
Για το πεζογράφημα της Μαρίας Γιαγιάννου «R.I.F. – Ο θάνατος στο φέισμπουκ» (εκδ. Στερέωμα). Κεντρική φωτογραφία: Alex Prager, Crowd #7 (Bob Hope Airport), 2013.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Προ καιρού υπέπεσα σ’ ένα ασύγγνωστο σφάλμα, απ’ αυτά που σε κάνουν να αισθάνεσαι γελοίος (το παραδέχομαι) αφήνοντας στο τέλος μέσα σου ένα ίζημα ενοχής. Ευχήθηκα σ’ έναν διαδικτυακό «φίλο» χρόνια πολλά και ευτυχισμένα με αφορμή τα γενέθλιά του. Ως εδώ καλά. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και μου ήρθε η απάντηση, που, υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν ένα πλέριο «ευχαριστώ πολύ», αλλά που στη συγκεκριμένη περίπτωση είχε τη δύναμη ηχηρής σφαλιάρας. Αντί γι’ αυτόν μού απάντησε η σύζυγός του, η οποία με πληροφόρησε πως ο άντρας της είχε προ καιρού περάσει στην αντίπερα όχθη.
Η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν ότι η βλακώδης αβλεψία μου πληρώθηκε με «σκληρό» νόμισμα. Η δεύτερη, πιο αποστασιοποιημένη από το κάζο που υπέστην, ότι τα social media έχουν καταφέρει να απογυμνώσουν και να αντικειμενικοποιήσουν ακόμη και τον χαμό ενός ανθρώπου. Διαβάζοντας το νέο βιβλίο της Μαρίας Γιαγιάννου R.I.F. – Ο θάνατος στο Φέισμπουκ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Στερέωμα, πείστηκα πως κάτι έχει αλλάξει δραστικά στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τη ζωή, τη γραφή και τον θάνατο από τη στιγμή που ενέσκηψαν με καταιγιστικό τρόπο τα κοινωνικά δίκτυα στη ζωή μας.
Με τρόπο ευφυή, ευσύνοπτο και συχνά σκωπτικό (έως του σημείου να μας παραδίδει τζούρες μαύρου χιούμορ αγγλοσαξωνικής κοπής), η Γιαγιάννου μάς λέει grosso modo: ξεχάστε όσα ξέραμε για τη ζωή, το γράψιμο και τον θάνατο. Το κοινωνικό δίκτυο είναι σαν ένας ζωντανός οργανισμός, σαν μαμούθ που μας αγκαλιάζει και συνάμα μας πνίγει όλους με τα πλοκάμια του. Ακόμη και το μέγα ανθρώπινο μυστήριο: τον θάνατο. Ούτε αυτός δεν καταφέρνει να ξεφύγει από την ανάμεικτη φύση του μέσου.
Σε όλους μας υπάρχει ένας θάνατος. Στα όρια του Φέισμπουκ, δε, ίσως να μοιάζει και με μια μορφή διαρκούς μπλοκαρίσματος ενός χρήστη προς όλους τους φίλους του.
Αν μέχρι πρότινος ο θάνατος ενός προσφιλούς προσώπου ή και κάποιου ανθρώπου που πέρασε, έστω ξυστά, από τη ζωή μας, δημιουργούσε μέσα μας ένα ακέραιο και συμπαγές πλέγμα συναισθημάτων, από το οποίο δεν μπορούσαμε εύκολα να απεγκλωβιστούμε, τώρα, με τα social media, μαθαίνουμε να προπονούμαστε στην απουσία. Η Γιαγιάννου, μάλιστα, δηλοί πως η οικείωση με τον θάνατο των «φίλων» είναι μια μορφή υπαρξιακής προπαίδειας για όλους μας. Σε όλους μας υπάρχει ένας θάνατος. Στα όρια του Φέισμπουκ, δε, ίσως να μοιάζει και με μια μορφή διαρκούς μπλοκαρίσματος ενός χρήστη προς όλους τους φίλους του.
Όσο για εμάς, τους ζώντες ακόμη, αυτοί οι θάνατοι μας φέρνουν λίγο λίγο πιο κοντά στο αναπόδραστο. Ωσάν μικροί Μιθριδάτες μαθαίνουμε στην απώλεια. Κάποια στιγμή θα συμβεί και σε ’μας.
