Για τη συλλογή διηγημάτων του Θεόδωρου Γρηγοριάδη «Η νοσταλγία της απώλειας» (εκδ. Πατάκη). Φωτογραφία © Κυριάκος Συφιλτζόγλου.
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Έχω την εντύπωση ότι τα διηγήματα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη αποδίδουν καλύτερα τη συγγραφική του ιδιοπροσωπία σε σχέση με τα μυθιστορήματά του. Κι ίσως ευρύτερα, ξεκινώντας από τα είδη που καλλιεργεί ο Καβαλιώτης συγγραφέας, θα μπορούσα να πω ότι είναι χαρακτηριστικό γενικότερα της πεζογραφίας μας να βρίσκει στο διήγημα ευκολότερα τον βηματισμό της, ενώ στο μυθιστόρημα συχνά να φαίνεται ότι κωπηλατεί σε ανοιχτή θάλασσα της οποίας δεν ξέρει απόλυτα τα μυστικά.
Στα μυθιστορήματά του, λοιπόν, ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης μοιάζει να κυνηγά μια προδιαγεγραμμένη ιδέα, να υποστηρίζει δηλαδή μυθοπλαστικά την πολυπολιτισμική κοινωνία, το σταυροδρόμι της Θράκης ή τις υβριδικές κοινότητες μεταξύ Ανατολής και Δύσης, το ομοκοινωνικό παράδειγμα ή τη μαγεία του έρωτα. Έτσι, όμως, θυσιάζει τη στιβαρή πλοκή και την οργανική ολότητα. Αν εξαιρέσει κανείς Τα νερά της Χερσονήσου και Το μυστικό της Έλλης, που για διαφορετικούς λόγους το καθένα κατάφεραν να περιλάβουν στη μεγάλη φόρμα τα πολλά υπόγεια νάματα της σκέψης του, τα διηγήματά του μάλλον κατορθώνουν πολύ καλύτερα να αποδώσουν μέσα στο βιωμένο, ή στο φαινομενικά βιωμένο, τα συναισθήματα εκείνα τα οποία θα αγγίξουν και τον αναγνώστη.
Είναι μάλλον η απλή ιστορία που αφηγείται, η αίσθηση του ανολοκλήρωτου που δεν χρειάζεται ένα καθοριστικό τέλος για να νοηματοδοτεί το προηγούμενο μέρος του κειμένου, η λιτότητα των μέσων του, ο ομαλός συνειρμός που συνδέει ένα απλό συμβάν με κάτι άλλο, μακρινό τοπικά ή χρονικά, το βουβό ποτάμι μιας συγκίνησης που ακούγεται σαν σε υπόγειο ποτάμι… Είναι που ο πεζογράφος βρίσκει μέσα στις μικρές καθημερινές ιστορίες μια ικμάδα ζεστασιάς (ή δροσιάς, αναλόγως), την οποία η δημιουργική του ματιά και η αφηγηματική του απλότητα μετατρέπει σε μύθο, οικείο όσο και θρυλικό, προσιτό όσο και συναισθηματικά πλούσιο. Ίσως αυτό δεν το πετυχαίνει σε όλες τις «διηγήσεις» (όπως υποτιτλοφορεί το ανά χείρας βιβλίο του), αφού σε άλλες καταφέρνει να δώσει μια αυτοτέλεια σε όσα λέει και σε άλλες η ιστορία μένει εκκρεμής, τέτοια που να ακούγεται χλωμή κι αδιάφορη.
Τα διηγήματά του μάλλον κατορθώνουν πολύ καλύτερα να αποδώσουν μέσα στο βιωμένο, ή στο φαινομενικά βιωμένο, τα συναισθήματα εκείνα τα οποία θα αγγίξουν και τον αναγνώστη.
Τρεις συστάδες διηγημάτων προσέλκυσαν περισσότερο την προσοχή μου, οι οποίες στηρίζονται στο κοινό θέμα που δημιουργεί συνάψεις, αναμονές και ομόθεμους κυλιόμενους διαδρόμους. Από τη μία, η νοσταλγία για τα βορειοελλαδίτικα χωριά, πολιτισμικά μέρη της ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα, χρωματίζει τις περισσότερες ιστορίες του πρώτου μέρους, όπου ντόπιοι, παλιοί και νέοι, τωρινοί και άλλοι, κομμάτια της ιστορίας του τόπου, προκαλούν συγκινήσεις και σκέψεις. Ξεχωρίζω το «Πού είναι η θάλασσα;», στο οποίο ο νεαρός Πομάκος μαθητής, ανάμεσα στα πομακικά, τα ελληνικά και τα τουρκικά, αναζητεί τον πατέρα του που δουλεύει στη Γερμανία. Κι η θάλασσα του τον θυμίζει, μολονότι στα πομακικά δεν υπάρχει η λέξη «θάλασσα». Και στις «Σκοτεινές αίθουσες», ένας ερασιτέχνης των παλιών σινεμά γυρίζει τον κόσμο για να βρει παλιούς κινηματογράφους που ακόμα (υπο)λειτουργούν.
