
Για τη συλλογή διηγημάτων «Εξουθένωση. Ντοκιμαντέρ ονείρων» του Μισέλ Φάις (εκδ. Πατάκη). Φωτογραφία: Χάρης Παπαδημητρακόπουλος
Της Ελένης Παπαργυρίου
Στο κέντρο της πεζογραφικής παραγωγής του Μισέλ Φάις την τελευταία δεκαετία βρίσκεται ο παραλογισμός της ύπαρξης σε μια ταραγμένη συνθήκη καπιταλιστικής μετανεωτερικότητας. Οι χαρακτήρες του αυτοσκοπούνται κλεισμένοι στον εαυτό τους, ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις είναι η σύγκρουση με άλλα πρόσωπα, παρομοίως διχασμένα και αυτά, που αποκαλύπτει την υπαρξιακή τους κατάπτωση. Καίριο από αυτήν την άποψη υπήρξε το μυθιστόρημα Από το πουθενά (2015), καθώς και το θεατρικό κείμενο Παγκάκι του κανένα (2014).
Συνεχίζοντας και επεκτείνοντας αυτόν τον άξονα, το νέο βιβλίο του Φάις Η εξουθένωση εκμεταλλεύεται στο έπακρον τη διαλεκτική συνθήκη: πρόκειται μια συλλογή από μικροϊστορίες όπου συνομιλούν υποκείμενα σε βαθιά κρίση, συχνά ζευγάρια στα πρόθυρα του χωρισμού, αλλά και ζεύγη γονιών με παιδιά, φίλων, συντρόφων και συνεργατών, όπως και ζεύγη ζώων και φυτών. Οι αφηγήσεις φωτογραφίζουν τη στιγμή της σύγκρουσης λίγο πριν αυτή φτάσει στο οριακό της σημείο, λίγο πριν σπάσει το σκοινί. Ο Φάις ερευνά δύο όψεις του πόνου. Καταρχήν, τον πόνο ως προσπάθεια: τα υποκείμενα στις ιστορίες του αισθάνονται την ανάγκη να μιλήσουν για το σημείο όπου οι θηλειές του σκοινιού ξεφτίζουν, διαλύονται, πάνε να κοπούν. Οι χαρακτήρες διαπραγματεύονται, συζητούν εξαντλητικά το σημείο όπου οι σχέσεις δεν έχουν γυρισμό, αλληλοπροσάπτουν κατηγορίες και, τέλος, προσδιορίζουν το επίπονο παρόν τους σε σχέση με ένα ιδανικό – φαντασιακό τις περισσότερες φορές – παρελθόν. Η δεύτερη όψη του πόνου είναι η σωματική: οι λέξεις που εξφενδονίζονται σαν πέτρες, τα διαρκή χτυπήματα κάτω από τη μέση, η ρήξη και η πληγή της που ματώνει. Τα πρόσωπα, εξουθενωμένα από την διαρκή προσπάθεια, το χάος της διαλεκτικής στο ρινγκ της συνύπαρξης, τελικά εγκαταλείπουν.
Τα πρόσωπα, εξουθενωμένα από την διαρκή προσπάθεια, το χάος της διαλεκτικής στο ρινγκ της συνύπαρξης, τελικά εγκαταλείπουν.
