Για το μυθιστόρημα της Ελένης Πριοβόλου «Το δέντρο με τις φωλιές», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Στην κεντρική εικόνα, έργο του Αιμίλιου Μπαρμπάτου.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
«Τι να την κάνεις την αγάπη αν τη φυλάς μέσα σου χωρίς προορισμό;»
Στη μέση του κάμπου, σε μια καλύβα που τη μετέτρεψε σε σπίτι, ζει η Μαρία, το τέταρτο παιδί του μεγαλοκτηματία και πολιτικού παράγοντα της περιοχής. Μετά από τον θάνατο του πατέρα της, που ήταν και ο μόνος από τον οποίο ένιωσε αγάπη, παραχώρησε την υπόλοιπη περιουσία στα τρία της αδέρφια και κράτησε μόνο την καλύβα και λίγα στρέμματα γης. Εκεί έφτιαξε ένα θερμοκήπιο όπου καλλιεργεί λουλούδια και βιοπορίζεται από αυτό. Το σπίτι της βρίσκεται δίπλα σε έναν αιωνόβιο πλάτανο, στα κλαδιά του οποίου φτιάχνουν τις φωλιές τους κάθε λογής πουλιά. Η Μαρία τα λατρεύει, τα παρατηρεί με τις ώρες, ξέρει να ξεχωρίζει και να αναπαράγει τις φωνές τους, ζηλεύει την ελευθερία τους και θεωρεί ότι είναι τα πιο ευτυχισμένα πλάσματα στη γη.
Λίγο πιο πέρα βρίσκονται και τα χωράφια του αδερφού της, όπου εργάζονται «Εκείνοι». Είναι μετανάστες από διάφορα μέρη της γης, που εργάζονται σε καθεστώς δουλείας, χωρίς χαρτιά, χωρίς δικαιώματα, όχι όμως και χωρίς ελπίδα. «Κι αν δεν τους έλαχε μοίρα καλή, τη δημιουργούν», πάντα έχουν σχέδια για το μέλλον και ελπίζουν να αλλάξουν τη ζωή τους. Η Μαρία ανακαλύπτει ότι με έναν από αυτούς, τον Νιζάμ, έχει κάτι κοινό: την αγάπη για τα πουλιά.
Η Ελένη Πριoβόλου γεννήθηκε στο Αγγελόκαστρο Μεσολογγίου όπου και έζησε μέχρι τα 18 της. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει γράψει είκοσι ένα βιβλία για παιδιά και εφήβους, επτά μυθιστορήματα για μεγάλους, μία νουβέλα και ένα βιβλίο με ιστορίες. Το μυθιστόρημά της για ενήλικες, "Όπως ήθελα να ζήσω" (Καστανιώτης, 2009) τιμήθηκε το 2010 με το "Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ". Έχει αποσπάσει το Βραβείο για Μεγάλα Παιδιά του περιοδικού "Διαβάζω" για το βιβλίο της "Το σύνθημα" (2009). Επίσης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού - Νεανικού Λογοτεχνικού Βιβλίου 2021. |
Ο κόσμος γεμάτος μπλεγμένες ανθρώπινες ιστορίες
Μέσω του Νιζάμ, με τον οποίο αναπτύσσει μια σχέση εμπιστοσύνης, έρχεται σε επαφή με τους υπόλοιπους εργάτες, και ο αρχικός της φόβος απέναντί τους, υποχωρεί. Ακούει τις ιστορίες τους, κατανοεί τις επιφυλάξεις τους και προσπαθεί να τους προστατέψει, φτάνει ακόμα και να παντρευτεί τον Νιζάμ για να τον ελευθερώσει από τον έμπορο που τον ελέγχει, γεγονός που την φέρνει αντιμέτωπη με την οικογένειά της και με την τοπική κοινωνία. Παρά τα προβλήματα, ο συγχρωτισμός της με τους μετανάστες, λειτουργεί ευεργετικά και για την ίδια. Είναι ανοιχτή στην επικοινωνία μαζί τους, δείχνει έμπρακτα το ενδιαφέρον της, είναι πρόθυμη να τους ακούσει, να γίνει μία από αυτούς, θεωρώντας αυτόν τον μόνο τρόπο προσέγγισης των ανθρώπων και επίλυσης των διαφορών μεταξύ τους. Γιατί «έτσι είναι ο κόσμος όλος. Έτσι ήταν από πάντα. Γεμάτος μπλεγμένες ανθρώπινες ιστορίες.»
