Για τη συλλογή διηγημάτων της Λουκίας Δέρβη «Ακούω φωνές» (εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα: © Τόνι Φρίσελ
Γράφει η Άννα Αφεντουλίδου
Το Ακούω φωνές (εκδ. Μεταίχμιο) της Λουκίας Δέρβη αποτελεί ένα συνθετικό βιβλίο 20 διηγημάτων τα οποία, όπως διαβάζουμε στις «πρώτες δημοσιεύσεις», έχουν γραφεί στο βάθος μιας δεκαετίας. Ωστόσο έχουν, όπως σημειώνει η συγγραφέας, ξαναδουλευτεί κι αυτό είναι κάτι που φαίνεται, μια που κατορθώνουν, διατηρώντας ένα φάσμα εκφραστικών τρόπων και τεχνικών, να αποκτήσουν τη δυναμική ενός συνόλου, το οποίο περιστρέφεται γύρω από έναν κοινό πυρήνα: την εναγώνια αναζήτηση του ανθρώπου για επικοινωνία και νοηματοδότηση, τη συνεχή μάχη με την απώλεια, τη ματαίωση και το τραύμα. Με δυο λόγια, την ανθρώπινη περιπέτεια.
Ήρωες μέσα από έναν σύγχρονο φακό
Οι ήρωες και οι ηρωίδες, το πλείστον σημερινοί, αλλά και οι μακρινοί όπως ο Ανατόλ και ο Έρνεστ, είναι όλοι ιδωμένοι με ένα συγχρονικό φακό και γι’ αυτό παραμένουν ζωντανοί και οικείοι, γι’ αυτό και ενσωματώνονται με τρόπο λειτουργικό στον μικρόκοσμο του βιβλίου. Τα 20 διηγήματα είναι σχεδόν ισομοιρασμένα ανάμεσα στην τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ανάμεσα στη γυναικεία και αντρική προσωπογραφία, επιμερίζοντας τις αφηγηματικές προτιμήσεις περίπου συμμετρικά, σε ηλικίες, κοινωνικά χαρακτηριστικά και επιλογές ζωής.
Ο συγγραφέας αφήνει τις φωνές να μιλήσουν, τις φωνές που ο ίδιος ακούει αφουγκραζόμενος τον εσωτερικό λόγο των ανθρώπων που ζουν και κινούνται γύρω του.
Ο αφηγηματικός λόγος ενσωματώνει ιδιολεκτικά χαρακτηριστικά των προσώπων υιοθετώντας την εκ των έσω ανάγνωση, εκείνη την εκφραστική ταύτιση, ώστε η συγγραφική φωνή να υποχωρεί και να αναλαμβάνει τον ρόλο της διαμεσολάβησης, κάτι που αποκαλύπτεται ως πρόθεση και από τον τίτλο του βιβλίου. Ο συγγραφέας αφήνει τις φωνές να μιλήσουν, τις φωνές που ο ίδιος ακούει αφουγκραζόμενος τον εσωτερικό λόγο των ανθρώπων που ζουν και κινούνται γύρω του∙ ή αναπλάθοντας δικά του βιωματικά στοιχεία, στον βαθμό που αυτά αποτελούν το κοινό πεδίο εντός του οποίου μοιράζεται το ανθρώπινο βίωμά του με τους άλλους.
Ακόμα και στην αφηγηματική διαχείριση του Μάνθου, του ήρωα στον «Θερινό επισκέπτη», που βιώνει την αναπηρία της κώφωσης∙ η δική του εσωτερική φωνή κυριαρχεί στο διήγημα. Γίνεται η οπτική του κόσμου της αφήγησης, μεταλλάσσεται οργανικά στο δικαίωμά του να εκφραστεί, παρόλο που δεν μιλά, στη δυνατότητά του να «ακούσει» το άγνωστο βίωμα των ακουόντων και να βρει τα στοιχεία κείνα που συνέχουν τη διαφορετικότητά του με τους άλλους γύρω του.
Ο συγγραφικός λόγος γίνεται φορέας της φωνής ανθρώπων ξεχασμένων στο περιθώριο της Ιστορίας, αυτών που γίνονται είδηση της μιας φοράς, που η μνήμη τους χάνεται, καθώς πεθαίνει η μνήμη των ανθρώπων που τους γνώρισαν, καθώς ο μεγάλος διασκελισμός της Ιστορίας τούς προσπερνά.