Οι ιστορίες της Εξουθένωσης τοποθετούνται σε διάφορα μέρη της υφηλίου χωρίς ωστόσο να χρωματίζονται από ιδιαίτερα στοιχεία γεωγραφίας ή πολιτισμού. Οι κρίσεις είναι ίδιες, τα προβλήματα των σχέσεων κοινά, ο χώρος που απαιτούν οι άνθρωποι για να συνυπάρξουν με κάποιον άλλον άνθρωπο σταθερά ομοιογενής. Τα πρόσωπα των ιστοριών μοιάζουν να βιώνουν μια παρωδία κοσμοπολιτισμού, μια κινηματογραφική φάρσα χαμηλού μπάτζετ (στον κινηματογραφικό χρόνο μιας μεγάλου μήκους ταινίας πιθανότατατα αναφέρονται οι αριθμοί που δίνονται παρενθετικά σε κάθε μία ιστορία) με φτηνό σκηνικό όπου τα αντικείμενα λειτουργούν προσχηματικά σαν να είναι φτιαγμένα από χαρτόνι. Οι σκηνοθετικές οδηγίες που δίνονται στην αρχή κάθε διαλόγου είναι τα πρόσωπα, οι ηλικίες τους και τα ρούχα που φοράνε:
Κουάλα Λουμπούρ. Άντρας και γυναίκα κοιμούνται σε διπλό κρεβάτι με μαύρα σατέν σεντόνια. Η γυναίκα, γύρω στα τριάντα, φοράει ξανθιά περούκα, ο άντρας, γύρω στα πενήντα. Ανάμεσά τους φαλλός από καουτσούκ και δονητής. Ο άντρας ροχαλίζει δυνατά. Η γυναίκα κοιμάται με ωτοασπίδες και μάσκα ύπνου. Τα λένε καθ’ ύπνον. [6:01] (σ. 205)
Η αναγνώστρια καλείται να παρακολουθήσει την αφήγηση με όρους κινηματογραφικής θέασης. Ωστόσο, η φαντασίωση του ρεαλισμού υπονομεύεται από τη αφαίρεση και την παρωδία. Η αναγνώστρια μπαίνει κάθε φορά στην ιστορία προσπαθώντας να ψυχολογήσει τους χαρακτήρες, προσπαθώντας να τεκμηριώσει αυτό που μπορεί να ονομαστεί προσωπικότητα, τη συνέπεια και συνοχή της, όμως οι χαρακτήρες, αυτάρκεις μέσα στον παραλογισμό τους, αντιστέκονται, και τελικά διαλύονται στην ανυπαρξία τους σαν κούκλες από άχυρα. Ο ρεαλισμός, ως μια συνθήκη που επιτρέπει στην αναγνώστρια να εισχωρήσει στο λογοτεχνικό σύμπαν ξεχνώντας το εξωτερικό περίβλημα της ζωής, είναι μια πικρή φαντασίωση: ο κόσμος της μυθοπλασίας δεν υπάρχει, ή, τελικά, υπάρχει μόνο αυτός και μέσα σε αυτόν παλινωδούμε. Με τις παρωδιακές προθέσεις απέναντι στον ρεαλισμό του αφηγηματικού μέσου, τόσο του πεζογραφικού όσο και του κινηματογραφικού, ο Φάις μοιάζει να αναρωτιέται πώς προκύπτουν οι ιστορίες: από ποιες συνθήκες ζωής, από ποια αντικείμενα, από ποια περιστατικά σημαντικά ή ασήμαντα, για να καταλήξει: «Γιατί οι ιστορίες μας σκέφτονται πριν τις σκεφτούμε, μας αναζητούν πριν τις αναζητήσουμε, μας νοιάζονται πριν τις νοιαστούμε, γιατί οι ιστορίες που λέμε είμαστε εμείς, ακόμα και οι ιστορίες που δεν λέμε είμαστε εμείς» (σ. 191).
