Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Στόγια «Όχι δεν χωριζόμαστε» (εκδ. Μελάνι). Κεντρική εικόνα: © Tegan Mierle (Unsplash).
Γράφει ο Νίκος Σαλτερής
Ο Γιώργος Στόγιας, γεννημένος στην Αθήνα (1973) σπούδασε στην Κρήτη και στην Κύπρο, όπου ζει και εργάζεται σήμερα. Έχει ασχοληθεί επισταμένως με το θέατρο, σκηνοθετώντας δεκάδες παραστάσεις και έχει δουλέψει με εκατοντάδες παιδιά. Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με το μυθιστόρημα Εαρινό εξάμηνο (Απόπειρα, 2013) όπου πρωταγωνιστεί η εικοσάχρονη Ντίνα, μια νεαρή φοιτήτρια στο Ρέθυμνο. Όλα της φταίνε, βιάζεται για άμεσες λύσεις, η πολιτική επιτείνει τη σύγχυσή της και η Τέχνη φαντάζει ως ο βασιλικός δρόμος για την ευτυχία. Ήδη στο πρώτο του έργο η παρουσία και η κουλτούρα της ροκ είναι έντονη. Ακολουθούν οι Εκκρίσεις για σκότωμα (Απόπειρα 2014). Εδώ οι πρωταγωνιστές πλέον είναι μεσήλικες. Ερεθισμένοι από την παρουσίαση μιας φαντασίωσης στο σαλόνι τους μια νύχτα με άγριες διαθέσεις θυσιάζουν τα πάντα για να ικανοποιηθούν, σ’ ένα σκηνικό έλλειψης ρεαλισμού και νοήματος.
Πρόκειται για τρεις ιστορίες ανθρώπων που κατοικούν στην περιφέρεια του συστήματος και γίνονται ήρωες για μια μέρα.
Τα δυο προηγούμενα βιβλία ακολούθησε Ο τελευταίος τροχός της αμάξης (Μελάνι 2018). Πρόκειται για τρεις ιστορίες ανθρώπων που κατοικούν στην περιφέρεια του συστήματος και γίνονται ήρωες για μια μέρα. Ένα ψυχολογικό manual της ελληνικής κρίσης, όπως χαρακτηρίστηκε από την κριτική. Εδώ συναντάμε έναν αποτυχημένο λογοτέχνη που γίνεται κυβερνητικό τρολ, έναν ενταγμένο μετανάστη που βρίσκει τον μπελά του για τη στάση του στο δημοψήφισμα και ένα φιλελεύθερο, σαραντάρη ροκά που αναζητά την ικανοποίηση.
«Το βασίλειό του για ένα διαφορετικό καλοκαίρι»
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, Όχι δεν χωριζόμαστε (Μελάνι 2022) ο Γιώργος Στόγιας, μας ξαφνιάζει για άλλη μια φορά ευχάριστα. Μας παραδίδει μια ιστορία με κεντρικό ήρωα τον Αλέξη, έναν γείτονα της διπλανής πόρτας. Με τη διαφορά ότι ο συγκεκριμένος «θα έδινε το βασίλειό του για ένα διαφορετικό καλοκαίρι». Και η επιθυμία του (και φαντασίωσή του θα μπορούσαμε να υποθέσουμε) γίνεται πραγματικότητα όταν προσλαμβάνεται ως Υπαρχηγός σε παιδική κατασκήνωση. Εκεί θα τον ακολουθήσουν οι δυο γιοί του, ενώ η γυναίκα του μένει πίσω στην Αθήνα όπου εργάζεται. Το καλοκαίρι δίνει τον τόνο στην διήγηση και η κατασκήνωση παρέχει το χώρο και το πλαίσιο. Θα ερωτευθεί, θα κάνει σεξ και έρωτα, θα παίξει μπάσκετ, θα κολυμπήσει, θα δώσει ερασιτεχνικές παραστάσεις επί σκηνής για να διασκεδάσει τους νεαρούς κατασκηνωτές, θα συμφωνήσει με κάποιους κάνοντας φίλους, θα διαφωνήσει μ’ άλλους, θα αρχίσει το ποτό, θα… θα.