Οι φωνές που ακούγονται στο βιβλίο είναι φωνές γυναικών και αντρών που βιώνουν την απώλεια, τη μοναξιά και την απογοήτευση, που αγωνίζονται να ισορροπήσουν, να κρατηθούν στην κοινωνική ζωή, να πολεμήσουν τους δαίμονές τους και να επιτύχουν τις μικρές ή μεγάλες τους νίκες, όπως η μοναχική Νάσια στην «Απογραφή» και ο απεξαρτημένος ήρωας στο «Παναγιώτης όπως νομίζεις». Στο σημείο αυτό θυμόμαστε την ταινία Στα φτερά του έρωτα του Βιμ Βέντερς με τους αγγέλους να αφουγκράζονται την ενδιάθετη φωνή τόσων διαφορετικών ανθρώπων και οι οποίοι συμπάσχουν προσπαθώντας να βοηθήσουν, με την αόρατη παρουσία τους. Ακόμη κι αν, με ρεαλιστικούς όρους, αδυνατούν να προσφέρουν πρακτικά κάτι.
Ο συγγραφικός λόγος γίνεται φορέας της φωνής ανθρώπων ξεχασμένων στο περιθώριο της Ιστορίας, αυτών που γίνονται είδηση της μιας φοράς, που η μνήμη τους χάνεται, καθώς πεθαίνει η μνήμη των ανθρώπων που τους γνώρισαν, καθώς ο μεγάλος διασκελισμός της Ιστορίας τούς προσπερνά. Έρχεται η λογοτεχνική φωνή να τους μνημειώσει και να τους δικαιώσει, κατά κάποιον τρόπο, παρόλο που μπορεί να είναι μικροί και ασήμαντοι, παρόλο που μια κοινή αίσθηση, ίσως, τους χαρακτήριζε ως αποτυχημένους. Όπως ο αφελής και απλοϊκός Πέτρος στο «Οκτάωρο στον ήλιο», όπως η ανασφαλής Φλώρα στο «Ηello Big Brother» ή η γεμάτη ενοχές ηρωίδα στην «Αλήθεια για τον Ντίνο».
Η Λουκία Δέρβη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972. Σπούδασε στην Ελβετία Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις. Εκτός από το «Ακούω φωνές» έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Κακός χαρακτήρας» (2004), τη νουβέλα «Ομπρέλες στον ουρανό» (2009), (υποψήφια για το βραβείο νουβέλας/διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω), το μυθιστόρημα «Group therapy» (2013), τα διηγήματα «Αλλού, στο πουθενά» (2015), και το μυθιστόρημα «Θέα Ακρόπολη» (2019). |
Παρακολουθούμε πώς ο πεζογραφικός λόγος αναδημιουργεί τον ατομικό λόγο και την ιδιοπροσωπία με τρόπους, όπου το προσωπικό βίωμα μπορεί να προβάλλει ως κάτι που μας αφορά όλους. Γιατί ακόμη κι αν χάσει τα περιορισμένα του χαρακτηριστικά, δεν χάνει όμως ποτέ την ιδιότητα του προσώπου, δηλαδή του μοναδικού. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί τόσο με έναν πιο αλληγορικό ή σκοτεινό λόγο όσο και με έναν λόγο πιο απλό ή και παιγνιώδη.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι 4 διηγήματα έχουν ως τόπο δράσης ένα νησί, σε 6 από αυτά υπάρχει η θάλασσα, ένα ταξίδι ή οι διακοπές, σε 3 από αυτά γίνεται αναφορά σε γνωστούς λογοτεχνικούς ήρωες, όπως ο «Ανατόλ» του Τολστόι. Ο έρωτας ως σχέση, επιθυμία ή όραμα εμφανίζεται συχνά-πυκνά. Είτε στα όρια της ακροβασίας, όπως στο «Πεντέμισι βδομάδες». Είτε ως αυτοσαρκαστική απουσία στο «Μονοπλάνο». Είτε ως το παραδείσιο βίωμα της πρώτης αγάπης στον «Πρώτο Παράδεισο», του πρώτου παιδικού έρωτα που μας σημαδεύει, αλλά και μας ακολουθεί με την ιαματική επίδραση της τρυφερότητας κι ας περνά μέσα από τη ματαίωση.
