Για το μυθιστόρημα του Φώτη Δούσου «Τέλεση» (εκδ. Νήσος).
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το πρώτο βιβλίο του Φώτη Δούσου Η λίστα του Λεπορέλο (εκδ. Νεφέλη) έκανε σχετική εντύπωση, γιατί στο πλαίσιο του αστυνομικού μυθιστορήματος ανακάτεψε το σινάφι συγγραφέων και εκδοτών, τη θεωρία της λογοτεχνίας και την πράξη, τη γραφή ως εξομολόγηση και ως παραπλάνηση. Τώρα ο συγγραφέας μετακινείται στον χώρο του θεάτρου, για να αντιστίξει πάλι την εντός της τέχνης πραγματικότητα με την εκτός, όχι μιλώντας για ένα θεατρικό έργο, τον «Οθέλλο», που όντως παίζει σημαντικό ρόλο μέσα στο μυθιστόρημα, αλλά για την ιδιάζουσα διττή υπόσταση του ηθοποιού, εντός και εκτός του ρόλου του.
Η αλήθεια είναι ότι η γραφή του είναι επίπεδη και το ύφος του στεγνό και ίσως μη-αισθητικό· μου θύμισε έντονα τον τρόπο γραφής του Δημήτρη Σωτάκη, καθώς κι οι δύο μετέρχονται μιας ουδέτερης γλώσσας, για να αφήσουν τη διαφάνειά της να μας οδηγήσει στην ψυχολογία του πρωταγωνιστή. Επομένως, τι είναι αυτό που καθιστά ένα τέτοιο επίπεδο μυθιστόρημα ενδιαφέρον ανάγνωσμα; Μήπως η τεχνική του κυλιόμενου διαδρόμου, που σταδιακά οδηγεί τον νεαρό ηθοποιό Άρη –και μαζί το θέμα του μυθιστορήματος– να συμμετέχει στην παράσταση του σαιξπηρικού δράματος, και μάλιστα στον ρόλο του Ιάγου, κι από εκεί στην ταύτισή του με τη μάσκα, που του φοράνε.
Η αλήθεια είναι ότι η γραφή του είναι επίπεδη και το ύφος του στεγνό και ίσως μη-αισθητικό· μου θύμισε έντονα τον τρόπο γραφής του Δημήτρη Σωτάκη, καθώς κι οι δύο μετέρχονται μιας ουδέτερης γλώσσας, για να αφήσουν τη διαφάνειά της να μας οδηγήσει στην ψυχολογία του πρωταγωνιστή.
Η υπόθεση δηλαδή, ακολουθώντας τη γραμμική πορεία της δράσης, χτίζει μια κλίμακα που ξεκινά από την αίτηση του Άρη για να τον δει ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Μαλτέζος, προχωρά στην παρουσία του στην οντισιόν, την πρόκρισή του στον δεύτερο γύρο και τέλος καταλήγει στην αποδοχή του και την ένταξή του στον θίασο. Κι ενώ οι συντελεστές της παράστασης δουλεύουν τα προκαταρκτικά, πριν πάρουν οι ηθοποιοί τους ρόλους, μια μάσκα, φτιαγμένη από τη σκηνογράφο, μια παράξενη μάσκα, χωρίς στόμα και με μικρές χαραμάδες στο ύψος των ματιών, που δεν επιτρέπουν στον ηθοποιό να βλέπει καλά, προορίζεται για τον Ιάγο, τον διπρόσωπο σύμβουλο του Οθέλλου, ρόλο τον οποίο τελικά θα πάρει ο «ουρανοκατέβατος» Άρης. Κι εκεί, σ’ αυτόν τον διάδρομο αληθοφάνειας και ρεαλισμού, εμφιλοχωρεί το παράδοξο, καθώς ο νεαρός ηθοποιός αποφασίζει –όντας σε αδιέξοδο– να κολλήσει πάνω στο σημαδεμένο από ατύχημα δέρμα του το προσωπείο, ώστε να καταφέρει να το ελέγξει ή έστω να γίνει ένα με αυτό και με τον ρόλο, που ως τότε του διαφεύγει.