Είναι αλήθεια ότι η κατασκήνωση, ως χώρος όπου διαδραματίζεται ένα μυθιστόρημα ενηλίκων, αρχικά μπορεί να ξενίσει τον αναγνώστη. Πολύ σύντομα, όμως, μόλις αυτός καθοδηγημένος από τον συγγραφέα ανακαλύψει την άκρως ενδιαφέρουσα συνθετότητα του μικρόκοσμού της, θα γοητευθεί. Ο Αλέξης στο χώρο της κατασκήνωσης «θα αξιοποιήσει τη θερινή ρευστότητα των διαθέσεων για να βάλει μπρος ένα φιλόδοξο εγχείρημα προσωπικής αναγέννησης». Η αναγέννηση αυτή αφορά αρχικά (και απαραίτητα θα λέγαμε) την σεξουαλική του ζωή. Την ανάγκη του να ερωτευθεί ή καλύτερα τη νοσταλγία του για τον έρωτα, και τέλος, την καλλιτεχνική δημιουργία. Αυτή αφορά στο ιδιόρρυθμο, θα έλεγε κανείς, όνειρό του να ανεβάσει στη θεατρική σκηνή της κατασκήνωσης τον Τρωίλο και Χρυσηίδα, ένα από τα λεγόμενα «προβληματικά έργα» του Σαίξπηρ, με πρωταγωνιστές τα μεγαλύτερα παιδιά της τρίτης κατασκηνωτικής περιόδου.
[...] ο Στόγιας ξέρει και μας το λέει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ότι η εφηβεία με τη δύναμη, την ορμή και τις επιθυμίες που την χαρακτηρίζουν συχνά μπορεί να συντρίψει και τον πλέον καλοπροαίρετο συμπαραστάτη της.
Ανακαλώντας το βιογραφικό του συγγραφέα είναι προφανές ότι γνωρίζει καλά για τι μιλάει. Προχωρώντας στην ανάγνωση του βιβλίου, ο αναγνώστης διαπιστώνει επίσης ότι ο Στόγιας γνωρίζει πολύ καλά τον ψυχικό κόσμο των εφήβων και, βέβαια, τις μεταπτώσεις που τον χαρακτηρίζουν. Όπως γνωρίζει άριστα και τη γλώσσα της νέας γενιάς, που μεταφέρει στο κείμενό του, εισάγοντάς στοιχεία της και στο λόγο του πανόπτη αφηγητή της ιστορίας. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι ενώ ο συγγραφέας γνωρίζει τον κόσμο των παιδιών και των εφήβων και ο ήρωάς του διαθέτει την πρόθεση και την ψυχική ικανότητα που απαιτείται για να προσεγγίσει παιδιά και εφήβους, ο δεύτερος σταδιακά και υπό το κράτος των δικών του αναγκών, θα λησμονήσει ότι ενίοτε οι επαγγελματίες που δουλεύουν μ΄ αυτές της ηλικίες, οφείλουν να επαγρυπνούν ώστε να αποστασιοποιούνται συνειδητά από τις ανάγκες των εφήβων για λόγους… αυτοπροστασίας. Με άλλα λόγια, ο Στόγιας ξέρει και μας το λέει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ότι η εφηβεία με τη δύναμη, την ορμή και τις επιθυμίες που την χαρακτηρίζουν συχνά μπορεί να συντρίψει και τον πλέον καλοπροαίρετο συμπαραστάτη της. Γιατί, accidents will happen, όπως τραγουδούσε ο Elvis Costello.
Η παραπομπή στο τραγούδι του φημισμένου μουσικού δεν είναι τυχαία για δυο λόγους. Ο πρώτος σχετίζεται ουσιαστικά με την εξέλιξη του μυθιστορήματος και προϊδεάζει για την κορύφωσή του στο τρίτο του μέρος, που αντιστοιχεί στην τρίτη κατασκηνωτική περίοδο. Όταν ο Αλέξης θα επιτύχει εκτός αρχικού προγραμματισμού να παραμείνει στην κατασκήνωση ώστε να πραγματοποιήσει επιτέλους το όνειρό του, ανεβάζοντας το θεατρικό του (Τρωίλος και Χρυσηίδα). Ο δεύτερος αφορά στη λειτουργική σχέση που έχει με την ιστορία που μας διηγείται ο Στόγιας η μουσική. Πιο συγκεκριμένα το ροκ ως οργανικό στοιχείο του μυθιστορήματος. Στίχοι από γνωστά, λιγότερο γνωστά και άγνωστα –σε μένα τουλάχιστον– διαμάντια της ροκ παρατίθενται εισαγωγικά ως βινιέτες σε κάθε κεφάλαιο. Ενίοτε ενσωματώνονται άψογα και στη ροή της διήγησης συμβάλλοντας στη δημιουργία συμβάντων, όπως και οι αναφορές σε τραγουδιστές/τραγουδίστριες και το έργο τους.
