Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Ήλιος με ξιφολόγχες» (εκδ. Πατάκη). Στην κεντρική εικόνα, Εβραίοι εγκαταλείπουν τα σπίτια τους μετά τον εμπρησμό κατά το πογκρόμ του Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, που αναπλάθει τη νεοελληνική ζωή υπό λοξή οπτική γωνία, σε συνεχή παρέκκλιση της κανονικότητας, στο συναρπαστικό τελευταίο του μυθιστόρημα Ήλιος με ξιφολόγχες (εκδ. Πατάκη) προβάλλει ευθέως στο λογοτεχνικό σύμπαν τα ιστορικά γεγονότα και ακολουθεί τον ήρωά του, τον συνετό ταγματάρχη της αντικατασκοπίας Γόρδιο Κλήμεντο, που όλως περιέργως διαβάζει Μποντλέρ και παραμένει ένας «γόρδιος δεσμός» προς επίλυσιν για τον αναγνώστη. Ο συγγραφέας επεξηγεί ταυτόχρονα, δια στόματος παντεπόπτη αφηγητή, τις εσωτερικά εστιασμένες σκέψεις του, ενώ σχολιάζει κιόλας, αποτεινόμενος στον αναγνώστη: «οσφραίνεται απληστία, φόβο και τύψεις».
Το κοινωνικό ψηφιδωτό και η εντολή εξελληνισμού
Θεσσαλονίκη, μήτρα του βενιζελισμού και διεθνές κέντρο εμπορίας καπνού, όπου ένας ισχυρός πυρήνας Εβραίων και Ιταλοεβραίων ελέγχει τις συναλλαγές και την κουλτούρα, ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων έχει συσσωρευτεί, ενώ παράλληλα έχει δομηθεί μια ισχυρή αστική τάξη. Ο Σκαμπαρδώνης ξεκινά μια μυθική διήγηση, στα πλαίσια της οποίας ο χρόνος του παρατηρητή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στη φιλοτέχνηση του σκηνικού του Μεσοπολέμου. Ιστορικά αντικρυσμένη, πρόκειται για μια ιστορική στιγμή αποκάλυψης του γλίσχρου, ρευστού αξιακού συστήματος της ελληνικής κοινωνίας, στιγμή κατάρρευσης των ψευδαισθήσεων και ταχείας εισόδου της Ελλάδας σε μια περίοδο «ελληνοποίησης», στιγμή που προοικονομεί ένα ζοφερό μέλλον: η μεγάλη πυρκαγιά ξεκινά σκόπιμα με έναν βαθμό τυχαιότητας, όπως στα περισσότερα μυθιστορήματα, δεν παύει όμως να εκπέμπεται μια ειρωνική, ενυπάρχουσα τελεολογία στον φλεγόμενο ποντικό της γριάς Συντάκαινας (κι εμένα ως συγγραφέα με έχει απασχολήσει η ίδια ακριβώς πυρκαγιά του Κάμπελ, της «Εθνικής Ενώσεως Ελλάς» και του πογκρόμ κατά των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, οπότε γνωρίζω τη στενωπό αναζήτησης μυθιστορηματικών λύσεων εκεί όπου η ιστορική αφήγηση αφήνει κενό).
Το ψηφιδωτό των ανθρωπο-τύπων του βιβλίου περιλαμβάνει λιμενεργάτες, αμύντορες της ηθικής και πόρνες, μαχαιροβγάλτες, μικροαπατεώνες, φουκαράδες, μεσόκοπες γυναίκες, πόρνες και ευειδείς νταβατζήδες [...]
Το δρων υποκείμενο της Ιστορίας κυοφορείται στους –ανομοιογενείς ως προς την κοινωνική σύνθεση– κόλπους της λαϊκής τάξης και του λούμπεν προλεταριάτου, που φέρει γνωρίσματα παραβατικότητας και περιθωρίου. Το ψηφιδωτό των ανθρωπο-τύπων του βιβλίου περιλαμβάνει λιμενεργάτες, αμύντορες της ηθικής και πόρνες, μαχαιροβγάλτες, μικροαπατεώνες, φουκαράδες, μεσόκοπες γυναίκες, πόρνες και ευειδείς νταβατζήδες, χαρτορίχτρες, chanteuses του ελαφρού θεάματος, χασικλήδες και οπιομανείς, ομοφυλόφιλους που «ψωνίζονται» κοντά στο λιμάνι και χαμάληδες. Αλλά και ως προς τα φρονήματα μια πανσπερμία από Βουλγαροκομιτατζήδες, φιλομουσολινικούς Εβραίους, Ρουμάνους εθνικιστές, παρακρατικούς, πράκτορες ξένων δυνάμεων, χαφιέδες, βαρύμαγκες, δωσίλογους, τσολιάδες, τροτσκιστές (αρχειομαρξιστές) που μισούν τους σταλινικούς, χαλυβδόκρανοι «τριεψιλίτες» που φέρουν χιτλερικά, φαιά πουκάμισα και εξαρτύσεις και σχεδιάζουν τον αφανισμό του κομμουνισμού και του εβραϊσμού από προσώπου γης: την πολυπολιτισμική αυτή χοάνη φιλοδοξούν εις μάτην οι βενιζελικοί να την ομογενοποιήσουν.
