Μεθυσμένοι δορυφόροι του έρωτα
Του Δημοσθένη Κερασίδη
Υπάρχουν κάποια βιβλία τα οποία θα μπορούσαν ίσως να χαρακτηριστούν ως εικόνες μιας μεσοχείμωνης άνοιξης, επειδή μας πηγαίνουν σε μια εποχή φωτεινή, ενόσω η γύρω πραγματικότητα δείχνει σαν να ερωτοτροπεί με την παρακμή και την αυτοκαταστροφή. Ένα τέτοιο βιβλίο, που διεκδικεί το ξέφωτο ως στάση προσωπική-πολιτική, είναι και Ο Σπούτνικ ταξιδεύει ακόμα, γιατί μας ταξιδεύει σε μια δεκαετία μυθική, πυρετώδη, εφηβική, επηρμένη, οργισμένη, αθώα, με σημαία την αναζήτηση της πρωτογένειας των αισθήσεων, θεμελιακή και εκθεμελιωτική, ερωτική, επαναστατική, φωτισμένη αλλά και φαντασμένη, δημιουργική και τεμπέλικη συγχρόνως, όπως ήταν η δεκαετία του ’60.
Παρ’ όλα αυτά, εμένα το νου μου τυραννάει, με την αλήθεια της, μια ρήση του Ντοστογιέφσκι, που είναι αμείλικτη και σβέλτη σαν μαχαιριά: «Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να ζήσεις κάποιες ευτυχισμένες μέρες, ενώ είσαι σε περίοδο δυστυχίας». Κι αυτό γιατί, προσθέτω εγώ, μέσα από την αντίθεση με το φως το σκοτάδι εμφανίζει το πιο μακιαβελικό του πρόσωπο.
Όταν λοιπόν πρωτοδιάβασα τον τίτλο του βιβλίου «Ο Σπούτνικ ταξιδεύει ακόμα», ομολογώ πως μέσα μου ξύπνησε ο φροϋδιστής. Κατά τον πατριάρχη της ψυχανάλυσης, στη συμβολική γλώσσα του ονείρου, τα υποκείμενα και τα αντικείμενα που ίπτανται παραπέμπουν στη σεξουαλική διέγερση-επιθυμία, ενώ σε άλλο σημείο της σκέψης του o Φρόυντ μάς επισημαίνει ότι οι διεγέρσεις είναι για την ψυχική οργάνωση ό,τι ο κόκκος της άμμου για το μαργαριτάρι. Άρα, με βάση τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε πως ο Καγγελάρης έχει ορίσει τις προθέσεις του εξαρχής, θα στοχεύσει «κέντρο»: 4ο Λύκειο Θηλέων…
Το βιβλίο ανοίγει με το κεντρικό πρόσωπο επί σκηνής, την Καλυψώ, μια τριανταπεντάχρονη απόφοιτη της Παντείου, που στο κέντημα της μυθοπλασίας αποτελεί το βασικό νήμα, γι’ αυτό κι αν το τραβήξεις, διαλύεται όλο το βιβλίο. Το Σεπτέμβριο του 2008, η Καλυψώ, κουρασμένη από τους κύκλους που κάνει στη ζωή της, παρότι μηχανόβια, και αδυνατώντας να σκίσει το πέπλο που τη χωρίζει από τον εαυτό της, μετακομίζει από την Καλλιθέα στο Παγκράτι. Στο νέο της σπίτι βρίσκει, από τον προηγούμενο ενοικιαστή, κάποια παιδικά ημερολόγια τα οποία παραπέμπουν στη δεκαετία του ’60, οπότε η Καλυψώ αποφασίζει να γράψει ένα μυθιστόρημα με υλικό αυτά τα ημερολόγια, δηλαδή να ζήσει τη ζωή κάποιων άλλων, να ενδυθεί την ταυτότητά τους.
Τα πρόσωπα αυτά, που στηρίζουν τον αφηγηματικό καμβά του συγγραφέα, είναι μια παρέα παιδιών που ζουν και οργώνουν την περιοχή του Παγκρατίου, το Καλλιμάρμαρο, το Μετς. Η πλατεία Βαρνάβα, η πλατεία Πλαστήρα, το Άλσος, η Εμπεδοκλέους, η Αρχιμήδους, η Φορμίωνος, η Υμηττού, η Μάρκου Μουσούρου, η Πρόκλου, η Πύρρωνος και πολλοί άλλοι δρόμοι είναι οι συντεταγμένες των ερώτων και των ονείρων τους, ωστόσο η αυλή των θαυμάτων, η εστία τους είναι ένα πεζούλι όπου εκεί σκοτώνουν την ώρα τους, παίζουν, μιλούν σχεδόν χωρίς λόγο, σαν να είναι πουλιά που τιτιβίζουν, ενώ συνάμα αφυπνίζονται και μεγαλώνουν μέσα στο φευγαλέο φως των στιγμών που τους διασχίζουν.