Παραθέτω ως δείγμα τους στίχους της εισαγωγικής βινιέτας του μυθιστορήματος από τραγούδι των The Kinks:
People take pictures of the Summer,
Just in case someone thought they had missed it,
And to proved that it really existed.
Και δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να παραθέσω δυο ακόμα στίχους από το ίδιο τραγούδι, που ενώ δεν το κάνει ο Στόγιας, θεωρώ ότι συνδέονται απολύτως με το κείμενό του:
…you can't picture love that you took from me,
When we were young and the world was free.
Αυτή η «συνομιλία» Τεχνών νομίζω ότι πέρα από το γεγονός ότι έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, εμπλουτίζει σημαντικά την αναγνωστική εμπειρία και ενδεχομένως να την σύστηνε κι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ας ομολογήσω εδώ ότι διαβάζοντας το βιβλίο αναζήτησα σχεδόν πάντα τα τραγούδια που αναφέρονται σ’ αυτό και τα άκουγα συχνά παράλληλα με την ανάγνωση του κειμένου (ή επανερχόμουν σε σημεία του μετά … μουσικής). Αυτή η «συνομιλία» Τεχνών νομίζω ότι πέρα από το γεγονός ότι έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, εμπλουτίζει σημαντικά την αναγνωστική εμπειρία και ενδεχομένως να την σύστηνε κι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Η συγκεκριμένη επιλογή –και εγχείρημα ταυτόχρονα– παράθεσης ροκ στίχων, σε συνδυασμό με τη γλώσσα των νέων που γνωρίζει και χειρίζεται άνετα, καθώς και την επιλογή εποχής που διαδραματίζεται το μυθιστόρημα (πολύ κοντινής στη σημερινή, Καλοκαίρι του 2019) δίνουν ιδιαίτερη φρεσκάδα στην ιστορία του Στόγια. Ταυτόχρονα, την απαλλάσσουν από κάθε ίχνος «στανικής, διανοουμενίστικής λογοτεχνικότητας», θα έλεγα. Ό,τι δηλαδή συναντιέται συχνά στη λογοτεχνία μας, καθιστώντας την «αδιαπέραστη», βαρετή και αδιάφορη ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους.
Ουσιαστικά πολιτική γραφή
Τα προηγούμενα, καθώς και η εξ ορισμού κατασκευή του πρωταγωνιστή του ως απολιτίκ (ο ίδιος τον χαρακτηρίζει «πολιτικά συντηρητικό και αισθητικά ριζοσπάστη») του επιτρέπουν να ενσωματώσει στην ιστορία με το καλύτερο δυνατό τρόπο την αντήχηση των πρόσφατων τραυματικών γεγονότων που πέρασε η χώρα, χωρίς να παραπέμπει ευθέως σ’ αυτά. Το αντίθετο δηλαδή και πάλι απ’ ό,τι συμβαίνει στη λογοτεχνία μας, δηλώνοντας την πρόθεση των συγγραφέων να εκμεταλλευτούν την όποια «προοδευτική ιδεολογία» των αναγνωστών και αναγνωστριών τους ώστε αυτοί να αντιμετωπίσουν θετικά τη δουλειά τους ανεξάρτητα της ποιότητάς του. Αντίθετα, στον Στόγια, παρά το γεγονός ότι από τις πρώτες γραμμές του μυθιστορήματος είναι εμφανές ότι η γραφή του είναι ουσιαστικά πολιτική, ένας από τους χαρακτήρες που σκιτσάρονται ιδιαίτερα πειστικά –τόσο που πολλοί από τους αναγνώστες θα αναγνωρίσουν σ΄ αυτόν κάποιον πολύ γνωστό τους– αποτελεί ακριβώς το κακέκτυπο της επιδεικτικά «προοδευτικής ιδεολογίας». Πρόκειται για την υπεύθυνη θεάτρου, την Θάλεια, που σε κάποια σημεία της διήγησης τηρουμένων των αναλογιών και σε σημερινό πλαίσιο, μου θύμισε το Ανθρωπάκι από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι το μυθιστόρημα Όχι δεν χωριζόμαστε είναι ιδιαίτερα πολυπρόσωπο. Πέρα από τον πρωταγωνιστή του, την Μαρία την υπαρχηγό της δεύτερης κατασκηνωτικής περιόδου που θα ερωτευθεί ο Αλέξης και μερικούς ακόμα βασικούς ήρωες της ιστορίας (κολλητοί του Αλέξη στη κατασκήνωση, οι γιοί του, μέλη του βοηθητικού προσωπικού, η γυναίκα του κλπ.) στο μυθιστόρημα εμφανίζονται σχεδόν εβδομήντα πρόσωπα. Μάλιστα, ένας ιδιαίτερα χρήσιμος κατάλογος αυτών παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου και αποδεικνύεται ιδιαίτερα βοηθητικός για τον αναγνώστη. Πρόκειται για ένα μεγάλο, πολύχρωμο πλήθος ανθρώπων που ο συγγραφέας μας συστήνει και χειρίζεται άψογα σ΄ όλη τη ροή της ιστορίας του.