![]() |
Ο Μισέλ Φάις (Κομοτηνή, 1957) είναι υπεύθυνος των σελίδων βιβλίου στην Εφημερίδα των Συντακτών και διδάσκει δημιουργική γραφή (Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, «Σχόλη» στις Εκδόσεις Πατάκη). Το 2000 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή Απ’ το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες. Έχει γράψει πεζά και θεατρικά έργα, έχει συμμετάσχει σε φωτογραφικές και εικαστικές εκθέσεις, έχει συμμετάσχει στη συγγραφή σεναρίων κ.ά. |
Μπορεί κανείς να διακρίνει δύο δυναμικούς και αλληλοσυγκρουόμενους άξονες στην αφήγηση: τη βία και το παιχνίδι. Τα πρόσωπα βιαιοπραγούν λεκτικά, σωματικά, σεξουαλικά. Επιτίθενται το ένα στο άλλο, απειλούν, αδιαφορούν για τον κίνδυνο που αφορά το σώμα και την ύπαρξη των άλλων, εφόσον είναι σε διαρκή αντιπαράθεση μαζί τους. Ωστόσο, ο δεύτερος δυναμικός άξονας της αφήγησης, του παιχνιδιού και της φάρσας, υπονομεύει την ένταση της βίας. Για παράδειγμα, στο διήγημα «Οι κούκλες» μια γυναίκα αναπαριστά τη σχέση με το σύντροφό της μέσα από ένα παιχνίδι με κούκλες. Το νοσηρό σχέδιο του ζευγαριού να σκοτώσει τα παιδιά του για να αναθερμάνει τη φθαρμένη του σχέση αποδεικνύεται παιχνίδι αναπαράστασης. Παίζοντας την ίδια και τον σύζυγό της με τις κούκλες η γυναίκα στήνει το σκηνικό της βίας και το ξεστήνει: η βίαιη πρόθεση εκμηδενίζεται στο πλαίσιο της παιγνιώδους πρόθεσης. Στον ίδιο άξονα εντάσσονται και οι ειρωνικές δομές της αφήγησης. Ένα ζευγάρι αρχιτεκτόνων βρίσκεται νεκρό μέσα στο σπίτι στο σπίτι που οι ίδιοι κατασκεύασαν, ενώ στο βάθος παίζει ένα βίντεο όπου –νεότεροι και γεμάτοι όνειρα– μιλάνε με πάθος για τον σχεδιασμό του. Η λεκτική ειρωνεία και ο σαρκασμός αφθονούν:
Και πήγες με μια άγνωστη;
Σου είπα πώς αισθανόμουν. Δεν σου είπα;
Τουλάχιστον ήταν εμβολιασμένη;
(σ. 169)
Τα βιβλία του Φάις από το 2015 και μετά συζητούν την κρίση του ύστερου καπιταλισμού με ό,τι αυτός συνεπάγεται: απομάκρυνση από τη φύση, περιβαλλοντική δυστοπία, παγκοσμιοποίηση και υποταγή. Η περσόνα του συγγραφέα, βαριά και καταθλιπτική, διακρίνεται στο προτελευταίο διήγημα του βιβλίου «Σκουφάκι από στάχτη», καθώς αναλογίζεται το αυξανόμενο βάρος των αποσκευών του χρόνου. Η εύθραυστή του υποκειμενικότητα ενώνεται με αυτήν των δισεκατομμυρίων φωνών ανθρώπων του πλανήτη σε παρόμοιες συνθήκες πόνου: στο τελικό διήγημα «Κόκκινο σκοτάδι» αναδύονται μέσα από μια τρομερή συμπαντική ηχώ φωνές από κάθε γωνία της υφηλίου που βρίσκονται σε παρόμοιες συνθήκη εξουθένωσης. Το κείμενο ζουμάρει ιλιγγιωδώς μέσα και έξω, σε οθόνες κοινωνικών δικτύων και ποικίλες συσκευές επαγρύπνησης, τονίζοντας την παγκοσμιότητα του πόνου.
Ανταγωνισμός, φαντασιακή συνθήκη, τυχαιότητα, ίλιγγος: όλες οι εκφάνσεις του παιχνιδιού που είχε διακρίνει ο φιλόσοφος Roger Caillois βρίσκουν τη θέση τους στο πιο αστείο και ταυτόχρονα πιο πικρό βιβλίο που μας έχει δώσει ο Φάις στη μακρόχρονη συγγραφική του πορεία.
* Η Ελένη Παπαργυρίου είναι Διδάκτορας Παν/μίου Οξφόρδης. Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.