόλοιπη ζωή μου και τίποτ’ άλλο, ή έστω ήρωα του Φύσσα στη Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης, πού να ’ξερα πώς και πόσο θα γύρναγαν έτσι τα πράγματα στη ζωή μου, στην κοινωνία, ώστε να βρεθώ στους περίεργους αυτούς Σαρίπολους…»
Στα δεκαέξι κεφάλαια του βιβλίου ξεναγούμαστε στον κόσμο των Σαρίπολων (και όχι Σαριπόλων), μιας παρέας αντισυμβατικών χαρακτήρων που φιλοσοφούν δια μακρών. Άποροι, άστεγοι, άεργοι, άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα να χάσουν, καθώς και άνθρωποι του «καλού κόσμου», ευκατάστατοι, ζάμπλουτοι, χορηγοί της παρέας συναντιούνται κάθε βράδυ σε καφενείο της οδού Ευπόλιδος και παραμένουν ως το χάραμα. (Περιγράφοντας τα προηγούμενα στέκια τους που έκλεισαν, ο Φύσσας, δεινός αθηναιογράφος, συνθέτει μια νοσταλγική ελεγεία για τα μέρη της πόλης που χάνονται. Ιδιαίτερη η μνεία στο «Νέον Άστυ» του Συντάγματος.)
Στο κλίμα της παρέας μάς εισάγει ένας γάμος «ανούσιος, βαρετός, δημοσιουπαλληλίστικος, μόνο τα φαγώσιμα αξίζανε», ο γάμος της Πετρούλας με τον Ραϊμόνδο, που τσακώθηκαν και χώρισαν μετά την τελετή. Γνωρίζουμε τις διάφορες στιβάδες, στενό πυρήνα, συνοδοιπόρους και συμπαθούντες, για να ακολουθήσουν κεφάλαια αφιερωμένα στα σημαντικότερα πρόσωπα και τις ιδιαιτερότητές τους.
Η πανέμορφη Λιβιδώ (μεταγραφή της λέξης λίμπιντο από τον Παλαμά) περιγράφει ακομπλεξάριστα τις έντονες σεξουαλικές της δραστηριότητες και στη συνέχεια, ως αντιμνημονιακή και θαμώνας της Πλατείας, γίνεται αποδέκτης του ύστερου μανιφέστου του Φύσσα.
Η πανέμορφη Λιβιδώ (μεταγραφή της λέξης λίμπιντο από τον Παλαμά) περιγράφει ακομπλεξάριστα τις έντονες σεξουαλικές της δραστηριότητες και στη συνέχεια, ως αντιμνημονιακή και θαμώνας της Πλατείας, γίνεται αποδέκτης του ύστερου μανιφέστου του Φύσσα. Λέγοντας «όποτε θέλω να την πειράξω της θυμίζω ότι…», ο συγγραφέας ξετυλίγει τα πολιτικά του πιστεύω με σαφήνεια και δηκτικούς υπαινιγμούς.
Η Σέρπα δουλεύει σε κομμωτήριο και μεταφέρει στην ομάδα απίθανες ιστορίες από τις πελάτισσές της, χωρίς ποτέ να εκθέτει πρόσωπα. «Κάποτε ο συγγραφέας Μήτσος Φύσσας, μια από τις ελάχιστες φορές που μας έκανε την τιμή να μας επισκεφτεί, τη ρώτησε για τη δουλειά της, κι εγώ», λέει ο Μέσκουλας, «με τη γνωστή υπερακουσία μου, άκουγα χωρίς να φαίνομαι και κράταγα σημειώσεις», οι οποίες και παρατίθενται σε μορφή πιπεράτου διαλόγου.
Οι Σαρίπολοι
Στο κεφάλαιο «Όλα είναι τέχνη» πρωταγωνιστούν Σαρίπολοι που εντρυφούν σε οιονεί «τέχνες», όπως η γοητεία, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, η επικοινωνία με μπλοκάκι, το τρώγειν πάστες, η κακολογία, η μούρλα του ελληνόψυχου, το γαμπρίζειν, το ξοδεύειν, οι ιστορίες των πελατών ενός μέντιουμ. Αργότερα, στις «Μουσικές Ταξιαρχίες» συναντάμε τους μουσικομανείς, ηχολήπτες, θαμώνες ρεμπετάδικων, τραγουδιστές μα και τον ίδιο το Φύσσα, που βρίσκει τον τρόπο να θεραπεύσει την παραφωνία του-μια πραγματική ιστορία.