Ο Αλέξης σκέφτεται «αιχμηρά» και ο συγγραφέας μεταφέρει χωρίς λογοκρισία τη σκέψη του στο κείμενο.
Επανερχόμενος στον ήρωα του Στόγια ας υπογραμμίσουμε ότι αυτός, πάνω απ’ όλα, επιθυμεί να ζήσει (και πάλι). Ορθότερα να ξαναζήσει μια εποχή ξεγνοιασιάς, να ερωτευθεί και να κάνει Τέχνη, χωρίς έγνοια για το Φθινόπωρο. Ναι, έχει εμμονές αλλά και ποιος από μας δεν έχει; Ναι, δεν τον απασχολεί τι θα γίνει αύριο, αλλά μήπως αυτό δεν αποτελεί την πεμπτουσία των ξέγνοιαστων καλοκαιριών που όλοι περάσαμε κάποτε και νοσταλγούμε συχνά είτε το ομολογούμε είτε όχι;
Ας προσθέσουμε εδώ ότι ο Στόγιας δεν μασάει τα λόγια του σε σχέση με τις ιδεολογικές μόδες της εποχής μας, τον ανθρωποφάγο χαρακτήρα των ΜΜΕ και ΜΚΔ, τους κολλημένους ιδεολογικά, ορθότερα καθηλωμένους, ενήλικες αλλά και τον ίδιο τον ήρωά του. Ο Αλέξης σκέφτεται «αιχμηρά» και ο συγγραφέας μεταφέρει χωρίς λογοκρισία τη σκέψη του στο κείμενο. Θα έλεγε κάποιος ότι είναι ανώριμος ή ότι κάποια στιγμή χάνει τον έλεγχο. Όμως, αυτό ακριβώς τον κάνει ανθρώπινο και καθιστά ρεαλιστική την ιστορία, που μας διηγείται ο Στόγιας.
Άλλο στοιχείο σημαντικό για τη διήγηση είναι το πόσο εύκολα παρεξηγούνται οι προθέσεις των άλλων στις μέρες μας. Γιατί οι προθέσεις του Αλέξη θα παρεξηγηθούν κι αυτή η παρεξήγηση θα έχει καταστρεπτικές επιπτώσεις στη ζωή του. Ή, από μια άλλη σκοπιά, θα τον απελευθερώσει από τη συμβατικότητά της. Μήπως όμως αυτό ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για ένα καλοκαίρι ξεγνοιασιάς; Μήπως αυτό είναι το τίμημα που πληρώνουν όλοι όσοι αποφασίζουν ότι δεν πάει άλλο, κάτι πρέπει να αλλάξει στη ζωή τους;
Ο ήρωάς του συντρίβεται, αλλά ακόμα και στην κατάσταση της πλήρους απαξίωσής του παραμένει αξιοπρεπής.
Ο Αλέξης αναστοχάζεται αλλά δεν είναι αναστοχαστικός. Επιθυμεί να κάνει πράγματα, αλλά τα πράγματα πιο πολύ του συμβαίνουν παρά τα προκαλεί ή σκηνοθετεί. Ακόμα και ο έρωτας της Μαρίας όταν τελικά έρχεται δεν είναι ικανός να τον κρατήσει σε μια νέα ζωή, που με τη σειρά της θα αποδεικνυόταν συμβατική. Ίσως και να μην την επιθυμούσε ποτέ πραγματικά, να είχε επιθυμήσει απλά την ανάμνηση του έρωτα και της ξεγνοιασιάς. Ο κόσμος της κατασκήνωσης με τις φιλίες, τις μικρές κακιούλες και συνωμοσίες του, τα δικά του λάθη και το πάθος του να κάνει πραγματικότητα το θεατρικό όνειρό του θα τον οδηγήσουν στην καταστροφή. Στο σημείο αυτό η διήγηση του Στόγια περιγράφει επακριβώς το τραγικό, αλλά δεν εκπίπτει στο μελό. Ο ήρωάς του συντρίβεται, αλλά ακόμα και στην κατάσταση της πλήρους απαξίωσής του παραμένει αξιοπρεπής. Στο ναδίρ της ύπαρξής του μάλιστα παραστάτες και στήριγμά του δεν θα είναι οι «συνήθεις φίλοι», ακριβώς το αντίθετο. Θα είναι όσοι χωρίς να έχουν ζήσει ιδιαίτερα μαζί του, κατανοούν με βάση τα δικά τους βιώματα τι σημαίνει να χάνεις τα πάντα στη ζωή σου (μετανάστες).