Ο συγγραφέας αφηγείται τα παιδικά-εφηβικά χρόνια της αγορίστικης παρέας του μέσα από το πρίσμα τού πώς η Καλυψώ, η ηρωίδα του, αφηγείται τη ζωή αυτών των εφήβων, δηλαδή χρησιμοποιεί μια αφήγηση επάλληλη, οπότε συντελείται κατ’ ουσίαν μια διάθλαση, αποκαλύπτοντας έτσι την πεποίθησή του ότι στα μάτια του Άλλου επιζητούμε να αθωωθούμε και να εξευγενιστούμε. Επίσης, εκτός από την ενασχόλησή του με το μπάσκετ και την αναφορά που κάνει σε μυθικές μορφές, όπως, λόγου χάρη, του Μουρούζη, του Πολίτη, του Κορωναίου και του Κολοκυθά, εστιάζει στην ιερή αδράνεια και στην άσκοπη τελετουργικότητα της εφηβείας, στις βόλτες, στο χάσιμο του χρόνου, αλλά και στις επίμονες προσπάθειες αυτών των παιδιών να τον ξανακερδίσουν με τις ερωτικές αναζητήσεις και τις φαντασιώσεις τους.
Παρενθετικά: στο βιβλίο αυτό βλέπουμε για μια ακόμα φορά ότι στη φιλία ο άλλος μένει χαραγμένος μέσα σου κυρίως όταν μαζί του έχεις γευτεί την αίσθηση του να χάνεις το χρόνο. Ενώ στον έρωτα ο άλλος μένει ανεξίτηλος στη μνήμη σου όταν μαζί του έχεις κατορθώσει να κερδίζεις το χρόνο.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δώδεκα κεφάλαια με τίτλους τους μήνες ενός έτους, όμως, παρότι η σειρά είναι ορθόδρομη, η αρίθμησή τους είναι αντίστροφη. Σημειωτέον: στο τελευταίο κεφάλαιο η αρίθμηση είναι «1». Αυτή η αντίστροφη μέτρηση προδίδει την πορεία προς το τέλος, το θάνατο, την αυτογνωσία του βιβλίου και του συγγραφέα ίσως, κι αυτό γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το οργασμικό σημείο της αυτοπραγμάτωσης-αυτοσυνειδησίας το κατακτά κανείς με την τελευταία του ανάσα.
Εκτός από το βασικό πρόσωπο, την Καλυψώ, και τον ερωτικό της σύντροφο, τον Ιάσονα, τα πρόσωπα που αποτελούν την παρέα του βιβλίου είναι ο Γιώργος, ο Μύρωνας, ο Αρκάδης, ο Κύρος, ο Στέφανος, ο Σκρουτζ, ο Φίλιος, ο Μπίλης και η Μαχαίρα, η Σιαπατά, η Βαρβάρα, η Στέλλα, η Φακίνδου, η Αρκαδινού κτλ.
Τα παιδιά αυτά έχουν ως ορμητήριο των περιπλανήσεών τους το πεζούλι, αλλά και τα σχολεία τους, το 7ο Αρρένων, το 4ο Θηλέων και το 17ο Λύκειο Αρρένων. Βρίσκονται στην αρχική φάση της εφηβείας όπου τον κύριο ρόλο παίζουν το ερωτικό, η ανάπτυξη της ατομικότητας, η ονειροπόληση, αλλά και διάφορες μικρές μυήσεις όπως, παραδείγματος χάρη, το πρώτο τσιγάρο ή η μετάβαση από το βερμούτ στο ουίσκι. Τα αγόρια και τα κορίτσια φαίνεται σαν να προσπαθούν να αγκαλιαστούν πάνω από την «άβυσσο» που τα χωρίζει και να αντισταθούν στην καταπίεση και στις απαγορεύσεις που τους επιβάλλονται καθημερινά. Όταν όμως έρχεται η Δικτατορία το ’67, μπαίνουν πια στη δεύτερη φάση της εφηβείας, σε αυτήν της πολιτικής αφύπνισης.
Ζώντας σε μια εργατική συνοικία όπως το Παγκράτι, όπου μέσα από τις οικογένειές τους βίωναν, τουλάχιστον τα περισσότερα, τη φτώχεια και την ανέχεια που χαρακτήριζαν τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, αρχίζουν να αποδρούν και να ονειρεύονται μέσα από τις ταινίες του γαλλικού νουάρ, τον Ντελόν, τον Μπελμοντό, τον Γκοντάρ και την Τζην Σήμπεργκ, ακούγοντας ιταλικά τραγούδια, του Σέρτζιο Εντρίγκο ή του Αλμπάνο, αλλά και τα μεγάλα γκρουπ του βρετανικού ροκ, τους Stones, τους Beatles, τους Kinks, τους Animals, τον Eric Clapton. Στην εποχή εκείνη, ας σημειωθεί, μαινόταν ο πόλεμος μεταξύ των οπαδών της ελληνικής και της ξένης μουσικής.