Παράλληλα, αναλαμβάνει και τη φροντίδα της κατάκοιτης μητέρας της, με την οποία ως παιδί, δεν είχε αποκτήσει κανέναν συναισθηματικό δεσμό. Ανασκαλεύοντας το παρελθόν, προσπαθεί να βρει τους λόγους που έκαναν τη μητέρα της να την απορρίψει.
Η Μαρία έχει έναν δικό της τρόπο σκέψης.
Η Μαρία έχει έναν δικό της τρόπο σκέψης. Πιστεύει στους μύθους και στ’ απίστευτα. Κοιτάζει μπροστά και δεν αφήνει τον εαυτό της να λυπηθεί. Παρατηρεί τη φύση, απολαμβάνει τα δώρα που της προσφέρει, τα λουλούδια, τα χρώματα, τις μυρωδιές, τους κελαηδισμούς των πουλιών. Κατά τη γνώμη της, οι άνθρωποι, μόνο παρατηρώντας τη φύση μπορούν να αγαπήσουν αληθινά. Εύχεται να μπορούσαν να λειτουργήσουν όπως τα πουλιά, που μοιράζονται το ίδιο δέντρο χωρίς να τρώγονται μεταξύ τους, γιατί καταλαβαίνουν ότι το δέντρο δεν είναι δικό τους, απλά τα φιλοξενεί.
Η ηρωίδα εναρμονίζεται με το φυσικό περιβάλλον, δεν διστάζει να συγκρουστεί με τον κοινωνικό της περίγυρο, και, στα ηθικά διλήμματα που αντιμετωπίζει, επιλέγει να πράξει αυτό που εκείνη θεωρεί σωστό, χωρίς να πτοείται από το τίμημα που καλείται κάθε φορά να πληρώσει για την επιλογή της.
Η πλοκή του μυθιστορήματος εξελίσσεται γρήγορα, κρατώντας ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το κείμενο διαπνέεται από έντονο ρομαντισμό, είναι πλούσιο σε εικόνες και περιγραφές του φυσικού περιβάλλοντος, διεγείρει όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη με τα χρώματα των λουλουδιών και τα αρώματά τους, με τους ήχους από τα κελαηδίσματα των πουλιών, και τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, αυτό όμως γίνεται με μικρές προτάσεις, με λόγο απλό και καθόλου φορτωμένο με άχρηστα καλολογικά στοιχεία. Παράλληλα, το κείμενο στοχεύει σε εκείνα που η συγγραφέας θεωρεί ότι πρέπει να προάγει η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα: τον σεβασμό, την αγάπη και την ομορφιά.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η ζωή είναι ένα θέατρο μαριονέτας. Αόρατα νήματα κινούν την ύπαρξή μας. Κάπου πίσω, καλά κρυμμένος ο αόρατος κουκλοπαίκτης, μας κοροϊδεύει μέσα στη μακάρια αμεριμνησία του. Το ένστικτό μου με παρακίνησε και κατέφυγα εδώ στον κάμπο, για να ελευθερωθώ από τα δεσμά της οικογένειας και της κοινωνίας. Δημιουργώ μία συνθήκη προσωπικής ελευθερίας. Είναι μια ψευδαίσθηση, αφού πάντα κάτι υπάρχει να σε αιχμαλωτίσει. Στην περίπτωσή μου, ό,τι δημιουργώ γίνεται προϊόν. Η ομορφιά των λουλουδιών υποτάσσεται στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. (…)
Ήρωές μου δεν είναι δεν είναι πια οι άνθρωποι, αλλά τα λουλούδια μου και τα πουλιά. Ο μικρός μου παράδεισος. Δεν μπορώ να σχηματίσω με τη φαντασία μου τον μετά θάνατον παράδεισο. Και ό,τι δεν μπορώ να το φανταστώ, θαρρώ πως δεν υπάρχει, και με κάνει δυστυχή αυτή η αίσθηση ανυπαρξίας.»