Πρόεδρος των Σαρίπολων ο αλλόκοτος Κερκ, τέρας αυτομόρφωσης και μανιώδης συλλέκτης. Η συλλογή του από μινιατούρες καταγράφεται σε δεκαοχτώ σελίδες με ονόματα, επιθετικούς προσδιορισμούς και σχόλια, συνήθως ειρωνικά.
Η λίστα αποβαίνει σχεδόν εξοντωτική για τον αναγνώστη, όπως ομολογεί και ο συγγραφέας. «Νομίζω πως ειδικά το κεφάλαιο με τα κουκλάκια θα είναι ο φόβος και ο τρόμος όλων των μελλοντικών αναγνωστών/στριών… Θα πρέπει ίσως να βρούμε και να ρωτήσουμε το Δημήτρη Φύσσα, κι είναι ζήτημα αν θα μπορέσει να βγάλει κι αυτός άκρη», μονολογεί ο Μέσκουλας. Η «λιστομανία» αποτελεί και την αφορμή για μακρύ διαξιφισμό Δάσκαλου και Μέσκουλα, σε επόμενο κεφάλαιο.
Γραμματέας της ομάδας ο αξιαγάπητος Ποέτας, ποιητής, ζαχαροπλάστης και τελικά υπέρβαρος, πάμπτωχος και πεπτωκώς. Στο κεφάλαιο «Ποέτας τέλος», ο Φύσσας ξεκινά γεμάτος θλίψη για τον θάνατό του, τον οποίο προοικονομεί: «έμεινε ευτυχώς στον τόπο και χωρίς πολλά πολλά, στο κρεβάτι του, αρκετά ήσυχα πρέπει να ‘τανε, από τον ύπνο στο θάνατο, τυχερός»! Μαθαίνουμε, επίσης, πως στο νεκρόδειπνο πήγαν «κάμποσοι Σαρίπολοι αλλά και ντόπιοι Κυπριαδίτες/Πατησιώτες, φίλοι και συμμαθητές τους Δημήτρη»!
Συνομιλία με τον θάνατο
Συνεχίζοντας τη συνομιλία με τον θάνατο, ο Δάσκαλος θαυμάζει τον τρόπο που ο αγαπημένος του φίλος Ντάφι επιλέγει να φέρει πιο κοντά το αναπόφευκτο λόγω καρκίνου τέλος του. Τα χόμπι του Ντάφι αποτυπώνονται (ξανά) σε λίστες: καλλιτεχνικά φιλμ νουάρ, προκλασσική μουσική και εκπόνηση ονοματικών καταλόγων με παραλήπτες συγγραφείς που εκτιμά. Είκοσι ονόματα συγγραφέων μαζί με δύο δωδεκάλογους, ένα γενικό κι έναν ειδικό περί σεξ, αποτελούν τη σύνοψη καλυμμένων προσωπικών γούστων.
Ένα ακόμη συναρπαστικό βίωμα του συγγραφέα στα πρώιμα φοιτητικά του χρόνια είναι το άκρως επικίνδυνο ταξίδι του -εδώ ως Αλέκας- σε χώρες της Λατινικής Αμερικής με φασιστικά καθεστώτα, προκειμένου να καταγράψει την κατάσταση του φοιτητικού κινήματος. Φρέσκια μεταπολίτευση, στο σκηνικό συναντάμε οργανώσεις, παρατάξεις και πολιτικούς του τότε και του σήμερα. Η αφήγηση οδηγεί σε εξομολόγηση και σε απολογισμό της σχέσης του Φύσσα με το ΚΚΕ, σχέση που σφραγίστηκε με την περίφημη ανοιχτή επιστολή του προς το Κόμμα, δημοσιευμένη στο περιοδικό ΑΝΤΙ.
Ο σημαντικότερος ανοικτός λογαριασμός τακτοποιείται εμφατικά στο κεφάλαιο «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την ελληνοφωνία, το φάντασμα του νεολογιωτατισμού», το οποίο αποτελεί την παρακαταθήκη του Φύσσα.
