Για την επανακυκλοφορία του βιβλίου της Γεωργίας Τάτση «Χορός στα ποτήρια» (εκδ. Βακχικόν, δύο νουβέλες). Κεντρική εικόνα: Φωτογραφία από την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Θίασος» (1974-’75)
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Iεροτελεστικός από τη φύση του, ο χορός, αναπλάθει ένα νέο σύνορο ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή. Σε σημείο, δε, που το αποτέλεσμα αυτής της ένωσης να μην είναι ποτέ ξεκάθαρο. Ένας διονυσιασμός από τον οποίο δεν προκύπτει πάντα η έκσταση, αλλά και ο θρήνος. Ακόμη και ο θάνατος Ναι, ακόμη κι αυτός.
Αρκεί να σκεφτούμε τον Χορό του θανάτου του Αύγουστου Στρίνμπεργκ για να κατανοήσουμε πώς αυτός ο ξέφρενος στροβιλισμός, στην περίπτωσή του ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που έχει πάψει από καιρό να τρέφει τις αυταπάτες της συμβίωσης, καταλήγει σε ένα ρεσάλτο προς το υπαρξιακό κενό, με τους μετέχοντες στον χορό να γίνονται ακροβάτες δίχως ελπίδα σωτηρίας.
Η Γεωργία Τάτση στο βιβλίο της Χορός στα ποτήρια (εκδ. Βακχικόν) χρησιμοποιεί τον χορό για να ορίσει το τέλος (αλλά και την αρχή) ενός δράματος που έχει κατά βάσιν ιστορικές και πολιτικές ρίζες. Μόνο που οτιδήποτε ιστορικό και πολιτικό σαρώνει πάντα τους απλούς ανθρώπους, τους μετατρέπει σε θύτες και θύματα ταυτοχρόνως.
Οι δύο νουβέλες που συγκροτούν το βιβλίο ενώνονται άμεσα μεταξύ τους. Τόσο πολύ που μπορεί να πει κανείς πως δεν είναι καν δύο (sic), αλλά μια ιστορία γραμμένη από δύο διαφορετικές θεάσεις.
Η Γεωργία Τάτση στο βιβλίο της Χορός στα ποτήρια (εκδ. Βακχικόν) χρησιμοποιεί τον χορό για να ορίσει το τέλος (αλλά και την αρχή) ενός δράματος που έχει κατά βάσιν ιστορικές και πολιτικές ρίζες.
Είναι βέβαιο πως αν δεν έχεις διαβάσει την πρώτη ιστορία, τον «Χορό των μεταμφιεσμένων», είναι σφόδρα απίθανο να κατανοήσεις τι πραγματεύεται η δεύτερη ιστορία με τον τίτλο «Λαγός στιφάδο». Η δράση κυκλώνει όλα τα δύσκολα χρόνια της χώρας: από την Κατοχή έως τον Εμφύλιο κι από τη Δικτατορία έως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Μεγάλο χρονικό διάστημα για ένα τόσο βραχύ βιβλίο, ωστόσο η Τάτση αφήνει τις αμυχές της μεγάλης ιστορίας να φανούν μέσα από τις σκέψεις και τις αναπολήσεις των ηρώων, με αποτέλεσμα αυτό το traveling στο σκληρό παρελθόν να εμφανίζεται σ’ εμάς πυκνωμένο και πλήρως αποτυπωμένο στη μοίρα και τις πράξεις τους.
Επίσης, τους ήρωες τους κεντρώνει ο τόπος. Ναι, σ’ αυτές τις δύο ιστορίες ο τόπος παίζει καθοριστικό ρόλο. Πρόκειται για την Άρτα και συγκεκριμένα το Κλειστό, γενέθλιο τόπο της Τάτση. Μακριά από την πολύβουη Αθήνα που έζησε με τον δικό της τρόπο τα πάθη και τα λάθη του παρελθόντος της χώρας, στην επαρχία αυτές οι πληγές μεγεθύνονται και πλάθονται με τη φύση, τα ζώα, τους ανθρώπους. Γίνονται μέρος μιας ειμαρμένης που μπορεί να ημερέψει (αν ημερεύει) μόνο με τον θάνατο.