Ο νατουραλισμός και το παραξένισμα του σεξ
Οι κοινωνικές/πολιτικές συνθήκες διαμορφώνουν τους χαρακτήρες και οι ήρωες είναι μεταμορφωσιγενείς, πολύπλοκοι, πολυεπίπεδοι. Ο Σκαμπαρδώνης αφήνει τις συνθήκες να τους διαμορφώσουν. Μικρή αφήγηση και εκτενής περιγραφή. Πρόκειται για ένα λεπτομερώς σχεδιασμένο σκηνικό της «επίχρυσης» αυτής, ψευδεπίγραφης εποχής, γεμάτο αιματηρές συγκρούσεις και κοινωνικό αναβρασμό, που ποιητική αδεία μόνο με υψηλό ποσοστό αυθαιρεσίας και σχοινοτενείς περιγραφές μπορεί να αποδοθεί:
«Η πισίνα, πιο πολύ δεξαμενή, πρώην νερόλακκος για να ποτίζονται τα ζώα, παίρνει δωρεάν νερό από παρακείμενο χείμαρρο που κατεβαίνει μαιανδρίζοντας παράφορα απ’ το βουνό – είναι μια τεράστια σκαφτή λακκούβα δέκα επί δώδεκα μέτρα, που την έχτισε ο Γιαννακουρέας εσωτερικά με τσιμέντο και την κανάκεψε κάνοντάς την οιονεί πισίνα, όταν αγόρασε αυτή την γη από αγρότες».
Η δόμηση των στοιχείων της αφήγησης γίνεται εν είδει στρατιωτικού ενθυμήματος, με υπογράμμιση του μιλιταριστικού χαρακτήρα της ζωής των πρωταγωνιστών, που σκιαγραφείται μέσω ενός καταιωνισμού μικρών αφηγήσεων και διαφευγουσών λεπτομερειών: είναι η φύση της μνήμης του διηγηματογράφου τέτοια, που εδώ αναδεικνύεται σε πολύτιμο αρχείο μυθιστορηματικού υλικού, καθώς οι επιλογές των ηρώων επικαθορίζονται από τις συμπληγάδες των ιστορικών συμβάντων. Ο Σκαμπαρδώνης ξέρει να «εμβολιάζει» τα μικρά ονόματα των αντικειμένων με υψηλά νοήματα και δεν υπάρχει ένα κατσαβίδι, μια καραμπίνα ή κάποιο βότσαλο, ένδυμα, άρωμα, φαγητό ή σεξουαλικό φετίχ που να μην υπογραμμίζει την έκκεντρη αντιφατικότητα της ανθρώπινης ζωής.
[...] η έκπληξη, το απρόσμενο, το άδηλο, το κεκρυμμένο, αυτά είναι τα στοιχεία που πρωτίστως συνθέτουν την ιδιοπροσωπία του Σκαμπαρδώνη, ενός συγγραφέα που θέλει το βίωμα να είναι ένα αυτόνομο, αύταρκες σύμπαν περιπλάνησης και συνειδησιακής απώλειας του υποκειμένου.
Το πρώτο εξάμηνο του 1931, «απλωμένο» στις λεπτομέρειές του, αναδεικνύει τις (εκ πρώτης όψεως ασήμαντες) πτυχές της καθημερινότητας των ηρώων, περιβεβλημένες τη νουάρ ατμόσφαιρα και το αστυνομικό μυστήριο ως δευτερογενή κατηγορήματα: η έκπληξη, το απρόσμενο, το άδηλο, το κεκρυμμένο, αυτά είναι τα στοιχεία που πρωτίστως συνθέτουν την ιδιοπροσωπία του Σκαμπαρδώνη, ενός συγγραφέα που θέλει το βίωμα να είναι ένα αυτόνομο, αύταρκες σύμπαν περιπλάνησης και συνειδησιακής απώλειας του υποκειμένου. Και μάλιστα, όταν σ’αυτόν τον μικρόκοσμο εισβάλλει το σεξ ως παράγοντας ανατροπής: «Τη γυναίκα πρέπει να τη δεχτείς σαν κάτι που δεν το καταλαβαίνεις».
Το αφηγηματικό όρυγμα και η τοιχογραφία εποχής
Τι καθιστά το έργο του Σκαμπαρδώνη κατεξοχήν μυθιστορηματικό; Το ότι, βεβαίως –σε εκπληκτική αντίθεση προς τη στρατοκρατούμενη ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους του βιβλίου, τη γεμάτη ένστολους και χωροφύλακες–, ο συγγραφέας επιλέγει να καταγράψει τη μεθυστική ραθυμία της λίμπιντο: με ποιητική, παραληρηματική εικονοπλασία το βλέμμα του ήρωα χαϊδεύει τις γυναικείες καμπύλες, το φετίχ των καλοφτιαγμένων γυναικείων ποδιών, την ηδυπαθή φιγούρα της Ντανιέλ, μιας γυναίκας «με κόκκινα φλογισμένα μαλλιά και μαρμάρινο προφίλ» που κάνει γυμνισμό και επιλέγει να συσχετισθεί ερωτικά με έναν άντρα ακατάλληλο γι' αυτήν. Η Ντανιέλ είναι μια γυναίκα συμπαθής, αισθησιακή, απτή, αρκούντως χειραφετημένη και ουδόλως «fatale». Η εξιδανίκευσή της από τον Γόρδιο είναι που τον καθιστά αληθινό, ευαίσθητο ήρωα με σάρκα και οστά, προσεγγίσιμο, πειστικό, δέκτη των ιστορικών καταστάσεων. Η ερωτική του εμμονή συνιστά και το στοιχείο χειραφέτησής του από τα εξωτερικά κατηγορήματα που διαφορετικά θα τον κατέτασσαν στο στερεότυπο σχήμα του «ταγμένου» βενιζελικού.
