Του Στρατή Χαβιαρά
Μου φαίνεται πως ο Βασίλης ο Κουνέλης μάζευε ζόρι από καιρό για να γράψει ένα πρώτο μυθιστόρημα που δε θα ήταν μόνο καλό και εκδόσιμο. Απλώς αναζητούσε «σηματωρό και κήρυκα», όπως έγραψε ο Ελύτης για το δικό του ξεκίνημα. Και καμιά φορά φτάνει να νομίζεις ότι τον βρήκες – τον σηματωρό και κήρυκα – για να βρεις το δρόμο και να ακουστείς στα πέρατα της ερημίας.
Το διαπίστωσα αυτό όταν μαθήτευσα τα περασμένα δυο χρόνια με τη Μάρτυ Λάμπρου που έγραψε τη συλλογή διηγημάτων Κόπιτσες και τώρα είναι στη μικρή λίστα για τα βραβεία του περιοδικού Διαβάζω, και τον Βασίλη Κουνέλη, συγγραφέα του μυθιστορήματος Νοματαίος. Γιατί αυτοί οι δυο όχι μόνο δεν είχαν ήδη προσανατολιστεί, όχι μόνο δεν είχαν ήδη χαράξει το δρόμο τους, αλλά τον είχαν διαπλατύνει και ασφαλτοστρώσει. Μόνο που όπως εκεί κοντά στα ωραία Τέμπη, προφανώς λόγω κατολισθήσεων, χρειάστηκαν μερικές υπερωρίες.
Έτσι όμως μαθητεύοντας μαζί τους διδάχτηκα αρκετά, τόσο στη συγγραφή διηγήματος όσο και μυθιστορήματος, ώστε να είμαι πλέον σε θέση να παρουσιάσω αυτά τα δυο, πολύ ξεχωριστά βιβλία.
Αν μάθεις να χτυπάς και να κολλάς το σίδερο στη βράση του, ίσως μπορέσεις κάποτε να μεταδώσεις το κολάι και σ’ άλλους. Έτσι τουλάχιστον βλέπω εγώ τα εργαστήρια τέχνης του λόγου, τα οποία επινοήθηκαν στον αιώνα της ιλιγγιώδους επιτάχυνσης του ρυθμού των πάντων – για να συντομεύεται κάπως ο χρόνος και της εξοικείωσης του νέου συγγραφέα με τα εργαλεία του.
Για τις Κόπιτσες μίλησα ήδη στο Φλοράλ και το υπεύθυνο άτομο του οίκου που αρχικά τις απέρριψε έχει ήδη φάει τη γλώσσα του. Απόψε, στο Metropolis, είναι η σειρά του Νοματαίου, χάρη στον οποίο η ίδια γλώσσα φαγώθηκε δις.
Ακούστε λοιπόν να σας πω τι έμαθα από τον Βασίλη τον Κουνέλη σαν μάστορα-μέντορα, κι ας διατείνεται ακόμα ο όποιος διακινητής ουσιών του λόγου ότι η τέχνη αυτή δεν διδάσκεται. Ενώ κάνει την πάπια για παρόμοια εργαστήρια σε ωδεία, σχολές καλών τεχνών και σχολές θεάτρου ή κινηματογράφου.
Άλλοι ανησυχούν ότι και καλά τα εργαστήρια τέχνης του λόγου (γράφε, «δημιουργικής γραφής» σε μετάφραση από τα αγγλικά), θα γεμίσουν το μικρό μας χώρο με ατάλαντους κλώνους. Δεν είναι να γελάς; Φοβούνται μην τους πάρουν τα πρωτεία οι ατάλαντοι! Ουαί ημίν, γραμματείς! Η θεά κρατά σημειώσεις και σας περιμένει στη γωνία. Κι αν όχι η θεά, ο χρόνος που είναι κρίμα.
Διαβάζοντας τον Βασίλη Κουνέλη, το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεται κανείς για τον νεαρό πρωταγωνιστή του, τον Θοδωρή Μπαντουβάκη, τον νοματαίοτου τίτλου, είναι ότι η φωνή του σε κερδίζει αμέσως. Πώς γίνεται; Απ’ τη μεριά του συγγραφέα ταλέντο, ευρυμάθεια, δεξιοτεχνία. Απ’ τη μεριά του Θοδωρή νοημοσύνη, ενέργεια, περιέργεια, ειλικρίνεια. Κύρια χαρακτηριστικά της γραφής, προσωπικός τόνος και ακατανίκητη αφηγηματική ροή, με την οποία ευχαρίστως συντονίζει τους δικούς του ρυθμούς ο αναγνώστης.
