Του Κώστα Αγοραστού
Ο Τζόνι και η Λούλου δεν είναι απλώς δυο νέοι που έφυγαν από την Αθήνα για να ταξιδέψουν προς την Κωνσταντινούπολη. Δεν ψάχνουν τη χαρά του ταξιδιού με μποέμ διάθεση και σκοπό να ζήσουν περιπέτειες μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους.
Οι συνθήκες της ζωής τους, στην Αθήνα του 2008, τους έβαλαν ακούσια σε μια μεγάλη περιπέτεια. Σε μια περιπέτεια που έτεινε να τους “πετάξει” έξω απ’ όσα είχαν ονειρευτεί, έξω απ’ οσα η ζωή όφειλε να τους δώσει. Και μετά, μάζεψαν τα τριάντα τους χρόνια σε μια βαλίτσα κι έφυγαν. Ξεκινησαν για άλλον προορισμό. Αναζητώντας καινούργια προοπτική.
Στην αρχή ήταν η θλίψη και η απογοήτευση που νιώθεις όταν σε διώχνουν από κάπου, μετά η απόγνωση και η απελπισία όταν καταλαβαίνεις ότι δεν σε θέλουν πουθενά.
Όταν η Λούλου έμεινε άνεργη και ο Τζόνι μπήκε σε εργασιακή εφεδρεία το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να φύγουν. Να φύγουν, όμως όχι χωρίς σκέψεις και ενδοιασμούς…
Υποσχέσου μου ότι θα γυρίσουμε πίσω. Δε θέλω να μείνω σε άλλη χώρα. Δεν θέλω να κάνω παιδιά σε άλλη χώρα.
Και έτσι το αποφάσισαν.
Όταν έρχονται τα σύννεφα, ο καιρός είναι ιδανικός για ταξίδι.
Στα δεξιά τους, απλώνονταν σκοτεινές εκτάσεις που τυλίγονταν μες στο μπλε της νύχτας και γίνονταν ένα μ’ αυτό. Κι ήταν τόσο πηχτό αυτό το μπλε, που δεν διέκρινες γη από ουρανό. Τα χωράφια της μέρας δεν είχαν αρχή και τέλος στη νύχτα και μοιάζαν δεμένα μεταξύ τους μόνο απ’ τα καλώδια της ΔΕΗ που κρέμονταν στον αέρα. Κάπου σ’ αυτό το ύψος ξεπρόβαλλαν τα φώτα από μακρινά χωριά, άλλα στις πεδιάδες σαν βάρκες που πάλευαν με τα κύματα, άλλα στις κορυφογραμμές σαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια. Τα έργα των ανθρώπων τυλίγονταν μες στο μπλε της νύχτας, γίνονταν έναν μ’ αυτό κι ύστερα χάνονταν και το μόνο που έμενε ήταν τα έρημα, μαύρα χωράφια.
Αυτό που μπορεί να σε κρατήσει ζωντανό δεν είναι μια ιδέα, δεν είναι ένα όραμα, δεν είναι πράγματα με χρηστική αξία. Αυτό που μπορεί να σε κρατήσει ζωντανό είναι ένας άνθρωπος. Που συμπάσχει. Που υποφέρει. Που δυσκολεύεται. Που δεν σου το δείχνει. Που χαμογελάει. Ο Τζόνι αγαπάει τη Λούλου. Η Λούλου αγαπάει τον Τζόνι. Προβλήματα: Τέλος.
Δεν έχεις ακούσει ότι, όταν η Φτώχεια μπαίνει απ’ την πόρτα, ο Έρωτας βγαίνει απ’ το παράθυρο;
Εσύ δεν έχεις ακούσει ότι, όταν η Φτώχεια μπαίνει απ’ την πόρτα, ο Έρωτας την περιμένει από πίσω να της δώσει ένα χεράκι ξύλο;
Μην ξεχνάς τη μουσική. Μην ξεχνάς το σινεμά. Μην ξεχνάς τα βιβλία. Μην ξεχνάς τις σταθερές σου αξίες. Οι Τρύπες, τα Διάφανα Κρίνα, οι Στέρεο Νόβα, ο Elvis Presley, οι Deep Purple, ο Jeff Buckley, η Frida Kahlo, η Ατίθαση Καρδιά, τα Σταφλια της Οργής, η Σοφία Βέμπο, ο Στράτος Διονυσίου, ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι έτοιμοι να σου θυμίσουν ότι δεν πέρασε ούτε στιγμή από την πρώτη φορά που «συναντήθηκες» μαζί τους. Σε άλλαξαν τόσο, που δεν θυμάσαι ποιος ήσουν πριν. Σε φώτισαν τόσο, που η λάμψη βγαίνει πια από μέσα σου.
Ρούφαγε σαν σφουγγάρι ό,τι άκουγε στην παρέα του. Έπαιρνε κάθε βιβλίο, κάθε cd για το οποίο γινόταν λόγος. Ένας και μόνο στίχος από το Jinx την έκανε να ακούσει ολόκληρο το Desire των Tuxedomoon. Ένιωθε το μυαλό της να ανοίγει σαν τουλίπα στη ζέστη, και όλο αυτό το ξύπνημα το όφειλε σ’ εκείνον, που της μάθαινε πράγματα, της έγραφε ποιήματα, της έπαιζε κιθάρα.
Με το Τζόνι και Λούλου η Βάσια Τζανακάρη κατάφερε να σκιαγραφήσει τη γενιά των σημερινών 30άριδων με τρόπο εύστοχο, καίριο χωρίς να γίνεται μελό και υπερβολική. ‘Εγραψε ένα αστικό μυθιστόρημα με τη ματιά ενός ανθρώπου που αγαπά την Αθήνα γιατί δεν γεννήθηκε εδώ. Ένα μυθιστόρημα που οι ήρωές του είμαστε όλοι εμείς. Ένα μυθιστόρημα για το πώς ζούνε δυο ερωτευμένοι σε πείσμα όλων, χωρίς να αφομοιώνονται από τον περίγυρο, διατηρώντας τη χάρη και την αισιοδοξία τους μέχρι το τέλος.
Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στις 30.10.11
Τζόνι και Λούλου
Εκδόσεις Μεταίχμιο
Αθήνα, 2011, σελ. 253