O ήλιος που διαγράφεται στον τοίχο κατασκευασμένος από ξιφολόγχες με παραπέμπει ευθέως στα «κυνός καύματα» και στο καυτό καλοκαίρι που προοιωνίζονται τα γεγονότα.
Ο συγγραφέας δεν επιλέγει να ερμηνεύσει αυτά που συνέβησαν, θέλει όμως τα βασανιστικά λεπτομερή συμβάντα να έχουν απήχηση στον ήρωα, να κινούν τις αντιδράσεις του: ο Γόρδιος –που ανακλά, ως πάσχουσα συνείδηση, το σπαρασσόμενο σκηνικό της Θεσσαλονίκης– δεν θα κατορθώσει τελικά να ελέγξει αυτό το χάος: «Ως θύματα κι εμείς της εποχής μας, συνεχίζουμε τον δρόμο του πεπρωμένου». O ήλιος που διαγράφεται στον τοίχο κατασκευασμένος από ξιφολόγχες με παραπέμπει ευθέως στα «κυνός καύματα» και στο καυτό καλοκαίρι που προοιωνίζονται τα γεγονότα.
Η εσκεμμένη επιβράδυνση της πλοκής, η λεπτή ψυχολογική παρατήρηση και τα ιστορικά στοιχεία που αντλούνται από τίτλους του Τύπου της εποχής είναι τα υλικά με τα οποία ο Σκαμπαρδώνης συνθέτει τα ορόσημα μιας βορειοελλαδικής εκδοχής κοσμοπολιτισμού: ο κόσμος της πολυτέλειας και των νέων τάσεων του μοντερνισμού (Bel Époque), πανάκριβες μηχανές Χάρλεϊ Ντάβινσον, νεοκλασικά εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής ξενοδοχεία με περιστρεφόμενες εισόδους, χοροεσπερίδες, bains mixtes, αρώματα του Guerlain από τη μία, σε ένα «επισμιλευτήριον χρυσουργού». Και, από την άλλη, παραγκουπόλεις και μαγαζάκια, μούχλα, προσφυγιά, δυσεντερία, χώμα και λασπουριά και τα Λαδάδικα της εποχής εκείνης.
Ανάμεσα σ' αυτά τα δύο, ταξικά προσδιορισμένα περιβάλλοντα, κινούνται με άνεση μεταπράτες, καιροσκόποι, παγαμπόντηδες που φορούν μπριγιαντίνη, που δεν έχουν δουλέψει ποτέ τους ή έχουν χρεοκοπήσει: «δράκους, ύαινες» τους λέει ο Σκαμπαρδώνης. Αυτός ο αντιφατικός εσμός κοινωνικών καταστάσεων πυροδοτείται από τον πρώτο φασίζοντα, αντισημιτικό πυρήνα της Θεσσαλονίκης, όταν μαίνονται οι ανίερες συμμαχίες και επαπειλείται, ως δαμόκλειος σπάθη, η εθνικιστική λαίλαπα:
«Τσουγκρίζουνε όλοι ευχόμενοι – ενώ ο Τριεψελίτης Γιώργος Κοσμίδης:
– Μαθαίνω ότι θα παιχτεί και φέτος (από μεθαύριο) στο σινέ-Ηλύσια η ταινία «Ο Βασιλεύς των Βασιλέων» για τα Πάθη του Χριστού. Δεν πιστεύω να έχουμε πάλι τα περσινά…
– Τι έγινε πέρσι, ρωτάει ο Γιαννακουρέας.
– Μπήκανε οι Εβραίοι μέσα στο σινεμά και διέκοψαν με το έτσι θέλω την προβολή. Γιατί, λέει, η ταινία τους προσέβαλε. Ξέσπασε μεγάλη φασαρία… πώς γίνεται αυτοί οι μουσαφίρηδες να αποφασίζουνε τι θα δούμε στο σινεμά εμείς οι χριστιανοί; Στο δικό μας κράτος, και στην δική μας πόλη;
– Νομίζω το παρατράβηξαν…
– Αν το κάνουνε και φέτος, θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα… τούς την έχουμε στημένη…
Ένας από τους φίλους του Γιαννακουρέα, διευθυντής στη «Ρεζή»:
– Ξένος πεφυκώς, τον ξενοδόχον σέβου…»
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).