Θεματικά, ο Κουνέλης κρατά το ενδιαφέρον σου αδιάπτωτο, όχι με λαβυρινθώδη σασπένς που δεν οδηγούν ποτέ το Θησέα στην έξοδο, αλλά μ’ ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο μικρότερων ιστοριών και ανεκδότων στο πλαίσιο της κυρίως ιστορίας, και με επίλεκτες «εγγραφές» απ’ το συλλογικό ασυνείδητο ώστε η δράση, ασχέτως φυσικότητας, να αναζωπυρώνεται σε τακτά διαστήματα.
Το περιβάλλον της ιστορίας είναι η καθημερινή ζωή ενός έφηβου με διαδρομές απ’ το χωριό στο Χαλάνδρι στα τέλη της πρώτης δεκαετίας της μεταπολίτευσης. Ο ευρύτερος χώρος της είναι διαχρονικός με συχνές αναδρομές στα διδάγματα του παρελθόντος χρόνου όπως ο Εμφύλιος, το ’21, ακόμα και η αρχαιότητα. Ο Νοματαίος έχει τη μαγική ικανότητα να ενεργοποιεί τα περασμένα στο παρόν όσο αξεπέραστα και αν αυτά φαίνονται. Παρόν, παρελθόν και μέλλον γίνονται ένα στη λαχτάρα για ζωή που εκπέμπει ο Θοδωρής. Υλικά από τη μάντρα: oικογένεια, φιλίες, κόντρες μέσα σε κόντρες, μαθήματα ιστορίας από πρώτο ή δεύτερο χέρι, η Αριστερά κι ένας πρώτος έρωτας που σφύζει ανυπόμονος να εκπληρώσει τη θεία του αποστολή μια ώρα αρχύτερα. Αυτές είναι οι πέτρες που λαξεύει μία-μία ο συγγραφέας και το κονίαμα με το οποίο δομεί το συναρπαστικό αυτό μυθιστόρημα. Ο Νοματαίος είναι μια ιστορία ενηλικίωσης για ενήλικες.
Στο βιβλίο του Κουνέληυπάρχει ανεξάντλητη μνήμη και η μνήμη μιλάει απευθείας στην ψυχή. Λέω «μιλάει», αλλά φυσικά εννοώ «γράφει» και «καταγράφει», είτε αυτό το κάνει πίσω από τη Γιαγιά Γιαννού, είτε σαν φωνή του θείου Γιώργη, είτε σαν αμίλητος και άθαφτος απ’ τον καιρό της Κατοχής, Αυστριακός στρατιώτης. Κι ενώ για να γραφτεί ή να ειπωθεί μια ιστορία υποθέτουμε ότι έχει ήδη συμβεί και επομένως ο αόριστος είναι ο χρόνος της αφήγησης που ενδείκνυται, ο Κουνέλης κάνει συχνή, στρατηγική χρήση του ενεστώτα, δίνοντας στο παρελθόν την αμεσότητα του παρόντος χρόνου.
Αλλού, ο συγγραφέας βράζει πίσω απ’ το αναδρομικό του προσωπείο, του Θοδωρή, πράγμα που δε μπορεί να κρύψει ούτε ο πλάγιος λόγος, όμως και πάλι ακόμα κι ο θυμός φέρνει μαζί του τη μαστοριά που θα τον εκφράσει όσο πιο αποτελεσματικά γίνεται.