Ο θάνατος είναι ο άλλος σημαντικός πόλος αυτού του βιβλίου. Μόνο που δεν έχουμε να κάνουμε με μια συμβολική απώλεια, αλλά πραγματική. Βαθιά, ανεπούλωτη και διαρκής. Το κρέπι του χαμού πέφτει πάνω σε λέξεις, εικόνες, πράξεις και σκέψεις των ηρώων και κατ’ επέκταση του βιβλίου. Κι ίσως, η πιο καίρια συγγραφική πράξη της Τάτση είναι να μην μασκαρέψει αυτόν τον θάνατο, αλλά να του δώσει τη δύναμη που έχει μια ποιητική ενέργεια σε έναν σκληρό τόπο. Δεν είναι ένας ιδεατός θάνατος, αλλά κάποιος που αφήνει χαίνουσες πληγές (ζητώντας να δημιουργηθούν κι άλλες). Είναι ένας θάνατος παμφάγος, τον οποίο η συγγραφέας εικονοποιεί με μετρημένο και συνάμα υποβλητικό τρόπο.
Στην πρώτη ιστορία, ο Αλέξανδρος αναγκάζεται να φύγει από την Ελλάδα, που έχει μπει στον γύψο λόγω της χούντας των συνταγματαρχών, με προορισμό τη μακρινή Σουηδία. Πίσω του αφήνει μια οικογένεια ρημαγμένη και βουτηγμένη μέσα στα νερά της απώλειας (η μάνα έχει χαθεί προ καιρού). Μόνος ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους, ο Αλέξανδρος θα μάθει να βιώνει τον Πάνω Κόσμο της Σουηδίας σε σχέση πάντα με τον Κάτω Κόσμο της Ελλάδας. Όσο κι αν παλεύει να αποδιώξει από πάνω του το παρελθόν, τόσο αυτό επιστρέφει δυσώδες και τον κυκλώνει.
Ακόμη και η γνωριμία του με την Κιμ, μια Σουηδέζα φωτογράφο που ζει μόνη με την κόρη της, μόνο πρόσκαιρα θα κατευνάσει την παρουσία του παρελθόντος και της εξορίας μέσα του. Λες και κάτι σκοτεινό έχει γραφτεί στη μοίρα του, θα αποφασίσει να επιστρέψει στην Ελλάδα λόγω του επικείμενου γάμου της αδελφής του. Στο μεταξύ, όμως, η είδηση ότι ο ξάδελφός του, Δημήτρης, σακατεύτηκε από τα βασανιστήρια που υπέστη στην Ασφάλεια, τον κατατρώει. Μαθαίνοντας ποιος είναι αυτός που ευθύνεται για την αναπηρία του ξαδέλφου του, αποφασίζει να μετατρέψει το νόστο σε πράξη εκδίκησης. Μοίρα δύστηνη θα τον ακολουθήσει στο ταξίδι του γυρισμού.
Το ύφος της Τάτση σε τυλίγει εξ αρχής. Ο τόπος, το βίωμα, η ψυχική αναταραχή, η καταχνιά των γεγονότων, το βαρύ ριζικό, όλα πλάθονται με λέξεις που ολοένα καταλήγουν σε εξομολόγηση και αναμόχλευση.
Το κομμάτι της ιστορίας συμπληρώνεται με τον έτερο πρωταγωνιστή του δράματος, τον Τάσο, που είναι ο άνθρωπος που βασάνισε τον Δημήτρη. Τον συναντάμε γέρο πια και με την υγεία του κλονισμένη. Με επιδέξιο τρόπο που ενώνει τις δύο ιστορίες, αναπτύσσονται οι δύο διαφορετικές χρονικότητες. Το αφηγηματικό τότε που προκάλεσε το φονικό και το αντίστοιχο τώρα που μοιάζει με οικτιρμό και αυτεπίγνωση για τον δράστη.