Η περισσότερο διαδεδομένη αφηγηματική τεχνική των ημερολογιακών καταγραφών εφαρμόζεται με αποτελεσματικό τρόπο στο «Ηello Big Brother».
Συναντάμε ευφάνταστες αφηγηματικές τεχνικές, όπως το κλιμακωτό σχήμα, σαν λεκτικό παιδικό παιχνίδι της προσθήκης μιας λέξης σε κάθε γύρισμα –και με την λεκτική παράθεση των σημείων στίξης του– στην «Ελεύθερη πτώση», το εύρημα των φράσεων που ακολουθούν τον βηματισμό της ηρωίδας στον «Κήπο απ’ έξω», αλλά και αυτό της αλληγορικής αφήγησης στο «Ο Δράκος και ο Μάγειρας». Η περισσότερο διαδεδομένη αφηγηματική τεχνική των ημερολογιακών καταγραφών εφαρμόζεται με αποτελεσματικό τρόπο στο «Ηello Big Brother». Ευφάνταστος είναι και ο παιγνιώδης διάλογος του ρόλου της μητέρας της Οφηλίας και του θεατρικού συγγραφέα Γουίλ στο «Η μητέρα της Οφηλίας», όπως ευρηματική είναι και η επιστολή διαμαρτυρίας ενός ήρωα στη συγγραφέα του, στο «Δημήτρη με λένε». Η επιστολή εμφανίζεται ως επιστολή του «αληθινού» προσώπου, που αποτέλεσε το προσυγγραφικό/βιωματικό υλικό για την επινόηση του αφηγηματικού ήρωα, «ρεαλιστικό» πρόσωπο ωστόσο που δεν είναι παρά ένα προσωπείο, όπως αποκαλύπτεται στο Υστερόγραφο της επιστολής.
Ιστορίες με ανοιχτό τέλος
Διαβάζουμε διηγήματα με ανοιχτή την πλοκή τους, για να συμπληρώσει το ανοιχτό τους τέλος ο αναγνώστης (στο «Χ+Β για πάντα») με την υπογράμμιση του ρόλου των συγκυριών στη ζωή αλλά και την αφηγηματική δράση, όταν η Βασιλική θα συναντηθεί τυχαία σε ένα ταξί με έναν μελλοντικό σύντροφο, για να κερδίσει ή και να χάσει τη συνάντηση του πεπρωμένου της με έναν άγνωστο Χ.
Και ενώ υπάρχουν διηγήματα που το συναίσθημα που προκαλούν για τα προσωπικά αδιέξοδα της μοναξιάς των προσώπων τους προκαλούν έντονη συγκινησιακή φόρτιση, όπως στο «Παναγιώτη όπως νομίζεις», την «Απογραφή» και την «Αλήθεια για τον Ντίνο», ωστόσο υπάρχουν και στιγμές που το χιούμορ και η ειρωνεία ελαφρώνουν και ισοζυγίζουν το αποτέλεσμα. Αυτό παρατηρούμε ότι συμβαίνει στον «Γιατρό Πιπεράκη», τον γλυκόπικρο «Βαλέ» και το «Ξημερώματα στις Βρυξέλλες», με τρόπο ώστε το τελικό πρόσημο του βιβλίου να μην είναι συγκινησιακά έντονο ή η επίγευσή του να μην είναι η τραγικότητα, αλλά η αισιοδοξία και εν τέλει η ίδια η δύναμη της ζωής.
Και θα κλείσω επιστρέφοντας στην αρχή του βιβλίου και στο μότο που προτάσσεται. Το βιβλίο αφιερώνεται στα παιδιά που μεγαλώνουν σε έναν κόσμο σκληρό, που τρέφεται από τη βία, που τα τρελαίνει συνθλίβοντάς τα στις μυλόπετρες ενός οξύμωρου -φωνάζοντάς τους με χίλους τρόπους: -Σου ζητάω να μιλάς! Σου απαγορεύω να σωπαίνεις. -Σου επιβάλλω να αρνείσαι! Δεν σου επιτρέπω να επιθυμείς. -Σου επιβάλλω να αναπνέεις μόνο στην αδιατάρακτη ρουτίνα∙ όπου το πρέπει είναι η βία των μεγάλων, η αφανής βία που μας τρέφει όλους.