Διαβάζω ένα απόσπασμα αυθόρμητης και παρατεταμένης πρόζας απ’ τις σελίδες 269-270:
«Ας μίλαγε μονάχα ο Φράξος, που άκουγε μέσα στα θροΐσματα τα μικρά μυστικά τους, τώρα που δεν μπορούσε να μιλήσει κανείς, που οι αλήθειες πέταγαν στον αέρα σαν τρομαγμένα πουλιά και μπλέκονταν κουρνιάζοντας στη φωλιά, στο πυκνό φύλλωμα του, σείονταν απ’ τον βαρύ αχό τού σύμαντρου που σαν λυσσομανάει βοριάς χτυπά μοναχό, γίνονταν λυγμός στο καπνισμένο από κεριά και λιβάνι προσκεφάλι του μπάρμπα-Λισαίου, οργή σε θυμωμένα μάτια, βλέμμα απόγνωσης στη θέα όπλων πριν από την εκτέλεση, πρησμένα πόδια στημένα με το ζόρι στο εδώλιο έκτακτων στρατοδικείων, σφιχτό μαντίλι στο πρόσωπο χαροκαμένου θηλυκού, καπνός τελευταίου τσιγάρου που ανέβαινε πάνω απ’ τα συρματοπλέγματα, τα’ αγκαλιασμένα με χέρια που φορήγαν χειροπέδες στρατοπέδων για βραχιόλια, πληγωμένο ποδεμί, φτιαγμένο με γερμανική ρεζέρβα – πλιάτσικο από σάλτο στο καμένο φορτηγό της μάχης στον Μπεζενίκο –, στο σώμα του Γιώργη, σακατεμένο από βόλι ξενικό, γιατί συγγενικό ποιος να το φανταστεί; σε κρεβάτι από κορμούς στολισμένους με ελατόκλαρα νοσοκομείου της υπαίθρου φανταστικού, με φάρμακο μοναχό συντροφικό χέρι που σφίγγει για κουράγιο τον ανέγγιχτο καρπό, ξεροκόματο ή λάφυρο πνιγμένο στα σάλια κυνηγημένου, σκυλί που αλυχτά όχι από πείνα αλλά από τρόμο, τροκάνι προβάτου που ξεκόβει μοναχό απ’ το κοπάδι, αντάρτης που δεν πρόκαμε να χαρεί τη νίκη του, πέταξε το όπλο του, μπορεί και να του το πήρανε οι άλλοι, που περνάει στην άλλη μεριά του λόφου και λένε πως μένει δίχως πρόσωπο πια, βάζει την κουκούλα και καταριέται τ’ αδέρφια του, κι όταν τη βγάζει λείπουν τα χαρακτηριστικά του, σαν να μείνανε κολλημένα στο πίσω μέρος της, και μοναχά οι κόχες απ’ τα μάτια χάσκουνε κόκκινες και καπνισμένες, τεράστια εκζέματα σαν τα’ αγκωνάρια της κατακαημένης Παψολύπης, κείνα που φαίνονται από ψηλά, απ’ το κάστρο αρχαία ερείπια πολιτισμού χαμένου, που αχνοβολάει στο φως του ακόμα αλήθειες από τα παλιά».
Τέτοια αμεσότητα εδώ από τον νοματαίο Κουνέλη – σε χρόνο ανυποψίαστο, χρόνο ιστορικό και ενεστώτα.
Το γλωσσικό ιδίωμα από την προπερασμένη γενιά, που ακούγεται ακόμα στο χωριό, το χρησιμοποιεί επιλεκτικά και με ιδιαίτερη ευελιξία ο συγγραφέας, κι αυτό συνδράμει με το παραπάνω τους διαλόγους και τους εσωτερικούς ή δραματικούς μονολόγους του βιβλίου. Η ένταξη τού προφορικού λόγου στον γραπτό και όχι το αντίθετο, όπως συμβαίνει τελευταία σε αρκετά αφηγήματα, δίνει στην υφή της αφήγησης μια πρόσθετη διάσταση. Εδώ, ακόμα και προφορικός, ο λόγος μπαίνει στ’ αφτιά σου από τα μάτια σου, φτάνει το βλέμμα σου να στρέφεται και προς τα μέσα. Με τον ίδιο τρόπο άλλωστε ακούγονται και οι περιγραφές χαρακτήρων, πραγμάτων και καταστάσεων στην αφήγηση του Θοδωρή, στις οποίες πότε πότε παρεισφρέουν στοιχεία και του προφορικού, ώστε να μη δημιουργούνται αγεφύρωτα χάσματα μεταξύ ιδιωμάτων. Κι ο αναγνώστης τ’ ακούει όλα αυτά με τα μάτια και του κόβεται η ανάσα.