Πάνω στον χορό των ποτηριών, σε μια ντελιριακή σκηνή, ο Αλέξανδρος θα συναντηθεί με τον Τάσο πρόσωπο με πρόσωπο. Ο πρώτος θα χορεύει, ο δεύτερος θα θαυμάζει τον χορευτή και, αίφνης, η αποκάλυψη του ποιος είναι ποιος θα οπλίσει το χέρι του Τάσου και θα αφήσει τον θάνατο να αναλάβει τα ηνία.
Ο αστυνομικός στην Ασφάλεια Αθηνών, Τάσος, μια σκληρή φυσιογνωμία εξ επαγγέλματος, θύμα της εποχής και συνάμα θύτης, βρίσκεται στο σημείο που βιώνει τη δική του απώλεια. Η γυναίκα του έχει πεθάνει αφήνοντάς τον μόνο με τις βαριές μνήμες και τα δικά του λάθη. Ο χειρότερος κριτής γίνεται ο εαυτός του, είναι αυτός που τον δικάζει καθημερινά.
Είναι η σειρά του τώρα: ο θάνατος τον κυκλώνει κι αυτόν και δεν έρχεται ήρεμα, αλλά με σφοδρότητα.
Η Τάτση επιλέγει κι εδώ να δώσει στον επικείμενο θάνατο ένα εικονοποιητικό προανάκρουσμα. Σε ένα φιλικό τραπέζι, ο Τάσος θα δει στα μάτια του νεκρού λαγού, το τέλος να παίρνει το σχήμα και τη μορφή του δικό του θανάτου. Όμως ακόμη κι όταν αυτός τελικά θα έρθει, δεν θα του προσφέρει λύτρωση, αλλά θα τον φορτώσει με μια βαριά απορία. Κάπως έτσι χάνονται οι ζωές των ανθρώπων που τους παρασέρνει η Ιστορία.
Το ύφος της Τάτση σε τυλίγει εξ αρχής. Ο τόπος, το βίωμα, η ψυχική αναταραχή, η καταχνιά των γεγονότων, το βαρύ ριζικό, όλα πλάθονται με λέξεις που ολοένα καταλήγουν σε εξομολόγηση και αναμόχλευση. Περισσότερο από τα γεγονότα που αποτελούν το σκελετό της πλοκής, αυτό που μένει είναι το αποτύπωμά τους στην ψυχική έρημο των ηρώων. Για να δηλωθεί κάτι τέτοιο επαρκώς χρειάζεται μια γλώσσα πυκνή, ποιητική, αλλά και χθόνια. Τέτοια είναι η γλώσσα του βιβλίου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία επ’ αυτού. Ένα άξιο δείγμα πραγματικά καλής λογοτεχνίας.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
Πατάει ο Αλέξανδρος στο κρασοπότηρο με το αριστερό, με αργή κίνηση φέρνει μπροστά στο γόνατο το άλλο πόδι και πάλι αργά το πάει πίσω, κοντά στην κλείδωση. Χαμηλώνοντας το σώμα, αργά, κουρνιάζει ολόκληρος πάνω στο ποτήρι, μένει για λίγο ακίνητος, συγκεντρωμένος στα έγκατα του εαυτού του, κι ύστερα στροβιλίζεται, ξεδιπλώνεται, μετεωρίζεται για μια στιγμή και εκτινάσσεται, αλλάζοντας πόδι στον αέρα, πατάει με το δεξί στο μεσαίο κρασοπότηρο, στο ακριανό μετά, μεσαίο, ακριανό, ακριανό, μεσαίο, ξανά, ξανά, φτερουγίζοντας από ποτήρι σε ποτήρι.
«Γεια σου, Αλέξανδρε» λέει πάλι ο φίλος και ο Αλέξανδρος δεν είναι πια ο Αλέξανδρος. Το αρσενικό, ο αετός που ανοίγει τη βεντάλια των φτερών και ανυψώνεται, ενσαρκώνοντας την ψυχή όλων των αντρών, όσων χορεύουν μαζί του και τον επευφημούν και όσων αμίλητοι τον βλέπουν αφού ο χορός τούς επιτρέπει ν’ αφεθούν στο συναίσθημα χωρίς ντροπή, χωρίς αυτοσυγκράτηση και επιφυλάξεις.