Για τη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Τσιμά «Οι γυναίκες του Άντον» (εκδ. Στερέωμα). Στην κεντρική εικόνα, η Aimee Lou Wood ως Σόνια στην ταινία «Uncle Vanya» (2020).
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Γιατί ερωτευόμαστε ό,τι μας βασανίζει; Γιατί φεύγουν αυτοί που αγαπάμε; Γιατί αφήνουμε τη ζωή να περνάει σαν να μη τη ζούμε; Tα ερωτήματα αυτά διατρέχουν τις σελίδες του βιβλίου «Οι γυναίκες του Άντον» (εκδ. Στερέωμα), στο οποίο η Μαρία Τσιμά προσεγγίζει κάποια από τα θεατρικά έργα του Τσέχωφ από την πλευρά των γυναικών που πρωταγωνιστούν σε αυτά. Οι γυναίκες του Τσέχωφ, ανεβαίνουν στη σκηνή και παίρνουν το λόγο.
Έξι γυναίκες μιλούν για τον χαμένο παράδεισο που ονειρεύτηκαν
Η Άννα από τον Πλατόνοφ, χήρα στρατηγού, όμορφη ακόμα και με πολλές επιτυχίες στους άντρες, σκοτώνει την ώρα της καλώντας κόσμο στο σπίτι της, παίζοντας σκάκι με τους καλεσμένους της και περιμένοντας να έρθει Αυτός που έχει κάνει άνω κάτω τη λογική της, Αυτός που μεταδίδει στους γύρω του μιαν ανεξέλεγκτη ελευθερία, που παίζει με τα αισθήματα των γυναικών, που αθετεί όλες τις υποσχέσεις του. Αυτός, που είναι πλασμένος για να φεύγει, και ζει μέσα στην αιώνια απόγνωση, γιατί «δεν τον χωράει η ζωή του, το σώμα του, η σκέψη του». Νικητής και ηττημένος ταυτόχρονα.
Η Άννα του Ιβάνοφ, έχει εγκαταλείψει την οικογένειά της κι έχει αλλάξει θρησκεία για χάρη του αγαπημένου της. Τώρα που εκείνη έχει αρρωστήσει από φυματίωση, εκείνος δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στις ανάγκες της. Τα όνειρα και η αισιοδοξία του πρώτου καιρού κατακρημνίζονται, οι ελπίδες διαψεύδονται.
Η Μάσα από τον Γλάρο, αποφασίζει να ξεριζώσει την καρδιά της και να την πετάξει στα σκυλιά, γιατί όταν δεν σε αγαπούν, δεν είσαι πια εσύ. Όταν δεν σε αγαπούν, έχεις ήδη πεθάνει.
Λαχταρούσαν και περίμεναν κάτι το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί. Νιώθουν τη ζωή να φεύγει μέσα από τα χέρια τους. Δεν πρόλαβαν να αγαπηθούν.
Η Σόνια από τον θείο Βάνια, μια γυναίκα χωρίς αυτοπεποίθηση, που περνάει απαρατήρητη, ασκείται στη σιωπή και στο τίποτα, και επειδή δεν έχει πραγματική ζωή, ζει με αυταπάτες, ζει μιαν άλλη ζωή μέσα στο μυαλό της και γερνάει με υπομονή.
Η Αμφίσα, η γριά παραμάνα από τις Τρεις αδερφές, η οποία συνειδητοποιεί ότι καμιά από τις τρεις κοπέλες που μεγάλωσε, δεν θα πάει στη Μεγάλη Πόλη, καμία δεν θα πραγματοποιήσει τα όνειρά της, καμία δεν θα ξεφύγει από την άχαρη ζωή της, καμία δεν θα είναι ευτυχισμένη.
Και τέλος η Λιούμπα από τον Βυσσινόκηπο, που δεν θέλει να πουλήσει τον κήπο της και να σκοτώσει αυτή την ομορφιά. Είναι όμως έτοιμη να συγχωρήσει την προδοσία του εραστή της, παρόλο που η σχέση τους μοιάζει με πέτρα δεμένη στον λαιμό της και κινδυνεύει να την πνίξει.
Το κάθε κείμενο έχει τη μορφή θεατρικού μονολόγου, όπου με αμεσότητα, και με έντονα ποιητική διάθεση, οι έξι γυναίκες περιγράφουν την επίπεδη κι ανέλπιδη ζωή τους, τη θλίψη και τη νοσταλγία τους για τον χαμένο παράδεισο που ονειρεύτηκαν αλλά δεν κατάφεραν να τον ζήσουν, για τον χρόνο που πέρασε χωρίς να δικαιώσει τις προσδοκίες τους, για τις μαραμένες τους ελπίδες. Λαχταρούσαν και περίμεναν κάτι το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί. Νιώθουν τη ζωή να φεύγει μέσα από τα χέρια τους. Δεν πρόλαβαν να αγαπηθούν.
