Για το βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού «Πλατωνικοί διάλογοι, Ή γιατί στο σπήλαιο κάνουν όλοι πάρτι» (εκδ. Πατάκη). Στην κεντρική εικόνα: Men with Boxes on Head, Brunswick, GA, 2001 © Rodney Smith (1947- 2016)
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Άντρες και γυναίκες. Υπάρχει μια εξαιρετικά εύστοχη παρατήρηση του Τζούλιαν Μπαρνς στο τελευταίο του βιβλίο Ελίζαμπεθ Φιντς (μτφ: Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο) που δεν γίνεται να μην την μεταφέρω αυτούσια: «Οι παρεξηγήσεις και οι παρερμηνείες, οι κίβδηλες ή κουτοπόνηρες συμφωνίες, τα κατά συνθήκην ψεύδη, η επώδυνη σαφήνεια, το απρόκλητο ξέσπασμα, η συμβατική ευγένεια που κρύβει συναισθηματική αδράνεια. Και ούτω καθεξής».
Τι μας λέει τούτο απόσπασμα; Το προφανές της ζωής μας. Ματαιοπονούμε ομνύοντας στον χρυσό κανόνα της κοινής λογικής. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι τόσο εύπλαστες και τόσο ασυνεχείς που όποιος πιστεύει πως δύνανται να εκλογικευτούν, να μπουν σε ένα ρυθμιστικό σχέδιο δράσης ή σε μια κανονιστική διάταξη, είναι βέβαιο πως θα βρεθεί –πολύ γρήγορα μάλιστα- μπρος στο άφευκτο της σύγχυσης, της παρανόησης, της ακατανοησίας. Ο Χάρης Βλαβιανός στο τελευταίο του βιβλίο Πλατωνικοί Διάλογοι ή γιατί στο σπήλαιο κάνουν όλοι πάρτι που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη παίρνει ένα αδιαμόρφωτο υλικό, αυτό που προσφέρει η καθημερινότητα, το μεταπλάθει, του αφαιρεί ενδεχομένως τις χασμωδίες της προφορικότητας, απορροφάει τους κραδασμούς των συγκείμενων και ως τελικό αποτέλεσμα μας παραδίδει μικρά μπουλβάρ που μπορούν να διαβαστούν, αλλά και να σαρκωθούν σε μια θεατρική σκηνή. Αν οι σχέσεις μας είναι ένα διαρκές βοντβίλ, τότε, ιδού, κάποιος που έκανε την αρχή και μας προσφέρει τη βάση πάνω στην οποία μπορούμε να κινηθούμε και να μιλήσουμε.
Αν οι σχέσεις μας είναι ένα διαρκές βοντβίλ, τότε, ιδού, κάποιος που έκανε την αρχή και μας προσφέρει τη βάση πάνω στην οποία μπορούμε να κινηθούμε και να μιλήσουμε.
Γιατί, πλατωνικοί διάλογοι; Τούτη η άμεση αναφορά στον Αθηναίο φιλόσοφο δεν γίνεται να παραγνωριστεί. Ο Πλάτων φέρεται να είναι ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα ότι η μορφή του διαλόγου είναι η πιο πρόσφορη επιλογή για να παρουσιαστεί στον κόσμο ο Σωκράτης που μπορεί να μην έγραψε ποτέ στη ζωή του ούτε μια αράδα, εντούτοις η φιλοσοφική του σκέψη ήταν ένας ολόκληρος ναός ιδεών. Ο Πλάτων, λοιπόν, επιλέγει τη διαλογική μορφή προσδίδοντας στα κείμενά του αμεσότητα, ζωντάνια και ρεαλιστικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι την ίδια περίοδο κι άλλοι μαθητές του Σωκράτη καταφεύγουν στην ίδια λύση, καθιερώνοντας αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος, τον φιλοσοφικό διάλογο.
Πρόκειται, λοιπόν, να διαβάσουμε σχοινοτενείς φιλοσοφικές αναλύσεις ή πετάγματα του νου και των ιδεών προς τον κόσμο των συμβόλων και των αναλογιών; Ο Χάρης Βλαβιανός έχει άλλο σκοπό. Διατηρεί το «ένδυμα», αλλά αλλάζει τη σάρκα.
Στον αγρό του βιβλίου φύεται η φαιδρότητα της ανθρώπινης συνθήκης. Συνάφεια θέλετε; Ιδού τα αποτελέσματά της. Ενδιαφέρεστε να καλλιεργήσετε τους ανθούς μιας κάποιας κοινωνικότητας; Αν ναι, τότε, είναι σαν να μας λέει ο Βλαβιανός, να είστε προετοιμασμένοι να δεχθείτε και τα αγκάθια τους. Το ένα είναι αξεδιάλυτο από το άλλο. Ακόμη και οι πούροι της λογικής, έρχεται κάποια στιγμή που αντιλαμβάνονται πως αυτά που εκστομίζουν ή αυτά που ακούν από τον συνομιλητή τους θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί από τον Αραμπάλ ή τον Ιονέσκο. Πραγματικό θέατρο παραλόγου.