Ο Στόγιας μας προσφέρει ένα μυθιστόρημα εντελώς αντισυμβατικό. Ο ήρωάς του δεν είναι της μόδας, κάτι που θεωρώ ιδιαίτερα θετικό και τολμηρό. Είναι λευκός μεσήλικας άντρας, άρα ένοχος εξ ορισμού. Ένας άνθρωπος που ενδεχομένως από ένστικτο ακολουθεί τη ρήση του Λακάν: μπορούμε να φαντασιωνόμαστε τα πάντα, φτάνει να μην πιστεύουμε ότι μπορούμε να τα πραγματοποιήσουμε. Προς τούτο και οι σεξουαλικές σκηνές που περιγράφει με μαεστρία ο Στόγιας (ένα από τα μεγάλα προβλήματα της λογοτεχνίας) είναι εξαιρετικά ρεαλιστικές, τόσο που μπορεί να ενοχλήσουν κάποιους νέο-συντηρητικούς. Αλλά αξίζει να ρωτήσουμε και πάλι: αν η σεξουαλική σκηνή δεν ερεθίζει πραγματικά τον αναγνώστη/αναγνώστρια και δεν λέει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν μετακινούμαστε προς τη ροζ λογοτεχνία, ήγουν την αισθητικά και νοηματικά ασήμαντη;
Το Όχι δεν χωριζόμαστε, που δανείζεται τον τίτλο του από έναν στίχο γνωστού τραγουδιού των κατασκηνώσεων, είναι ένα βιβλίο που πραγματικά αξίζει να διαβαστεί. Ιδιαίτερα αυτήν την εποχή που η νοσταλγία της αίσθησης του ξέγνοιαστου καλοκαιριού, αυτό που κάποτε ζήσαμε, γίνεται έντονη σ’ όλους μας.
ΥΓ. Θυμίζω εδώ την ιστορία του θεατρικού έργου που επιθυμούσε να ανεβάσει ο Αλέξης. Αναφέρεται στον έρωτα του Τρωίλου, γιου του βασιλιά Πριάμου, και της Χρυσηίδας, κόρης του ιερέα Κάλχα. Το έργο διαδραματίζεται στην Τροία κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου. Η ιστορία προέρχεται από την Ιλιάδα του Ομήρου, αλλά γράφτηκε πάνω στο ομώνυμο ποίημα Τρωίλος και Χρυσηίδα του Τζέφρι Τσόσερ του 1385. Πρόκειται για την ιστορία ενός προδομένου έρωτα, αφού η Χρυσηίδα θα πατήσει τελικά τους όρκους της για αιώνια αγάπη, όταν βρεθεί στο στρατόπεδο των Ελλήνων και ερωτευθεί τον Διομήδη. Ιδιαίτερα σημαντικό πρόσωπο στο έργο είναι ο Πάνδαρος, ο θείος της Χρυσηίδας. Προξενητής και συνωμότης, κλείνει κυνικά το έργο, δηλώνοντας ότι δεν βλέπει καμία ελπίδα σ’ έναν κόσμο, όπου η πολιτική υπερισχύει των επιθυμιών και των αναγκών του ατόμου. Άραγε το έργο του Σαίξπηρ αντηχεί τις σκέψεις του Στόγια; Του Στόγια ή του Αλέξη; Αλλά ποιος πρωταγωνιστής μυθιστορήματος δεν είναι μερικώς έστω το alter ego του συγγραφέα του, ακόμα κι αν αυτός δεν επεδίωξε κάτι τέτοιο;
* Ο ΝΙΚΟΣ ΣΑΛΤΕΡΗΣ είναι συγγραφέας.