Η εποχή του ’60 χαρακτηρίζεται από την πλούσια φτώχεια της, σε όλα τα επίπεδα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη δεκαετία∙ επίσης είναι έκδηλες η μεγάλη διάθεση επικοινωνίας, η δίψα για έκφραση αλλά και για ενημέρωση, ιδίως όσον αφορά τα μουσικά πράγματα – εξού και η πληθώρα, τότε, των ερασιτεχνικών ραδιοσταθμών στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις βέβαια.
Στο επίπεδο της γραφής ο συγγραφέας, παρότι αναπλάθει μια εποχή που απέχει μισόν αιώνα από τη δική μας, αναπαριστά με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο την αύρα εκείνης της δεκαετίας και στα διαλογικά μέρη, που σφύζουν από το λόγο των πιτσιρικάδων, αλλά και στη βασική αφηγηματική ροή. Η Καλυψώ αναφέρει κάποια στιγμή ότι «το παρόν είναι μια διάσταση-φάντασμα που ζει μόνο στο παρελθόν και στο μέλλον», ωστόσο θεωρώ ότι ο συγγραφέας, «προδίδοντας» στο εν λόγω σημείο την ηρωίδα του, κατορθώνει να ζωντανέψει το παρόν εκείνης της μυθικής εποχής μέσα στο «εδώ και τώρα», κερδίζοντας έτσι το στοίχημά του με το χρόνο.
Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς τρεις από τους νεαρούς πρωταγωνιστές του βιβλίου πρώτη φορά ξεφεύγουν από τα όρια της γειτονιάς τους και πηγαίνουν στο Λουτράκι για διακοπές, άφραγκοι μεν, αλλά με το φως της νιότης στην ψυχή και διψασμένοι για ερωτικές εμπειρίες. Μια πανέμορφη κοπέλα μαγνητίζει την εφηβική τους λίμπιντο, όμως τελικά αυτοί δεν θα καταφέρουν να της μιλήσουν και δεν θα γίνει τίποτα μεταξύ τους, γιατί έχουν παγιδευτεί σε μια οφθαλμολαγνική στάση αλλά και σε ατέλειωτες συζητήσεις για το πώς να την προσεγγίσουν. Βέβαια, αυτό το τίποτα, σαν απώλεια, είναι μια πρώτης τάξεως μαθητεία στον έρωτα.
Φαίνεται πως αυτή η διάψευση-απώλεια που βίωσαν, όπως και άλλες βέβαια, σηματοδοτεί τα όρια του χρόνου τους, αν και σε ένα άλλο επίπεδο όλα τα πρόσωπα αυτής της παρέας των χρόνων του ’60, εφόσον έχουν ενσωματωθεί σε αυτό το μυθιστόρημα, έχουν κερδίσει οιονεί την αθανασία.
Ας μου επιτραπεί μια παρέκβαση: όπως στα θεμέλια των σπιτιών, σε παλιότερες εποχές, θυσιαζόταν ένας κόκορας, έτσι και σε κάθε καλλιτεχνικό έργο υποφώσκει μια θυσία, μια απώλεια, η οποία λειτουργεί σαν αντίδοτο στο φόβο του θανάτου. «Mortui vivis docent», έλεγαν οι Λατίνοι. «Οι νεκροί διδάσκουν τους ζωντανούς».
Στο τελευταίο κεφάλαιο, όπου υπάρχει όντως κάθαρση, η Καλυψώ αποφασίζει να συνεχίσει την περιπέτεια της ζωής της, αφού ξεπέρασε την ψυχική της ακινησία μέσα από το ταξίδι που της πρόσφερε το εφηβικό πάθος και η τρέλα των νεαρών εκείνης της αλλοτινής εποχής, με αποτέλεσμα να επανακτήσει τη δύναμη και την αρχική της ορμή.
Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση, πρέπει να τονίσω ότι το βιβλίο Ο Σπούτνικ ταξιδεύει ακόμα έχει ενδιαφέρουσα δομή, αφηγηματικές αρετές και μια διακριτική πολιτική τοποθέτηση απέναντι στις ασφυκτικές κοινωνικές νόρμες που προβάλλονται σαν νορμάλ, ενώ παράλληλα μου έφερε στο νου –και με αυτό θα κλείσω– τους στίχους του Νίκου Καρούζου: «Εβγάτε όξω, ρε μανάρια, απ’ τις λέξεις,/εβγάτε όξω δίχως πουκάμισα,/στους μεγάλους αγώνες της ορατότητας».