Είναι, άραγε, ένας περιγελαστικός λίβελος εναντίον της γειτνίασης των ανθρώπων; Είναι μια προγραμματική επίθεση στην αλληλεξάρτηση; Αυτό που επιθυμεί διακαώς ο Βλαβιανός είναι να καταδείξει με την ευγλωττία και την αμεσότητα του διαλόγου πως όλο αυτό που ζούμε είναι εντελώς αστείο. Πασιφανώς παράλογο, ακαταπόνητα αστείο και διαρκώς αλλόκοτο. Το αποτέλεσμα είναι μια πλέρια ακατανοησία. Συχνά πέφτουμε στην παγίδα των παράλληλων μονολόγων που μόνο προσχηματικά έχουν το ντύμα ενός κάποιου διαλόγου.
Αυτό που επιθυμεί διακαώς ο Βλαβιανός είναι να καταδείξει με την ευγλωττία και την αμεσότητα του διαλόγου πως όλο αυτό που ζούμε είναι εντελώς αστείο. Πασιφανώς παράλογο, ακαταπόνητα αστείο και διαρκώς αλλόκοτο.
Λαϊκοί άνθρωποι, αλλά και διανοούμενοι. Έλληνες και ξένοι. Άντρες, γυναίκες, παιδιά. Εραστές, φίλοι και άγνωστοι του δρόμου. Μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος, σε μια εξοχική κατοικία, στους δρόμους της πόλης. Οι άνθρωποι που επιλέγει ο Βλαβιανός να τους μεταφέρει στο στόμα λόγια αποστομωτικού εξωφρενισμού ανήκουν σε όλες τις κατηγορίες. Από καθηγητές πανεπιστημίου και ποιητές έως απλοί διαβάτες των δρόμων.
Δεν χρειάζεται να ανήκει κανείς σε μια συγκεκριμένη κατηγορία για να αναπτυχθεί μέσα του η ανοικειότητα. Είναι αποτέλεσμα της κοινωνικής συσσωμάτωσης. Άξιο τέκνο κάθε κοινωνίας.
Το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι ακόμη και ο ίδιος ο συγγραφέας αποφασίζει εξαρχής να μην εξαιρεθεί από το κάδρο. Γι’ αυτό, σε ένα θαυμαστό δείγμα ευφυούς αυτοϋπονόμευσης, το βιβλίο εκκινεί με το κείμενο που έχει τίτλο Ιδιοφυία. Πίσω από τις λέξεις διαφαίνεται η φιγούρα του Χάρη Βλαβιανού όχι με το κοινωνικό πρόσωπο του, που, όπως συμβαίνει σε όλους μας, μοιάζει ατσαλάκωτο ή περιβεβλημένο από την αχλή της δημιουργίας του, αλλά όπως ενδέχεται να είναι στην ουσία του.
Τόσο αυτό το κείμενο όσο και τα περισσότερα του βιβλίου κουβαλούν επάξια το φορτίο ενός βρετανικού φλέγματος. Διόλου τυχαίο, καθώς ο συγγραφέας έχει σπουδάσει, θητεύσει, αλλά και μελετήσει μεταφραστικά την κουλτούρα της Γηραιάς Αλβιώνας. Κατά την άποψή μου, η καταφυγή σ’ αυτό το, εν πολλοίς, μαύρο χιούμορ ή, αν θέλετε, τη διάθεση να περιγελάσει με στιλ αυτά που ξεπερνούν τη ρηχή έννοια ενός ανεκδότου, είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση του συγκεκριμένου βιβλίου. Ακόμη και στα σημεία που το αποτέλεσμα μοιάζει κάπως αμήχανο ή το γέλιο δεν είναι τόσο αβίαστο, η κατάσταση καταλήγει ευδόκιμα από την αισθητική της κωμικής πλευράς που επιλέγει ο Βλαβιανός.
Σε μια λογοτεχνία, όπως η ελληνική, που βρίθει δραματικών κειμένων, σε σημείο να πιστεύει κανείς πως έχουμε όλοι οι γραφιάδες ενδυθεί το ρόλο μιας drama queen, αυτό το βιβλίο συνιστά μια λεπταίσθητη σφαλιάρα στη σοβαροφάνεια. Δεν κομίζει δραματικές εξάρσεις, δεν δημιουργεί μύθο διά της περιφοράς κάποιων παθών. Είναι μια σύγχρονη ταπισερί που εμφανίζει το άλλο πρόσωπο της καθημερινής ευγλωττίας που είναι η άφωνη λογική της. Ας μην αναζητούμε πάντα ένα σχέδιο εξήγησης διότι μπορεί να μην υπάρχει και να μην υπάρξει ποτέ.
