Για το μυθιστόρημα της Τέσυς Μπάιλα «Λέγε με Ισμαήλ» (εκδ. Ψυχογιός). Κεντρική εικόνα: © Rostyslav Savchyn (Unsplash).
Γράφει ο Κώστας Δρουγαλάς
Η Τέσυ Μπάιλα στο έβδομο μυθιστόρημά της με τίτλο Λέγε με Ισμαήλ (εκδ. Ψυχογιός) μεταφέρει το αφηγηματικό περιεχόμενο στην Κωνσταντινούπολη, και πιο συγκεκριμένα στο πολυφυλετικό Πέρα κατά την ταραγμένη δεκαετία 1955-1964. Ο τίτλος του μυθιστορήματος παραπέμπει ευθέως στην εναρκτήρια φράση του Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ, που με τον δικό του τρόπο κάνει την εμφάνισή του αρκετές φορές μέσα στο βιβλίο της Μπάιλα.
Ένας πολυφωνικός θίασος
Το μυθιστόρημα αποτελεί έναν πολυφωνικό θίασο με αρκετούς ετερόκλητους πρωταγωνιστές: τον Ισμαήλ, ιδιοκτήτη ενός καφενείου, καλόκαρδο και προσηνή λαϊκό· τον Ισίδωρο, φαινομενικά βλοσυρό αλλά βαθιά ευαίσθητο ιδιοκτήτη του μοναδικού ελληνικού βιβλιοπωλείου στο Πέρα· την περήφανη αρχόντισσα Καλλιάνθη που ξοδεύει τη ζωή της πίσω από κουρτίνες που κρύβουν το μυστικό της παρέα με τη Μέλπω· τη Γιασεμώ, μία αηδονόλαλη πρώην καλλονή που περιφέρεται στη συνοικία συνοδεία ενός αδέσποτου σκύλου· την Αϊσέ που αφήνει πίσω τους φίλους και την κόρη της· τον τυχοδιώκτη κι εμμονικό Ναντίρ και την πανέμορφη Ασλίβ.
Η Τέσυ Μπάιλα γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού και Μετάφραση Λογοτεχνίας. Εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία το 2009. Ασχολείται με τη φωτογραφία, και ατομικές εκθέσεις της έχουν φιλοξενηθεί στο Πανεπιστήμιο Gakugei της Ιαπωνίας και στην Αθήνα. Διατηρεί στήλες λογοτεχνικής αρθρογραφίας και βιβλιοκριτικής σε έγκριτα διαδικτυακά περιοδικά. Είναι επίσης συντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού Κλεψύδρα και αρχισυντάκτρια του περιοδικού Literature.gr. |
Μικροϊστορίες που αθροίζονται, αποδίδοντας τη μεγάλη εικόνα όχι μόνο στα χρόνια της ειρηνικής συνύπαρξης αλλά και στην περίοδο του εθνικισμού και του επακόλουθου πογκρόμ τον Σεπτέμβριο του 1964 καθώς και στις απελάσεις που συντάραξαν τα Βαλκάνια και την Ευρώπη. Οι ιστορίες των πρωταγωνιστών συμπλέκονται με τρόπο αξεδιάλυτο αναδεικνύοντας τη βαθιά ανθρωπινότητα των καθημερινών, απλών ανθρώπων και τον τρόπο που αυτή επηρεάζεται ποικιλοτρόπως από εξωτερικές πολιτικές πιέσεις.
Στο μυθιστόρημα είναι πανταχού παρούσες οι ανθρώπινες αισθήσεις· οι μυρωδιές, οι γεύσεις, οι ήχοι κι οι εικόνες από το Πέρα μιας άλλη εποχής: τα κρωξίματα των γλάρων, τα γουργουρητά από τους ναργιλέδες, τα καλέσματα από τους μιναρέδες, η μυρωδιά των παλιών βιβλίων. Η καθημερινότητα των απλών ανθρώπων το ίδιο: οι απογοητεύσεις κι οι συγκινήσεις, μικρές ή μεγάλες, η αφοσίωση κι η προδοσία, η ωμή βία κι η ακατανίκητη ανθρωπιά, ο έρωτας και το μίσος, που πολλαπλασιάζονται ανάλογα με την έννοια του επείγοντος.
Το μυθιστόρημα της Μπάιλα αποτελεί ένα ντοκουμέντο για μία γειτονιά πολυφυλετική και κοσμοπολίτικη που εξακολουθεί να ζει μέσα από τις λογοτεχνικές σελίδες και την ανάγκη της ανάγνωσης. Πέραν όμως των λογοτεχνικών πειστηρίων, αυτό που κυρίως αποκομίζει ο αναγνώστης με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του Λέγε με Ισμαήλ είναι μια αίσθηση τρυφερότητας για τους ανθρώπους, για την αγάπη εκείνη που γαλήνια γυρεύει να τους χωρέσει όλους.
* O ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Από πού έρχεται η νύχτα» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Και τι θα πει δίκιο και άδικο;» ρώτησε άξαφνα το Τουρκάκι.
«Θα πει…» δυσκολεύτηκε για μια στιγμή να απαντήσει ο Ισίδωρος. «Δίκιο θα πει να έχουν όλα τα παιδιά του κόσμου μια φέτα ψωμί να φάνε, Οσμάν, έναν τόπο να ξαποσταίνει η ψυχή τους, μια θέση σ’ αυτή τη ζωή ανεξάρτητα από το χρώμα τους, τη φυλή τους, την καταγωγή τους, την οικονομική τους κατάσταση, τη γλώσσα και τη θρησκεία τους. Καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω;»
«Ναι», απάντησε ο Οσμάν, κι ας μην είχε καταλάβει καλά τι του έλεγε ο κυρ Ισίδωρος.
«Ωραία».
«Το δικό μου όμως το έφαγε σήμερα ο Γιουσούφ», συνέχισε ο Οσμάν ρουφώντας τη μύτη του.
«Ποιο;» ρώτησε ο Ισίδωρος και κοίταξε το παιδί.
«Το ψωμί μου, ντε».
Χαμογέλασε ο Ισίδωρος. «Δεν πειράζει, Οσμάν. Πεινούσε. Κι ο Γιουσούφ έχει δικαίωμα για μια φέτα ψωμί σ’ αυτόν τον κόσμο».