Τι είναι τελικά η μάσκα; Τι είναι αυτό το τεχνητό επίθεμα που προσκολλάται πάνω στο πρόσωπό μας και δεν βγαίνει, ή δεν θέλουμε να βγει; Είναι καταρχάς ο ρόλος που παίζουμε, όχι στο θέατρο, αλλά στην πραγματικότητα. Κι όσο γινόμαστε ένα με αυτόν, τόσο δύσκολα τον αφήνουμε στην άκρη, για να ξαναβρούμε τον πραγματικό μας εαυτό. Πρόκειται δηλαδή για μια σύμβαση, που έχουμε υπογράψει εκόντες άκοντες με τους άλλους για το πώς θα συμπεριφερόμαστε κι, όταν καταλάβουμε ότι όλο αυτό οδηγεί σε αδιέξοδο, δυστυχώς δεν μπορούμε να αλλάξουμε ρότα. Ταυτόχρονα είναι το προσωπείο μας, ο προβεβλημένος προς τα έξω εαυτός, το επάγγελμα με τα συμβατικά του ψέματα, η περσόνα που φοράμε στις σχέσεις μας, η επιτυχία που μας ζαλίζει και μας παρασύρει στις ατραπούς της…
Ο Φώτης Δούσος γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Ασχολείται με την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο, το σενάριο καθώς και την παιδική λογοτεχνία. Αυτό το διάστημα εκπονεί διδακτορική διατριβή για τις τεχνικές της πλοκής στο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Ζει στην Κρήτη και έχει δύο παιδιά. |
Ο Φ. Δούσος προβληματίζεται και προβληματίζει για το πρόσωπο και το προσωπείο, για τον πραγματικό μας εαυτό, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, και τους ρόλους που επιλέγουμε ή καλούμαστε να παίξουμε μέσα στην κοινωνία. Η ζωή μας μπορεί να είναι μια σημαδεμένη φάτσα, αλλά εύκολα ή δύσκολα υιοθετούμε μια θεατρική μάσκα, άλλοτε παίζοντας ρόλους κι άλλοτε προβάλλοντας μια μονόπλευρη όψη, για να επιβιώσουμε, να συμβιώσουμε και να προχωρήσουμε.
Το δίλημμα, που προσδίδει εντέλει και την τραγικότητα στον ήρωα του μυθιστορήματος, είναι: Με τη μάσκα ή χωρίς; Όσο τη φορούσε, κέρδιζε σε εκτίμηση κι επιτυχία, αλλά συνάμα έχανε πολλά στις διαπροσωπικές (και δη ερωτικές) του σχέσεις. Γι’ αυτό, άλλωστε επιχείρησε επανειλημμένα να την αφαιρέσει, θέτοντας σε κίνδυνο την ανιούσα πορεία που είχε πάρει –χάρη σ’ αυτήν– στον χώρο του θεάτρου. Με άλλα λόγια, ο ρόλος, η δεύτερη φύση που προσκολλάται πάνω στη βιολογική πρώτη, η συμβατική θέση που κατέχει κανείς μέσα στην κοινωνία, θέση που του δίνει την ισορροπία και τη δυνατότητα επιτυχίας, η μαγική αύρα που παίρνει από το προσωπείο που έχει αποδεχτεί και προβάλλει προς τα έξω, είναι εντέλει αυτό που πραγματικά θέλει κι αξίζει να έχει;
Το φελινικό τέλος, που οδηγεί στα άκρα την υπόθεση, λίγο έως πολύ τραβηγμένο βέβαια και εν μέρει άκομψο, δίνει παρά ταύτα την παρανοϊκή κορύφωση, που αποδεικνύει ότι η διάσταση μεταξύ του προσώπου και του προσωπείου είναι μια προσωπική και κοινωνική σχιζοφρένεια, άλλοτε ελεγχόμενη κι άλλοτε ανεξέλεγκτη.
Παρά τις διαφορές με το πρώτο βιβλίο, είναι εμφανείς και οι ομοιότητες, οι οποίες αναδεικνύουν και έναν προνομιακό χώρο, στον οποίο θέλει να κινηθεί ο Φ. Δούσος. Και τα δύο έχουν δόσεις (αστυνομικού) μυστηρίου, όσο κι αν στην Τέλεση δεν έχουμε φόνο, και τα δύο κινούνται διακειμενικά στις παραστατικές τέχνες, στη Λίστα του Λεπορέλο στην όπερα «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ, κι εδώ, στον «Οθέλλο» του Σαίξπηρ· και τέλος αμφότερα τα μυθιστορήματα θέτουν προβληματισμούς που ξεκινάνε από τη σχέση του ατόμου και της κοινωνίας με την τέχνη και προεκτείνονται σε θέματα ταυτότητας και αυτοσυνειδησίας.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το σημαντικό ήταν πως ένιωθα τη μάσκα πάνω μου ζωντανή, πάλλουσα, σφριγηλή. Και ήταν ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο. Δεν την αισθανόμουν ξένο σώμα, δεν την ένιωθα εχθρική απέναντί μου. Ακόμα και το βάρος της, που δεν έλεγα να το συνηθίσω τόσο καιρό, έμοιαζε να μην υπάρχει. Ήταν σαν να έχει κάπως ελαφρύνει, να έχει εξαϋλωθεί. Για να μην πω ότι έβλεπα ήδη καλύτερα μέσα από τις μαύρες εγκοπές της. Τα κατασκευαστικά της λάθη που μου δυσκόλευαν τόσον καιρό τη ζωή ήταν τώρα σαν να μην υπήρχαν».