Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Συμπάρδη «Πλατεία Κλαυθμώνος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Γράφει η Άννα Αφεντουλίδου
Η πεζογραφία του Συμπάρδη έχει αναγνωρίσιμο στίγμα και ύφος: υποβλητική ατμόσφαιρα, συμβολισμοί και μουσικότητα, μυστήριο και αναζήτηση, επεξεργασμένη γλώσσα, συντακτική ιδιαιτερότητα με υπερβατά σχήματα και το ρήμα να σφραγίζει την πρόταση, πρόσωπα διφυή ή με κρυμμένο έναν δεύτερο εαυτό, τον οποίο αναζητούν ή υποκρύπτουν, αφηγηματική ανοικτότητα.
Κυρίαρχα συναισθήματα ο φόβος και η ντροπή, η ασφάλεια και ο κίνδυνος. Πόσο φιλήσυχοι είναι οι «απλοί» άνθρωποι; Πόσο ασφαλείς είμαστε και πόσο αδιατάρακτη είναι η φαινομενικά ήσυχη ζωή των ανθρώπων; Κάτω από την επιφάνεια, ποιο βάθος παθών κρύβουμε, χωρίς πολλές φορές να το καταλαβαίνουμε ή να το αποκαλύπτουμε; Ομόλογα ερωτήματα απασχολούν τον Γιώργο Συμπάρδη σε όλες τις αφηγήσεις του, μικρότερες ή μεγαλύτερες.
Σε αναζήτηση ταυτότητας
Η Πλατεία Κλαυθμώνος (εκδ. Μεταίχμιο) έρχεται πέντε χρόνια μετά από το μυθιστόρημά του Αδέλφια (εκδ. Μεταίχμιο). Και πάλι ο αφηγητής είναι νεαρής ηλικίας και πάλι αναζητά την ταυτότητά του μέσα από την οικογενειακή του ιστορία. Αλλά εδώ παρατηρούμε μία βασική μετατόπιση:
Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της δικτατορίας του 1967 ένας δεκαεννιάχρονος φοιτητής της Νομικής συλλαμβάνεται στην πλατεία Κλαυθμώνος μαζί με έναν ακόμη νεαρό ως ύποπτος ομοφυλοφιλίας, ενώ ξεκινά γι’ αυτόν μια διαδικασία περιπλάνησης αλλά και μύησής του στον κόσμο των ομοφυλοφίλων της εποχής. Ακολουθεί αναδρομή στο οικογενειακό παρελθόν του νεαρού, ο οποίος είναι και ο αφηγητής του βιβλίου: για τη μητέρα, τον πατέρα, τον άντρα που αποτελούσε τον τρίτο πόλο μιας εύθραυστης συζυγικής σχέσης, η οποία διαρρηγνύεται στο τέλος, δημιουργώντας ακόμη περισσότερα ερωτηματικά στον έφηβο αφηγητή.
Ένα παιδί που ενηλικιώνεται και αποκτά την αυτοσυνειδησία του μέσα από την αναψηλάφηση αυτών των σχέσεων, για την οποία καταλύτες γίνονται δύο νέα πρόσωπα στη ζωή του: ο νέος σύντροφος της μητέρας και η νεαρή του κόρη, η οποία φαίνεται πως μοιράζεται παρόμοια βιώματα με του αφηγητή.
Το βιβλίο αρθρώνεται σε 4 μέρη: το πρώτο όπου παρακολουθούμε τη σύλληψη του αφηγητή με τίτλο ο «Ψευτογιώργος» ενώ ακολουθεί η αναδρομική αφήγηση στο δεύτερο με τίτλο «Αλίκη», που είναι το όνομα της μητέρας, το τρίτο με τίτλο «Μιμή» από το όνομα της κόρης του νέου συντρόφου της Αλίκης, για να κλείσει με το τέταρτο που τιτλοφορείται από το όνομα του πατέρα «Αντώνης».
Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα μια διάχυτη απειλή διαβρώνει τις στιγμές της καθημερινότητας, τις απλές χειρονομίες, τα κοινότοπα λόγια ή και τις στιγμές της σιωπής. Η απειλή μιας επικείμενης καταστροφής, ενός κακού που απλώνεται πάνω από τις σχέσεις.
