Για την ποιητική συλλογή του Θάνου Πανταζή «Εν μέσω ψιθύρων» (εκδ. ΑΩ).
Του Γιώργου Ρούσκα
Τον τελευταίο καιρό, η δουλειά που γίνεται στις έντυπες εκδόσεις βιβλίων είναι τόσο καλή που υπάρχουν περιπτώσεις οι οποίες σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν τελικά το εξώφυλλο είναι αυτό που «κλέβει την παράσταση», αποτελώντας σε κάθε περίπτωση μια πρόκληση για να δεις αν η ποιότητα του περιεχομένου στέκεται τουλάχιστον στο ίδιο ύψος με αυτήν του «περιτυλίγματος». Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήρθα αντιμέτωπος με ένα εξώφυλλο μινιμαλιστικό, που διαχέει τη δύναμή του ακριβώς μέσα από την απλότητά του, μένοντας ανοιχτό σε ερμηνείες, ακριβώς όπως και η ίδια η ποίηση. Απαρτίζεται από δύο συμμετρικά –εκατέρωθεν μιας ευθείας– τοποθετημένες τελείες.
Δυο τελείες, όχι απόλυτα κυκλικές, μα τόσο ώστε να παραπέμπουν σε κύκλο, αφαιρώντας νοερά το παραπανίσιο μελάνι που ξεχείλισε, υπερκέρασε τα όρια και απλώθηκε όπου βρήκε ελεύθερο χάρτινο έδαφος εκτός.
Μιας ευθείας ή (γεωμετρικά μιλώντας) ενός ευθύγραμμου τμήματος και μάλιστα όχι απόλυτα ευθύγραμμου αλλά σχεδόν ευθύγραμμου, μετά από ελαφρά παραμόρφωση που έγινε από ανθρώπινο χέρι ή από το χέρι της ζωής. Δυο τελείες, όχι απόλυτα κυκλικές, μα τόσο ώστε να παραπέμπουν σε κύκλο, αφαιρώντας νοερά το παραπανίσιο μελάνι που ξεχείλισε, υπερκέρασε τα όρια και απλώθηκε όπου βρήκε ελεύθερο χάρτινο έδαφος εκτός. Δύο πηγές, που διαχωρίζονται από μια σιδηροδρομική γραμμή ή αντανακλώνται σε μια επιφάνεια λίμνης; Μία σημειακή πηγή και το είδωλό της στον γραμμικό καθρέφτη; Πηγές, τι είδους πηγές; Ήχου, για να «δέσει» και το «ψιθύρων»; Φωτός, για να θεωρηθούν ως δυο τρύπες από τις οποίες περνάνε τα φωτόνια και συνομιλούν; Διόλου απίθανο, αφού και το φως έχει φωνή. Πηγή του καλού που διαχωρίζεται με μια «γραμμή-στάση ζωής» από την πηγή του κακού; Πηγές νερού εκατέρωθεν του υιού τους ποταμού; Ή η μία είναι ο άνθρωπος, η άλλη η ζωή και ανάμεσά τους η ευθυγραμμία του χρόνου; Ή μήπως πρόκειται για σύμβολο, τελεία - ευθεία - τελεία, και τα τρία συζευγμένα σε μία υπονόηση διαίρεσης; Ποιας; Ίσως αυτής, εν μέσω ψιθύρων, εν μέσω αναμνήσεων, εν μέσω επιλογών. Δυο τελείες και μια ευθεία, τόσο απλά, γίνονται γεννήτριες συνειρμών. Γίνονται προβολές φανταστικών εικόνων ή καταστάσεων. Γίνονται πύλες για την ποίηση που ακολουθεί, όπως και το εικαστικό το οποίο απαρτίζουν, το οποίο είναι και το ίδιο ένα σχέδιο-ποίημα. Δια χειρός Χρυσάνθης Σ. Ρέτσου.
Το βιβλίο αφιερώνεται στη μνήμη δυο μεγάλων δασκάλων του Θάνου Πανταζή, γεγονός που του πιστώνεται θετικά (ως δεύτερη εντύπωση μετά το εξώφυλλο), μιας και είναι σημαντικό να τιμούμε αυτούς που μας δίδαξαν τα Μεγάλα, πέρα από την ξερή πληροφορία ή τη σκέτη γνώση. Η πρώτη επαφή; Της μάνας ο καλός λόγος. Η μάνα. Πάντα μπροστά. Από την ώρα της γέννησης. Μια σημαδιακή κουβέντα της ανάγεται στο 2011:
Όλες οι θάλασσες της γης, μέσα στα μάτια σου είν’ μαζεμένες γιε μου.