Πάντως, αν δεν είναι μακάβριο αστείο, τότε είναι μια νέα πραγματικότητα το γεγονός ότι ακόμη κι αν κάποιος πεθάνει, για το μέσο ενδέχεται να εξακολουθεί να υπάρχει. Η Γιαγιάννου πολύ σωστά επισημαίνει πως ο λογαριασμός του εκλιπόντος μπορεί να παραμείνει ενεργός αν οι οικείοι δεν τον «κατεβάσουν». Είσαι σε θέση να τον επισκέπτεσαι από καιρού εις καιρόν. Σαν να πηγαίνεις στην εκκλησία και να ανάβεις ένα κερί στη μνήμη του. Όσο για τις αναρτήσεις του νεκρού, αυτές κι αν παραμένουν ζωντανές εις το διηνεκές. Για να αποδειχθεί πως ακόμη και στον περίβλεπτο κόσμο του ψηφιακού βιβλίου η γραφή αντέχει δίχως καν εμάς.
Μάλιστα, στη νέα εκδοχή του Φέισμπουκ, το επονομαζόμενο Metaverse, μια εικονική πραγματικότητα όπου θα μας παρέχει τη δυνατότητα να υπάρχουμε σε χώρο και χρόνο δίχως τη φυσική μας παρουσία, αλλά μέσω ενός επινοημένου άβαταρ, ούτε οι νεκροί θα είναι εξοβελιστέοι. Ακόμη κι αυτοί θα έχουν μια θέση στον ήλιο της ηλεκτρονικής ζωής.
Τη στιγμή που οι θρησκείες στηρίζονται στο έωλο επέκεινα, μια αφήγηση που μοιάζει με παρηγοριά στην υπαρξιακή αρρώστια του όντος, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ μας προσφέρει μια παράταση ζωής ακόμη και σε κατάσταση θανάτου.
Η Γιαγιάννου πολύ σωστά επισημαίνει πως ο λογαριασμός του εκλιπόντος μπορεί να παραμείνει ενεργός αν οι οικείοι δεν τον «κατεβάσουν». Είσαι σε θέση να τον επισκέπτεσαι από καιρού εις καιρόν. Σαν να πηγαίνεις στην εκκλησία και να ανάβεις ένα κερί στη μνήμη του.
Το βιβλίο της Μαρίας Γιαγιάννου διαρθρώνεται σε μικρά κεφάλαια με άκρως εύγλωττους τίτλους (βλ. «Ποιος ζει, ποιος πεθάνει;» ή «Πεθαίνω σαν τώρα»), ενώ μεταξύ των κεφαλαίων δημιουργεί έμμετρες γέφυρες με στιχουργήματα-επιτύμβια που ενώνουν τον λυρισμό και το σκώμμα με θαυμαστό τρόπο.
Η ίδια χαρακτηρίζει το όλον ως πεζογράφημα και –κατά το μάλλον ή ήττον– έχει δίκιο. Εν πρώτοις έχουμε να κάνουμε με ένα ακατάτακτο βιβλίο, αλλά στην ουσία του είναι ένα υβρίδιο που περιλαμβάνει μυθοπλασία, δοκιμιακό λόγο, κοινωνική παρατήρηση, φιλοσοφία, κοινωνιολογία έως και ψυχολογία της (ηλεκτρονικής) μάζας.
![]() |
Η Μαρία Γιαγιάννου έχει γράψει πεζογραφία, θέατρο, δοκίμιο και παιδικό βιβλίο. Σπούδασε Επικοινωνία & ΜΜΕ (ΕΚΠΑ), Πολιτιστική Διαχείριση (Πάντειο) και Φιλοσοφία της Τέχνης (ΑΣΚΤ, ΑΠΘ). Επιμελείται εικαστικές εκθέσεις και άλλα πολιτιστικά δρώμενα. Έχει εκδώσει δώδεκα βιβλία. Θεατρικά της έργα έχουν παιχτεί σε σκηνές της Αθήνας καθώς και στο Μιλάνο. Το μυθιστόρημά της Το μέλος φάντασμα (Μελάνι, 2020) ήταν υποψήφιο στα Λογοτεχνικά Βραβεία του Αναγνώστη και στα Βραβεία του Athens Prize for Literature. Το πρώτο παραμύθι της Η Κουνελόσκαλα (εικ: Κ. Θεοχάρης, Καλέντης, 2021) ήταν υποψήφιο στα Βραβεία του Χάρτη και στο IBBY (Κύκλος Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου). Συμμετέχει ως θεατρική συγγραφέας στο πρότζεκτ του Ωδείου Αθηνών «HUMANITAS/Από σκηνής» για τα ανθρώπινα δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ εφήβων, που θα ολοκληρωθεί το 2023. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. |
Προσοχή, όμως: το βιβλίο της Γιαγιάννου δεν πραγματεύεται μόνο τον θάνατο του χρήστη εντός των τειχών του κοινωνικού δικτύου, αλλά και το τέλος (ή, μήπως, το ατελεύτητο τέλος;) της γραφής, του δημιουργού, ακόμη και του ίδιου του μέσου. Αυτό το τέλος δεν είναι τόσο συμπαγές και ολοκληρωτικό όσο το φανταζόμαστε.