Δύο βασικά θεματικά κέντρα συνδέουν την Πλατεία Κλαυθμώνος με άλλα μυθιστορήματα του συγγραφέα: η ρευστότητα των ταυτοτήτων φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού –που κυριαρχούσε κατεξοχήν στο Μέντιουμ (1987)– και η αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας και της αυτοσυνειδησίας μέσα από την αναμνημόνευση της οικογενειακής ιστορίας – που κυριαρχούσε στα Αδέλφια.
Ως μία προσπάθεια κατανόησης του παρελθόντος, αλλά και ανατοποθέτησης των σχέσεων με τα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο γεννιόμαστε και μεγαλώνουμε, εντός του οποίου αποκτούμε τα χαρακτηριστικά που μας ακολουθούν σε όλη μας τη ζωή. Στα Αδέλφια κυρίαρχη ήταν η σχέση με τον αδελφό, εδώ με τη μητέρα και κυρίως με τον πατέρα με τον οποίο ταυτίζεται εν πολλοίς ο αφηγητής στο τέλος.
Και σ’ αυτό το μυθιστόρημα μια διάχυτη απειλή διαβρώνει τις στιγμές της καθημερινότητας, τις απλές χειρονομίες, τα κοινότοπα λόγια ή και τις στιγμές της σιωπής. Η απειλή μιας επικείμενης καταστροφής, ενός κακού που απλώνεται πάνω από τις σχέσεις.
Από τη χαρά στην κατήφεια
Η απότομη μεταστροφή από τη χαρά στην κατήφεια, από τις ανεξήγητες συμπεριφορές των αγαπημένων προσώπων που φαίνονται να αγαπιούνται αλλά αλληλοβασανίζονται, οι συζητήσεις των ενηλίκων που παραμένουν ημιτελείς και ανερμήνευτες για τον αφηγητή, καταγράφουν ένα μυστήριο απ’ όπου προκύπτει αυτή η απειλή, την οποία ο ίδιος συναισθάνεται αλλά δεν μπορεί να της δώσει σάρκα και οστά, να αποκτήσει γι’ αυτόν υπόσταση.
«Το πρώτο βράδυ έπιναν από ένα κρασί του παππού που το είπαν ροζέ και δεν ήταν που είχε ελάχιστο ρόδι και πιο πολύ υπόλευκο και θολό χρώμα και στην αρχή ευθύμησαν. Γλυκόπιοτο και πανάλαφρο έλεγαν πως ήταν και συνέχισαν να πίνουν ενώ εγώ τους έβλεπα που μεθούσαν. Φιλιά μετά σε εμένα που με γαργαλούσαν και δεν το άντεχα και προσπαθούσα να ξεφύγω από τους τρεις τους στο ημίδιπλο κρεβάτι.
Φιλιά και μεταξύ τους μέχρι αργά αλλά την επόμενη μέρα δεν μιλιόντουσαν. […] Περίεργη ήταν και η απουσία τους από το μεσημεριανό τραπέζι και πιο παράξενη η συμπεριφορά τους το βράδυ όταν καθίσαμε να φάμε και ενώ μιλούσαν με τον παππού και τη γιαγιά, μεταξύ τους ούτε που κοιτάζονταν, μόνο τα τυπικά, μέχρι που κάποια στιγμή η Αλίκη πέταξε το πιρούνι της μέσα στο πιάτο της σαν να το τιμωρούσε με βρόντο και σηκώθηκε και έφυγε, ενώ οι άλλοι συνέχισαν να τρώνε σιωπηλοί».