Μεγαλώνοντας, αναζητώντας τον δρόμο που του ταιριάζει, ο γιος περνάει μέσα από φοιτητικά χρόνια στην ΑΣΟΕΕ, αρκετό καιρό πριν, όπου ομολογεί:
και ψάχνοντας, συνεχίζει:
Η πρόθεση για αυτογνωσία και συνείδηση του κόσμου, πρόδηλη με μορφή ρήσης:
Τι είναι η ζωή; Η τριβή με την καθημερινότητα; Η χαρά; Η λύπη; Η ρουτίνα; Η συνήθεια; Η κίνηση μέσα στα όρια ενός προγράμματος; Η ακινησία; Ο θάνατος; Ίσως ότι και το «Παλιό αμάξι», όπως έξοχα δίνεται στο ομότιτλο ποίημα:
Η πορεία στον Χρόνο, θέλει ελπίδα, όνειρα και υπομονή:
Κάποια στιγμή δίλημμα. Λόγος ή πράξεις; Πώς κοινωνείς το χιλιοειπωμένο «σ’ αγαπώ»; Με λόγο ή πράξη; Ή και με τα δυο; Απαντά:
Οι απαντήσεις αποκαλύπτονται απερίφραστα σε όσα ερωτήματα έχουν απαντηθεί, ακόμα και στα πολύ δύσκολα, όπως π.χ. στο αν υπάρχει Θεός, για τον οποίο ο Θάνος Πανταζής θεωρεί ότι:
Στο ποίημα «Θέλημα», το όλο ζήτημα αφού περάσει από τον Πάνα και τον Όσιρι καταλήγει τελικά πως:
Η ένταξη του ατόμου στην κοινωνία, οι κάθε είδους επαφές, η αξιολόγησή τους και η καταχώρισή τους στη μνήμη ή στη λήθη, δεν περνούν απαρατήρητα:
Ο ρομαντισμός του μεγάλου ταξιδιού της ζωής, προσγειώνεται με έναν φιλοσοφικό ρεαλισμό:
Μου θύμισε Καβάφη. Ταξίδι. Κεριά. Πάνω που είχα ενδοιασμούς, έρχονται δυο στίχοι να ενισχύσουν τη θύμηση του Αλεξανδρινού:
και άλλοι δύο λίγο μετά, οι οποίοι με άγουν πολύ κοντά στη βεβαιότητα:
Στο ταξίδι του χρόνου, «που ’ναι μέσα στη φύση του τα πάντα να ρημάζει», ο χρόνος «αποδείχτηκε μεγάλος θεομπαίχτης», καθώς αυτό που τον διαποτίζει είναι ο πόνος:
Η αξία της μνήμης, σημαίνεται μέσα από τους νεκρούς, όπως και η ίδια η ζωή:
Τις αναπόφευκτες ώρες του απολογισμού, η μνήμη γίνεται αδέκαστος κριτής μα και αλάνθαστο εργαλείο:
Φωτεινή παρουσία στις χάρτινες σελίδες; Αυτή της θάλασσας, με την οποία υπάρχει έρωτας, αν όχι λατρεία. Υπάρχουν προσδοκίες, λαχτάρες, επιθυμίες:
Από τη μια ο άνθρωπος, από την άλλη η θάλασσα και οι ψίθυροί της. Η θάλασσα του χρόνου, της ζωής, της αδιάκοπης μεταβολής και ρευστότητας.
Από τη μια ο άνθρωπος, από την άλλη η θάλασσα και οι ψίθυροί της. Η θάλασσα του χρόνου, της ζωής, της αδιάκοπης μεταβολής και ρευστότητας. Κάθε κύμα, κάθε ξέσπασμα, κάθε απαλή κατάληξη στον γιαλό, κάθε της νάζι, έχει κάτι να πει, έχει κάτι να ψιθυρίσει. Καλείσαι να πορευτείς «εν μέσω ψιθύρων» στη θάλασσα της καθημερινότητας, της δημιουργίας, της χαράς, της έντασης, της ηρεμίας, της διαφορετικότητας. Τώρα αρχίζει να διαφαίνεται η σημασία του τίτλου του βιβλίου.
Η συλλογή αποτελείται από ποιήματα που έρχονται με ουσία, με σεμνότητα, ήπια, ψιθυριστά να πουν όσα έχουν να πουν. Είναι απαλλαγμένα από βαρύγδουπες εκφράσεις ή εξεζητημένες λέξεις. Η χρήση της ομοιοκαταληξίας εντοπισμένη, με μέτρο. Δεν επιζητούν εντυπωσιασμούς, δεν γυρεύουν «μπράβο». Μόνο έναν χώρο κάτω από μια στέγη να ξαποστάσουν. Ποιήματα που ξεχωρίζουν «εν μέσω ψιθύρων» από την παρρησία τους, την εξομολογητική τους διάθεση, την έντιμη πρόθεση να επικοινωνήσουν και την επιθυμία να μοιραστούν εμπειρίες ζωής.
Η συλλογή ζωντανεύει από περιπλανήσεις στην πόλη. Στο «Στάση Αμπελοκήπων», μια άγνωστη γυναίκα αναστατώνει αυτόν που του τράβηξε την προσοχή διότι:
Στη γνωστή για τους οίκους ανοχής οδό Φυλής, αρχίζουν να πέφτουν ευκολότερα τα καλύμματα, αποκαλύπτοντας την ωμή πραγματικότητα, ίδια εδώ και αιώνες, με μόνη διαφορά το σκηνικό:
Την ίδια ώρα, κάτι θέλει να μας πάρει μακριά, στην εύκολη λύση, με την απαραίτητη δόση παράπονου, σαρκασμού και ανάγκης για οίκτο, συνηθισμένο φαινόμενο ελληνικό:
Το βιβλίο τελειώνει στα Πατήσια, στην περιοχή που και εγώ κάποτε έφηβος εξερευνούσα με το ποδήλατο. Θάλασσα των πολυκατοικιών πλέον, εκεί όπου «τα γνώριμα εφηβικά λημέρια», εκεί όπου το τσιμέντο σε πνίγει και κάποτε γίνεται αφορμή για ταξίδια φανταστικά:
Φτάνει σε ένα τέλος το οποίο στην ουσία είναι μια νέα αρχή, μια αιώνια συνύπαρξη. Οι στίχοι έχουν ήδη βραχεί ως το μεδούλι σε προηγούμενο ποίημα από την άλλη θάλασσα, αυτήν που φλοισβίζει τον τελευταίο της ψίθυρο ως αντίλαλο της επιθυμίας του ποιητικού υποκειμένου, ή μάλλον διαθήκης:
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ είναι ποιητής.