Ο τρόπος που καταγράφουμε τις σκέψεις μας σε καθημερινά post, η υπερέκθεση που αυτά μας προσκομίζουν, το ότι γνωρίζουμε πως απευθυνόμαστε σε κόσμο και δεν παραμένουν τα γραπτά μας στο ασφαλές περιβάλλον ενός ημερολογίου και, επίσης, το γεγονός ότι όλοι, πλέον, είναι οιονεί δημιουργοί-συγγραφείς, όλα αυτά έχουν διαμορφώσει ένα διαφορετικό τοπίο ακόμη και στους επαγγελματίες γραφιάδες.
Τι θα συνέβαινε αν ξαφνικά «πέθαινε» το μέσο καταπίνοντας όλες τις αναρτήσεις μας; Τι θα γινόταν αν χάνονταν αυτοστιγμεί τα κείμενα, οι φωτογραφίες, οι εξομολογήσεις, οι διαχύσεις ή οι διαφωνίες μας;
Όπως σημειώνει και η Μαρία Γιαγιάννου, το γεγονός ότι και τα δικά της κείμενα στο βιβλίο είναι μικρές σημειώσεις, ενδέχεται να είναι αποτέλεσμα αυτής της μετάλλαξης που έχουμε υποστεί όλοι και μας ωθεί σε μικρά «πυρηνικά» κείμενα και όχι σε σχοινοτενείς αναλύσεις όπως συνέβαινε παλαιότερα.
Έχουμε, άραγε, να κάνουμε και με ένα συναφές τέλος του γραπτού λόγου, του βιβλίου, του δημιουργού; Το βιβλίο δεν καμώνεται σε καμία περίπτωση ότι έχει απαντήσεις. Αντιθέτως, αυτό που κάνει με ενάργεια είναι να θέτει σωστά ερωτήματα, με ακόμη πιο ορθά παραδείγματα από την καθημερινή ηλεκτρονική ζωή μας και να προσπαθεί να συνθέσει μια κατάσταση που μοιάζει να είναι ακόμη υπό διαμόρφωση.
Τι θα συνέβαινε αν ξαφνικά «πέθαινε» το μέσο καταπίνοντας όλες τις αναρτήσεις μας; Τι θα γινόταν αν χάνονταν αυτοστιγμεί τα κείμενα, οι φωτογραφίες, οι εξομολογήσεις, οι διαχύσεις ή οι διαφωνίες μας; Σε ποια τρύπα της λήθης θα εξαφανίζονταν όλα; Αρκεί να αναλογιστούμε τον πανικό που προκύπτει όταν το δίκτυο πέφτει, όταν το Φέισμπουκ κοιμάται τον ύπνο του δικαίου και μας αφήνει να ξεροσταλιάζουμε με τις ώρες έξω από την πόρτα του.
Η κατακλείδα του βιβλίου ενδέχεται να φανεί σε κάποιους μελαγχολική ή ίσως και απαισιόδοξη. Τα social media μας μαθαίνουν στην ελάχιστη προσπάθεια. Σε τέτοια σημείο που εξοβελίζουν σταδιακά τις λέξεις προς χάριν των εικόνων.
Οι νέες γενιές δεν αναφέρονται καν στο Φέισμπουκ θεωρώντας πως είναι ένα μουσειακό είδος, ένας μαθουσάλας. Προτιμούν τα κοινωνικά δίκτυα που προκρίνουν τις φωτογραφίες ή τα βίντεο άνευ συνοδευτικού κειμένου. Οπότε τι θα γίνει ο δημιουργός; Το βιβλίο σημειώνει: «Η γραφή αναδιπλώνεται στην αναλογική της μήτρα. Αυτός που γράφει χάνει το είδωλό του και καθώς μοιάζει παλιότερος από ποτέ, βρίσκει κάτι σαν ελευθερία». Ίσως, θα έλεγε κανείς, ενταφιασμένος σε μια παλαιά πραγματικότητα, σε έναν δικό του τύμβο.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ενδιαφέρουσα αντιστροφή: αν όσο είσαι ζωντανός δεν είσαι χρήστης του Facebook, τότε για την κοινότητα μοιάζεις λίγο με τον νεκρό, ενώ όταν πεθάνεις και είσαι ακόμη χρήστης του Facebook μοιάζεις λίγο με ζωντανό. Κάποιος που ζει μόνο εκτός fb χωρίς διαρκώς προβαλλόμενη εικόνα είναι ένας «εξαφανισμένος». Ιδίως αν είναι καλλιτέχνης, η μη προβολή του δημιουργεί στους χρήστες την ψευδή εντύπωση ότι έχει περάσει στα αζήτητα – ακόμα και αν το έργο του βρίσκεται στην προθήκη του βιβλιοπωλείου ή παρουσιάζεται σε κάποια γκαλερί».