Του Κώστα Κατσουλάρη
«Σκοτείνιαζε, τα φώτα άναβαν στους δρόμους που διασχίζαμε κι όλα μου φαίνονταν σωστά. Οι άνθρωποι ήταν καλοί και τίμιοι, όλοι τους. Η ζωή περίπλοκη και σύντομη.»
Ο Στέφανος, ο κεντρικός ήρωας του τελευταίου μυθιστορήματος της Αμάντας Μιχαλοπούλου, είναι αποπροσανατολισμένος. Όπως κάποια πουλιά, «τυχαίους επισκέπτες» τα λένε, που άλλοτε από απροσεξία, άλλοτε ακολουθώντας κάποιο πειρασμό χάνουν το σμήνος τους, έτσι κι εκείνος μοιάζει να έχει απολέσει τον συνδετικό κρίκο με ό,τι ονομάζεται φυλή, πατρίδα, αίσθημα του ανήκειν.
Στο Βερολίνο, όπου τον συναντάμε στο αφηγηματικό παρόν, θεωρείται Έλληνας –διδάσκει άλλωστε σ’ ελληνικό σχολείο–, ενώ στην Ελλάδα σχεδόν Γερμανός. Μόνο που ο Στέφανος δεν είναι ένας ακόμη ήρωας διχασμένος ανάμεσα σε δυο κόσμους: Η αδυναμία του να ταυτιστεί με ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς είναι το πιο συμπαγές στοιχείο της ταυτότητάς του. Όχι τυχαία: ως παιδί, είχε πέσει θύμα απαγωγής, και μάλιστα από Γερμανούς∙ κρατήθηκε μακριά από τους γονείς του για επτά ολόκληρα χρόνια.
Η πληροφορία της απαγωγής του Στέφανου δίνεται αρκετά νωρίς στο βιβλίο, διαμορφώνοντας έτσι έναν ισχυρό δραματικό πυρήνα που στο εξής καθορίζει και επανακαθορίζει τη δράση και τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων. Η αιφνίδια αλλαγή πλαισίου, χώρας, γλώσσας, και μάλιστα εις διπλούν (το τραύμα του «δεύτερου ξεριζωμού» είναι εξίσου βαθύ με του πρώτου), μοιάζει να έχει προικίσει τον Στέφανο με πρόωρη ωριμότητα που συχνά φαντάζει ως αποστασιοποίηση ή αδιαφορία. Οι περιγραφές του γεγονότος, και των όσων ακολούθησαν, έρχονται σε προχωρημένο σημείο στο μυθιστόρημα, με αποτέλεσμα να επικάθονται σ’ ένα ήδη παχύ στρώμα ψυχικών και αισθηματικών φορτίων: Η δραματουργία εδώ μοιάζει με μικροχειρουργική, δεν υπάρχουν μεγάλες τομές, κορυφώσεις, κραυγαλέα δράματα. Ακόμη και στο τέλος, με την εμφάνιση του δεύτερου «πατέρα», του απαγωγέα, βρισκόμαστε «εκ των υστέρων»: Σ’ ένα περιβάλλον ήσυχου, μελαγχολικού αναστοχασμού, μακριά από τον πυρετό της δράσης. Ακόμη και η αναζήτηση, στο παρόν, από τον Στέφανο των απαγωγέων του, γυρεύοντας όλους τους «Σούλτς» του Βερολίνου, μοιάζει περισσότερο με άσκηση ψυχικής οικονομίας παρά με ανάληψη πρωτοβουλίας.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, μοιρασμένη σε πέντε φωνές. Τη δική του, που κρατάει και το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης, της έφηβης φίλης του ανιψιού του, που είναι ερωτευμένη μαζί του, της μικρότερης από τις δύο αδελφές του, εκείνης που τον αγαπάει περισσότερο, της γερμανίδας φίλης του και, τέλος, του απαγωγέα του. Με έμμεσο τρόπο, μέσα από σημειώματα και επιστολές, προβάλει μια έκτη φωνή, εκείνη του πατέρα του, που λειτουργεί αντιστικτικά στη φωνή του απαγωγέα – δύο από τα πυκνότερα σε αίσθημα και βαθύνοια κομμάτια του βιβλίου είναι αυτά που γεμίζουν με τη δική τους παρουσία. Από πλευράς τόπων, το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται στον κορινθιακό κόλπο ή στο Βερολίνο, με μικρά διαλείμματα στην Αθήνα, σε άλλα μέρη της Γερμανίας ή στην Ταγγέρη, στο τέλος, όπου ο ήρωας συναντά ύστερα από δεκαετίες τον πατέρα-απαγωγέα του.
Τόσο το μοτίβο της απαγωγής, όσο και της δυσφορίας ανάμεσα σε γλώσσες και ταυτότητες δεν είναι καινούργια. Ακόμη και το πάντρεμά τους έχει το παρελθόν του, με το «Αούστερλιτς» του γερμανού συγγραφέα Μπ. Γκ. Ζέμπαλντ –με το οποίο, ειδικά προς το τέλος, «συνομιλεί» η Μιχαλοπούλου–, να αποτελεί εμβληματικό παράδειγμα μιας τέτοιας σύζευξης. Ωστόσο, διυλίζοντάς τα όλα αυτά μέσα από το προσωπικό της φίλτρο, μεταφέροντας με αριστοτεχνικό τρόπο το πρόβλημα του αισθήματος του «ανήκειν» σε ζήτημα αποδοχής κι εν εντέλει κατανόησης του Πατέρα, η Μιχαλοπούλου καταφέρνει να οικειοποιηθεί και να αφομοιώσει το υλικό της επιτυγχάνοντας αισθητική αρτιότητα και συγκίνηση. Μια ήσυχη σοφία διαπερνά το μυθιστόρημά της, ένας καταλαγιασμός παθών και αισθημάτων εμποτίζει τα υπόγεια ρεύματα που συνδέουν τους ήρωές της. Κοινότοπες φράσεις, εξυπνακισμοί, κλεισίματα του ματιού στον αναγνώστη δεν απαντούν εδώ. Το μυστήριο της πραγματικότητας –εκεί όπου «τα πράγματα συμβαίνουν»– διασώζεται πλήρως, ακόμη κι όταν όλες οι λύσεις έχουν δρομολογηθεί. Αυτός δεν θα μπορούσε να είναι, ανάμεσα σε τόσους, ο ορισμός της καλής λογοτεχνίας;
Αμάντα Μιχαλοπούλου
Εκδόσεις Καστανιώτη