Ο σημαντικότερος ανοικτός λογαριασμός τακτοποιείται εμφατικά στο κεφάλαιο «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την ελληνοφωνία, το φάντασμα του νεολογιωτατισμού», το οποίο αποτελεί την παρακαταθήκη του Φύσσα προς τους συναδέλφους του, φιλόλογους και επιμελητές. Εδώ παίρνει απόλυτη θέση στα σημεία τριβής του χώρου, υπογραμμίζει ότι ο γραπτός λόγος έχει νικηθεί κατά κράτος από τον προφορικό και δοξάζει την πολυσημία των λέξεων της καθομιλουμένης, συντάσσοντας λίστες (ξανά). Όνειρό του, να στήσει κάποτε το Λεξικό Σπουδαίων Λαϊκών Ρημάτων. Στο μεταξύ, υπερασπίζεται με ζέση τη δημοτική, τα νεανικά ιδιόλεκτα, την αργκό, τον λαϊκό λόγο και αποδίδει τα εύσημα στην τέχνη της μετάφρασης. Μάλιστα, αφιερώνει το βιβλίο «στους/στις μεταφραστές/άστριες του σήμερα και του χτες, γιατί τους χρωστάμε όλη την ξένη λογοτεχνία που μας διαμορφώνει».
Η απόσυρση
Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με την απόσυρση του Μέσκουλα στις παράγκες της Λειχούρας για να πεθάνει. Στο ημερολόγιο με τις σημειώσεις των τριών τελευταίων μηνών της ζωής του ήρωα περιλαμβάνεται μια πολυσέλιδη λίστα, ίσως η πιο συμβολική. The Meskulian Chronicles: A selection. Εκατό βιβλία από την απέραντη συλλογή του, εκείνα που δεν άντεξε να δώσει όταν μπήκε στη διαδικασία του σταδιακού αποχωρισμού του από τα υλικά αγαθά.
Με το γνώριμο αιρετικό και προκλητικό του στυλ, ο Μήτσος Φύσσας δοξάζει την ανεκτικότητα στο διαφορετικό και το ετερόκλητο, και μετατρέπει το κύκνειο άσμα του σε έναν έντιμο αποχαιρετισμό στα γήινα.
Τα «Εις εαυτόν», παράγραφοι-κατακλείδες των κεφαλαίων, δίνουν βήμα στον συγγραφέα να ασκήσει κριτική στον άλλο του εαυτό για έλλειψη δράσης στο μυθιστόρημα, θίγοντας τις ανησυχίες του πριν φροντίσει να τις αποσβέσει. Μια διάθεση ανακεφαλαίωσης διαπνέει όλο το βιβλίο και ενισχύεται από τις αλλεπάλληλες αναφορές σε λογοτεχνικούς και κινηματογραφικούς ήρωες, στον πολιτικό και καλλιτεχνικό στίβο και σε προηγούμενα έργα του, μέσω πρωταγωνιστών που παρεισφρέουν ακάλεστοι στην πλοκή. Τα περιεκτικά, περιπαικτικά, ελαφρώς παραφθαρμένα ονοματεπώνυμα δυναμώνουν την καυστική διάθεση του λόγου. Κύρια έγνοια του Δάσκαλου-Μέσκουλα-Φύσσα η συμπερίληψη των αντιφάσεων του ανθρώπινου ψυχισμού και των ακραίων συμπεριφορών.
Με το γνώριμο αιρετικό και προκλητικό του στυλ, ο Μήτσος Φύσσας δοξάζει την ανεκτικότητα στο διαφορετικό και το ετερόκλητο, και μετατρέπει το κύκνειο άσμα του σε έναν έντιμο αποχαιρετισμό στα γήινα, καθώς χρησμολογεί: «Το πιο ωραίο πράγμα στη ζωή είναι η εναλλαγή των εποχών. Σ’ αυτήν πατάνε τα πάντα…Κρίμα που δε θα ζήσω άλλο να το χαρώ».
* Η ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Εξαρτάται – Μια ιστορία ζωής δίπλα στην εξάρτηση» (εκδ. Πατάκη).