Οι φωνές που ακούει η Λουκία Δέρβη είναι, κατά κάποιον τρόπο, οι κραυγές και οι ψίθυροι των παιδιών που δεν προλαβαίνουν να γεράσουν. Εκείνων των παιδιών που «δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν». Και αυτές τις φωνές τις συσσωματώνει στον συγγραφικό της λόγο διατηρώντας την ειλικρίνεια και την αθωότητά τους, διατηρώντας μια ματιά γεμάτη πίστη και τρυφερότητα για τον άνθρωπο.
* Η ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος. Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Η οδυνηρή μνήμη της σάρκας – Ερωτικά ιχνηλατώντας την ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» (Εκδόσεις του Φοίνικα).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πεντέμισι βδομάδες» (σσ. 11-14)
Ήρθα εδώ για να κρυφτώ. Να γίνω ένα με τα κατακίτρινα στάχυα που στοιβάζουν οι αγρότες στα χωράφια, δίπλα στο δωμάτιο που νοικιάζω, για να γίνουν ζωοτροφές. Ενδέχεται να με έχει ήδη κατασπαράξει ο Λύκος, εμένα μαζί με άλλες τρεις, ξέρω γω, και να νομίζω πως ζω ακόμη. Κοιτάζω έξω από το παράθυρό μου κάθε μέρα και η άσπρη θάλασσα, η Σίκινος απέναντι, τα γλαροπούλια, τα πεύκα γερμένα από τον βοριά που λυσσομανάει τον χειμώνα, όλο το τοπίο μου φαίνεται σαν ξεθωριασμένη καρτ ποστάλ, σαν ξέπνοο, σαν να μην με ενδιαφέρει ή να μη με αφορά. Μέσα μου καίνε φωτιές.
Έχω για παρέα ένα τζιτζίκι κολλημένο στο κυπαρίσσι δίπλα στη βεράντα μου. Για να μην τρελαθώ, του μιλάω. Του έχω βγάλει και όνομα, τον λέω Ζάκι είναι αρσενικοθηλυκό, δεν έχει φύλο το πρεζάκι όπως λέει και το όνομά του, ομοιοπαθές, γιατί και εγώ είμαι το πρεζάκι του Λύκου και ήρθα εδώ για να γίνω καλά. Το Ζάκι τερετίζει όλη μέρα, καλεί το ταίρι του και εγώ ζηλεύω. Ζηλεύω γιατί ο Λύκος δεν με αποζητά, δεν παίρνει τηλέφωνο δεν έχει βάλει ντετέκτιβ, ξέρω γω, να βρει πού είμαι.
«Τζι-τζι-τζι-τζι».
«Δεν θα ξαναγαπήσω, Ζάκι. Σου το υπόσχομαι», του λέω.[…]
Ίσως να ήμουν τρελή από τότε ακόμα που ήμουν με το Αρνί. Γιατί να μην έχω παντρευτεί το Αρνί, να μην έχω κάνει τρία παιδιά, να μην έχω παρατήσει τη δουλειά μου, για να μεγαλώνω τα τρία τρελά Αρνάκια; Γιατί ήθελα πάντα κάτι παραπάνω, γι’ αυτό. Γιατί διάβαζα βιβλία για έρωτες μεγάλους, απαγορευμένους, παντοτινούς, ακατόρθωτους, κι ονειρευόμουν κάτι τέτοιο, κάτι που να μοιάζει με πόθο πι, όμικρον, θήτα, όμικρον, ανθρώπινη κατάσταση, ίσως να πίστευα πάντα ότι για αυτό ήρθαμε στη γη για τον έρωτα, αλλιώς τι; Διαφορετικά το πιο ωραίο τοπίο του κόσμου θα ήταν βαρετό, όπως η θέα από τη βεράντα μου, βουβό από μέσα άγονο. Χωρίς έρωτα, χωρίς θαυμασμό, χωρίς πόθο η ζωή είναι άχρωμη και στείρα. Μέχρι και το Ζάκι, το τζιτζίκι, το ξέρει αυτό. Κι ας λέει η μάνα μου πως στα τριάντα μου είμαι ακόμη ανώριμη. Δεν θέλω να πεθάνω από τόσο νέα. […]