Η Μαρία Τσιμά γεννήθηκε στην Κεφαλονιά. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Ιστορία- Αρχαιολογία. Από τα ιδρυτικά μέλη της ΘΕΣΠΙ (Θεατρική Συντροφιά Πανεπιστημίου Ιωαννίνων). Είναι απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Ωδείου Αθηνών (1990) και ιδρυτικό μέλος του Θεατρικού Οργανισμού «Στιγμή». Εργάζεται στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Διασκεύασε μαζί με τον Γιάννη Αναστασάκη το μυθιστόρημα του Τζέημς Θέρμπερ Τα 13 ρολόγια (παραστάσεις στα ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, Πάτρας και Ιωαννίνων) και την Τρελοβγενιώ της Ινές Κανιατί (παραστάσεις στο Θέατρο Στοά – Θέατρο Βασιλάκου και Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος). Έλαβε το Γ' Βραβείο Διηγήματος για την Κριστέλα (εκδ. Μεταίχμιο), που κυκλοφορεί στη συλλογή Ο φόβος του ξένου (2014). Το διήγημά της Τα λεφτά είναι φτωχά (εκδ. Ταξιδευτής) κυκλοφορεί στη συλλογή Έλα στη θέση μου – 20 Ιστορίες για την αλληλεγγύη (2015). Έχει λάβει επίσης το Β' Βραβείο Διασκευασμένου Σεναρίου της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος για την Αιολική γη του Ηλ. Βενέζη. (2014). Έγραψε το θεατρικό έργο Ίσια δικαιώματα που παρουσιάστηκε στο VAULT (2016-17). |
Η συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου δίνει τον λόγο και στον ίδιο τον Τσέχωφ, ο οποίος σε ένα κείμενο με έντονα εξομολογητικό χαρακτήρα, απευθύνεται στην αγαπημένη του, η οποία είναι ηθοποιός, και της δηλώνει ότι γράφει τους ρόλους των έργων του γι’ αυτήν. Γράφει για γυναίκες που θέλουν απεγνωσμένα Αυτόν, γιατί κι εκείνος τη θέλει απεγνωσμένα αλλά δεν μπορεί να την έχει. Γράφει για φανταστικές ζωές που εκείνος κι εκείνη δεν θα ζήσουν ποτέ. Γράφει για τη φθορά του χρόνου, για τη μοναξιά, για τη διαρκή αναζήτηση της αγάπης. Μέσα από την πένα του της λέει όλα αυτά που δεν μπορεί να της πει κατά πρόσωπο.
Οι ηρωίδες του μένουν σε μεγάλα σπίτια, στην εξοχή, και ψάχνουν τρόπους να διασκεδάσουν την πλήξη τους. Το βράδυ ακούνε το αλύχτισμα των σκύλων και το κλάμα της κουκουβάγιας. Κάποιες είναι άρρωστες, το μαντήλι τους γίνεται κόκκινο όταν βήχουν. Κι αυτό το μοτίβο, επαναλαμβάνεται σε όλα τα διηγήματα. Η συντριβή είναι αναπόφευκτη για όλους. Όλα τα πιόνια, θα μπουν τελικά στο ίδιο κουτί. Και ο στρατιώτης και ο βασιλιάς. Και ο νικητής και ο ηττημένος. Τα σκυλιά πάντα θα ακούγονται να αλυχτούν στο σκοτάδι. Και μια κουκουβάγια να κλαίει. Είτε είσαι άντρας είτε γυναίκα, είναι τρομακτικό να αγαπάς χωρίς ελπίδα. Να μην ξέρεις γιατί έζησες.
Τα διηγήματα της συλλογής είναι σύντομα κείμενα, αλλά μεστά σε νοήματα, γεμάτα ένταση, λυρισμό και συναίσθημα. Αποτελούν μια καταβύθιση στον παράξενο ψυχισμό της γυναίκας που αγαπάει άνευ όρων και εξιδανικεύει το αντικείμενο του πόθου της, και εκείνης που περιμένει την αγάπη που δεν έρχεται ποτέ. Οι γυναίκες του Τσέχωφ, ονειροπαρμένες, αφοσιωμένες ή απελπισμένες, δεν διστάζουν να εκφράσουν τη θλίψη τους για τον χαμένο χρόνο και τον σπαραγμό που τους προκαλεί η απουσία της αγάπης από τη ζωή τους. Ένα βιβλίο πρωτότυπο και ευρηματικό, ένα από κείνα τα βιβλία που απολαμβάνει κανείς να διαβάζει.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Είναι ψέμα ότι υπάρχει μια Μεγάλη Πόλη που μας περιμένει. Ένας κόσμος πιο μεγάλος απ’ αυτόν που μας χωράει. Ένας παράδεισος για μετά τον θάνατο. Δεν θα μάθω γιατί έζησα. Γιατί υπέφερα. Παρά τρίχα να μου συμβεί. Γιατί έτσι γίνεται στους αιώνες των αιώνων. Μια τρίχα μάς χωρίζει από αυτό που δεν γίναμε.»