Στο βιβλίο η αφήγηση ξεκινά από την Πλατεία Κλαυθμώνος και καταλήγει εκεί. Ωστόσο τίποτε δεν θα είναι πια το ίδιο στο τέλος. Αρκετές απαντήσεις θα έχουν δοθεί, έστω κι αν έχουν παραμείνει ενδοκειμενικά άρρητες. Μπορεί βέβαια και πάλι να μην κατονομάζεται τι ακριβώς έχει συμβεί ανάμεσα στην Αλίκη, τον Αντώνη και τον φίλο τους Βέργο, να μη μαθαίνουμε για το τι κάνει ο σύντροφος της μητέρας Θεόφιλος στα ουρητήρια ή τι ξέρει η Μιμή, ωστόσο υποθέτουμε με μεγαλύτερο ποσοστό βεβαιότητας απ’ ό,τι σε άλλες αφηγήσεις του συγγραφέα. Καθοριστικό σημείο στην πορεία από τη γνώση στην άγνοια του ήρωα θα παίξει η σύλληψή του. Δεν είναι τυχαίο ότι προτάσσεται στο βιβλίο ως Πρώτο Μέρος.
Γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας σε μια συνέντευξή του:
«Ο νεαρός ήρωάς της έχει ήδη ακούσει τις φήμες για τα νυχτερινά μπλόκα που στήνονται για τους «ανώμαλους» στα ουρητήρια κι επομένως γνωρίζει τον πιθανό κίνδυνο που διατρέχει πηγαίνοντας εκεί. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι ότι αρκεί να έρθει κάποιος άλλος να καθίσει στο ίδιο με σένα παγκάκι για να συλληφθείς. Αλλά και η περιπλάνησή του στη συνέχεια και κυρίως η γνωριμία του με το περιβάλλον των ομοφυλόφιλων κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Ακόμα κι αν δεν την επιδιώκει, την καλοδέχεται γιατί κάτι ψάχνει να βρει».
Ο αφηγητής έχει ήδη ξεκινήσει την πορεία αναζήτησης της ταυτότητάς του μέσα από την αναζήτηση της ταυτότητας των γονιών του: ψάχνει να βρει τι έχει συμβεί μέσα στο ίδιο του το σπίτι: με τη μητέρα, τον πατέρα, τον Βέργο, τον Θεόφιλο.
Ο αφηγητής θα ακολουθήσει την πορεία προς τη γνώση ως το τέλος και θα αποκαλύψει το μυστικό της σύλληψής του στην Αλίκη, η οποία όμως και δεν θα το συζητήσει ανοιχτά ποτέ. Με τον πατέρα δεν έφτασε ποτέ η εξομολόγησή τους ως το τέλος, αλλά εκεί ίσως και να μην είναι αναγκαίο: ο αφηγητής μοιάζει στον πατέρα του, άρα και ο πατέρας αναγνωρίζει τον εαυτό του, όπως και ο αφηγητής. Ας μη λησμονούμε ότι και στα Αδέλφια ο μεγάλος γιος Θανάσης είναι αυτός που παρόλες τις συγκρούσεις με τον πατέρα θα τον διαδεχτεί στον πατρογονικό οίκο και θα ταυτιστεί μαζί του, ενώ ο μικρότερος γιος θα φύγει και θα ζήσει για πάντα μακριά.
Σταθερό κέντρο
Υπάρχει ένα σταθερό κέντρο γύρω από το οποίο πλέκεται με περίτεχνο τρόπο η βαθύτερη αντίφαση ανάμεσα στην αλήθεια και το ψεύδος, μόνο που στο βιβλίο αυτό τα περισσότερα από τα κομμάτια του παζλ μπαίνουν στη θέση τους. Και όπως ο αφηγητής είναι πιο τολμηρός –σχετικά με άλλα μυθιστορήματα του Συμπάρδη– ως προς την επιθυμία του να μάθει και να ολοκληρώσει την πορεία της μύησής του: ακολουθεί τον νεαρό Κολίνο στη συνεύρεσή του με έναν ώριμο άντρα, μπαίνει στα ουρητήρια και παρακολουθεί τις πράξεις αλληλοαυνανισμού, έτσι και η ίδια η αφήγηση είναι πιο τολμηρή: αναφέρει πιο ρητά τις ερωτικές πράξεις, οι εικόνες της είναι πιο περιγραφικές και η υποβολή εν μέρει υποχωρεί.