Ο δεύτερος κύκλος σχετίζεται με τη θητεία του Θεόδωρου Γρηγοριάδη στη Βιβλιοθήκη των Σερρών και τα ταξίδια του με την τροχήλατη κινητή βιβλιοθήκη στα χωριά και τα σχολεία της περιοχής. Έτσι, αυτοαναφορικές και βιβλιοφιλικές νότες με κέντρο το βιβλίο και την ανάγνωση επεκτείνονται σε ιστορίες για ανθρώπους οι οποίοι ζουν διά του διαβάσματος. Λ.χ. «Το Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν “Ηλίου” εκδικείται» παρουσιάζει το πολύτομο λεξικό να συνδέεται (άδικα) στο μυαλό του αφηγητή με την καθαρεύουσα και με τη χούντα, ώσπου παραλίγο να πέσει και να τον πλακώσει, εκδικούμενο την απέχθειά του. Τέλος, το «Φίβλιος» είναι το παρατσούκλι που έδωσε ο συγγραφέας σε έναν θαμώνα της βιβλιοθήκης, ο οποίος μοιάζει σαν να βγήκε από το πρώτο βιβλίο του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, από τα μειονοτικά χωριά, χωρίς ταυτότητα και άλλα στοιχεία, πλάσμα της φαντασίας του και μαζί μιας άλλης πραγματικότητας.
Ο τρίτος κύκλος έχει πάλι να κάνει (όπως και σε άλλα έργα του συγγραφέα) με την Ανατολή και ειδικότερα με τις ζωές Μεσανατολιτών, Κούρδων ή Σύρων ως επί το πλείστον, που ξεχωρίζουν για τη μεταναστευτική ή προσφυγική τους μοίρα. Λαϊκοί άνθρωποι, ταπεινοί δουλευτάδες ή αποδημητικά πουλιά που ψάχνουν μια εστία, φανταχτερές γυναίκες ή επίδοξοι γαμπροί που λειτουργούν σαν φιτίλι για να ανάψει στη φαντασία του διηγηματογράφου μια μικρή φωτιά.
Σε πολλά από τα διηγήματα η αμεσότητα της γραφής αφήνει την ιστορία να μιλήσει μόνη της, άλλοτε ανεπιτήδευτη κι αδιάφορη και άλλοτε αφτιασίδωτη αλλά συναισθηματικά ενεργή. Κι ίσως αυτό είναι το κριτήριο για να αγαπήσει κανείς τα μεν από τα δε: πόσο η αυθεντικότητα της ιστορίας, πραγματικής ή πλαστής, καταφέρνει να σηκώσει στον αναγνώστη μικρά κύματα συναισθηματικής ανάτασης.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«… ο Ερκάν φαινόταν λιγότερο διστακτικός.
“Σου αρέσει;” τον ρώτησα, ενώ οι γλάροι βουτούσαν τριγύρω μας ανταγωνιζόμενοι τα αφρισμένα κύματα. Ένιωθε διαφορετικά τώρα ο μικρός. Περήφανα σήκωσε το χέρι του δείχνοντας τα γλαροπούλια.
“Ο μπαμπάς μου”, είπε.
Άραγε εννοούσε ότι οι γλάροι πετούσαν προς εκείνον; Μάλλον λάθος κατεύθυνση διάλεξαν, ο πατέρας του ζούσε πίσω από τα θρακιώτικα κορφοβούνια, στον ευρωπαϊκό Βορρά.
[…]
Δέκα χρόνια αργότερα έγιναν κάποιες προσπάθειες να καταγραφεί η πομακική γλώσσα με τη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου. Στα λεξικά που εκδόθηκαν αλλά και σ’ αυτά που κυκλοφορούν διαδικτυακά, ανάμεσα στις καταχωρισμένες λέξεις, δεν υπάρχει καμία πομακική λέξη για τη “θάλασσα”».
«Πού είναι η θάλασσα;»