Οι διάλογοι στο κεφάλαιο «Χ» όπως «χάνω», εύλογα αυτοβιογραφικοί, είναι από τους πλέον λαγαρούς του βιβλίου. Για να αποδειχθεί πως όταν ο συγγραφέας δεν παίρνει πολύ σοβαρά τον εαυτό του, τότε είναι σε θέση να δημιουργήσει κάτι πραγματικά ουσιώδες και ειλικρινές.
Είναι εύκολο πράγμα να γράφεις με χιούμορ; Το γεγονός ότι στην ελληνική λογοτεχνία δεν έχουμε κάτι αντίστοιχο του Σερντάρις ή του Στάινγκαρντ (για να φέρω δύο χαρακτηριστικά σύγχρονα παραδείγματα) κάτι πρέπει να δείχνει. Θεωρούμε πως το αστείο προσομοιάζει του ελαφρού; Πιστεύουμε πως μόνο το δράμα παράγει υψηλή τέχνη; Τι αστείο, αλήθεια, όταν έχουμε πρόγονο έναν Αριστοφάνη. Κι όμως, η παρωδία ή το σκώμμα δεν έχουν καμία σχέση με το χονδροειδές αστείο ή με την άγευστη πλάκα στην οποία επιδιδόμαστε συχνάκις εμείς οι Έλληνες. Άσχετο και σχετικό: θα είχε ενδιαφέρον να δούμε να ευδοκιμεί και στα μέρη μας ένας Κερτ Βόνεγκατ που να δημιουργεί καλοσυγκερρασμένη λογοτεχνία διαλύοντας ή ξηλώνοντας το πλεκτό του δράματος. Τουλάχιστον, οι Πλατωνικοί διάλογοι του Χάρη Βλαβιανού σπάνε τον κανόνα και τούτο από μόνο του είναι ενδιαφέρον, αξιοπρόσεκτο και ευφρόσυνα δεκτό.
Να σημειωθεί πως το τελευταίο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει τέσσερα ποιήματα της Carol Ann Duffy από το The World’s Wife (σε μετάφραση, φυσικά, του Χάρη Βλαβιανού) όπου εμφανίζεται η θηλυκή πλευρά σημαντικών ανδρών (πραγματικών ή μυθολογικών). Τι θα μπορούσε να μας πει η γυναίκα του Τειρεσία, του Δαρβίνου, του Ίκαρου ή, ακόμη ακόμη, η Ευρυδίκη για τον Ορφέα; Μα και η Ασπασία, όπως την φαντάζεται ο Βλαβιανός, για τον Περικλή; Μας χρειάζεται, άραγε, αυτή τη γυναικεία πλευρά σε ένα ανδρικό συμπόσιο όπως ήταν το πλατωνικό; Ναι, για τη συμμετρία των ιδεών αλλά και για την αντιστροφή των παραδεδεγμένων ρόλων.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Οι φοιτητές του τον κοιτούν έντρομοι στα μάτια. Ό,τι κι αν λένε του φαίνεται προβλέψιμο, κοινότοπο. Απορρίπτει όλες τις εργασίες τους με ειρωνικά σχόλια όπως: «Κανείς δεν βγήκε από το σπήλαιο του Πλάτωνα κρατώντας i Phone».
Με κάθε αφορμή, επαναλαμβάνει τη γνωστή αποστροφή του Αϊνστάιν για τη βλακεία. Στην πόρτα του γραφείου του έχει κρεμάσει μια ταμπέλα που γράφει: «Το πανεπιστήμιο δεν προσφέρει παρά μόνο πτυχιούχο άγνοια».
Είναι τελειομανής. Απεχθάνεται την επιτήδευση, τα λεκτικά πυροτεχνήματα. Αγαπημένος του φιλόσοφος είναι ο Νίτσε. Εξού και μισεί τα γήπεδα, τα αεροδρόμια, τα shopping malls. Πώς να λάμψει μια ιδιοφυία μέσα στο άξεστο πλήθος.
Σε ένα συνέδριο, κάποιος αναιδής καθηγητής Κοινωνιολογίας είχε το θράσος να του ζητήσει να ορίσει την ιδιοφυία. Εκείνος απάντησε: «Θα γνωρίζετε ασφαλώς τον Νουρέγιεφ. Έχετε προσέξει ότι όταν επιχειρεί ένα άλμα στον αέρα κάνει πολλή ώρα να επιστρέψει στο έδαφος;».