Ο Γιώργος Συμπάρδης γεννήθηκε το 1945 στην Ελευσίνα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και σκηνοθεσία κινηματογράφου σε Αθήνα και Λονδίνο. Έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα με τη νουβέλα Μέντιουμ το 1987, η οποία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Ακολούθησε το μυθιστόρημα Ο άχρηστος Δημήτρης, το 1998, το οποίο είχε εξίσου θερμή υποδοχή από κοινό και κριτικούς. Το 2012 το μυθιστόρημά του Υπόσχεση γάμου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) και με το Βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα. Το 2013 τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη. Το 2015 κυκλοφόρησε η νουβέλα του Μεγάλες γυναίκες. Τα Αδέλφια, το πέμπτο πεζογραφικό του έργο, τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος 2019 από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης». |
Ο αφηγητής αποκαλύπτει έναν κόσμο που δεν φανερώνει πλήρως την ταυτότητά του, σαν να είναι διχασμένος και δικασμένος να παραμένει μυστικός, κάτι που μόνο οι μυημένοι του γνωρίζουν. Τα πρόσωπα του κόσμου αυτού έχουν διπλούς ρόλους-ταυτότητες, παίζουν ανάμεσα στα φύλα αλλά και την ηλικία, την ωριμότητα και την παιδικότητα, όντα διφυή, αμφίσημα, με μια ακαθόριστη και γι’ αυτό σαγηνευτική, σκοτεινότητα.
«Αν είναι δυνατόν αγανάκτησε ο Κολίνος που είχε ξαφνικά γίνει στο μεταξύ και πάλι ομιλητικός όταν λέμε ότι κάποιοι είναι πονηροί εσύ ποιους νομίζεις ότι εννοούμε τους δικούς μας εννοούμε για να μη μας καταλαβαίνουν οι άλλοι και εκεί που πάμε τι νομίζεις καμμιά φορά πάνε και οι άλλοι βλέπουν ένα μαγαζί ωραίο μαγαζί και μπαίνουν σου λέει το Τζάκι του Αντώνη θα έχει χειμώνα καιρό και ένα τζάκι που δεν έχει ποτέ δεν είχε και απέ πίνουν το κονιακάκι τους και φεύγουν και τίποτα δεν έχουν καταλάβει πολύ λογικό είναι άλλης κλάσης οι δικοί μας οι άνθρωποι εκεί».
Σαγηνευτικά και επικίνδυνα
Για τα βιβλία του Συμπάρδη έχω ξαναπεί ότι είναι αναγνώσματα σαγηνευτικά και επικίνδυνα. Γιατί σε γοητεύουν με την υποβολή και το μυστήριο και σε εξαναγκάζουν να κοιτάξεις βαθύτερα από την επιφάνεια, τη δική σου και των άλλων. Γιατί μιλούν με έναν ιδιαίτερο τρόπο για θέματα που η εποχή μας είτε τα απογυμνώνει αποκαθηλωτικά είτε τα δακτυλοδείχνει μειωτικά.
Γιατί παίρνει θέματα διαχρονικά και τα προσγειώνει σε έναν τόπο και χρόνο παραπλανητικό, πείθοντάς μας για τον ρεαλισμό τους ενώ αυτά έχουν ήδη ανυψωθεί σε κάτι άλλο: αλληγορικό, υπαρξιακό και πανανθρώπινο.
Γι’ αυτό και η Πλατεία Κλαυθμώνος γίνεται ο συμβολικός τόπος των απαγορευμένων σχέσεων και η δικτατορία γίνεται εδώ το πλαίσιο της προφάνειας μιας απαγόρευσης.
Απαγόρευση που η εποχή μας έχει άρει με έναν παρόμοια δυναστευτικό τρόπο αναγκάζοντάς μας να αποκαλύπτουμε μια ιδιωτικότητα, την οποία η καθημερινότητα εξακολουθεί να μας την επιβάλλει απόκρυφη.
Ο συγγραφέας μ’ αυτό το βιβλίο του ψιθυρίζει στον αναγνώστη με τον γνωστό υποβλητικό του τρόπο ότι παρόλο που τα παιδιά ποτέ δεν ξεχνούν, είναι πολύ οδυνηρό να προσπαθούν να τα μάθουν όλα.
* Η ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και κριτικός. Τελευταίο βιβλίο της η συγκεντρωτική κριτική έκδοση των «Διηγημάτων του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (2022, ΣΩΒ).