Ο Νοματαίος μεγαλώνει εν σοφία, και εν σοφία παραμένει έφηβος, τουλάχιστον όσο το απαιτεί ο ρόλος του ως αφηγητή. Μια πλειάδα αξέχαστων χαρακτήρων κι’ ένας γαλαξίας άλλων, βοηθητικών ή και περαστικών πλαισιώνουν την πορεία και την επερχόμενη στάση του Θοδωρή, και τελικά το πέρασμα του στην ενηλικίωση, αν όχι στον ανδρισμό:
Η Γιαγιά Γιαννού και η άγρια ιστορία της, από την άγρια γέννηση της που θυμίζει εκείνη του Μακρυγιάννη στο βουνό.
Ο θείος Γιώργης με τις χίλιες, ηρωικές και τραγικές ιστορίες του, ένα βιβλίο ιστοριογραφίας με σάρκα και κόκαλα.
Ο θείος Λέων ο συνταξιούχος στρατιωτικός και οικογενειακός δικτατορίσκος με τη γεμάτη «ν» Καθαρεύουσαν.
Ο κουβαρντάς θείος Στέφανος («Με κουκούλα κατέθετε εναντίον των παλιών συντρόφων του αλήθειες και ψέματα στο δικαστήριο. Έκλεψε κι ένα σεντούκι λίρες, λένε, απ’ την επιστασία του ΕΛΑΣ»).
Ο αόρατος Κόλλιας («Είναι το παλτό ενός Κόλλια», είπε. «Τον εκτέλεσαν οι Ταγματασφαλίτες και είναι ακόμα εδώ, τρούπιο και πεταμένο το παλτούδι κι ας έχουνε περασμένα πάνω από τριάντα χρόνια». Κι αργότερα: «“Πού ξέρεις ότι είσαι σκιά;” ρώτησα τον Κόλλια. “Πώς ξέρεις ότι είσαι ήλιος;” μου αποκρίθηκε εκείνος, πήρε τη σκιά του και έφυγε ύστερα και νύχτωσε απελπιστικά, κι εγώ ο ήλιος αποτραβήχτηκα…»).
Ο Μπάρμπα Ελισαίος που παίζει τα τελευταία του χαρτιά στο καφενείο. («Με τρέμουλο του ’πιασε το σφυγμό που χανόταν αχνός, τον ακροάστηκε λίγο, πρέπει να χάθηκε ώρα πολλή, τρέχανε μαζί μέσα σ’ έρημες τάξεις του σχολείου, στην αυλή έπειτα, και μετά μες στα γέλια στον κάμπο, στ’ αραποσίτια, στις καλαμιές, στο βούρκο ανάμεσα στα βούρλα που σηκώθηκαν ψηλά και πνίξανε τη θωριά του, κι έσβηνε το γέλιο του Λισαίου κι άλλαζε, γινότανε κρώξιμο βατράχων δυνατό κι επίμονο που σκέπαζε τους άλλους ήχους και τις φωνές και ξεπρόβαλλε μέσα στους ίσκιους ο τρόμος του θανάτου»).
Και οι άλλοι, ο Πέτρος, ο Θράσος, ο Νώντας, η Βάσω – και ο μπαμπάς της Βάσως στο τηλέφωνο. Και τόσοι άλλοι ακόμα. Και πρώτος και καλύτερος ο Θοδωρής. Ο Θοδωρής Μπαντουβάκης, ο νοματαίος.
Ποτέ δεν είχα δει τόσα πολλά ονόματα σ’ ένα μυθιστόρημα. Λένε, και έχουν δίκιο πιστεύω, να μην ονοματίζονται χαρακτήρες αν δεν ξαναεμφανίζονται παρακάτω, σε άλλη σελίδα στο βιβλίο – κάτι σαν κανόνας αυτό. Και ο Βασίλης ο Κουνέλης τον καταρρίπτει πανηγυρικά, δίνοντας με σύντομες αναφορές στην ύπαρξη των χαρακτήρων αυτών μια ακόμη αλήθεια όπως την ξέρουμε από τη δική μας ζωή: την αλήθεια των εκατοντάδων εκείνων «γνωστών» μας που την περιβάλλουν, που κάνουν τα «κοινά», ή τα «συλλογικά» δυνατά, που κάνουν το «προσωπικό» ή «ατομικό» βιώσιμο.
Η Βάσω. Ο Θοδωρής με τη Βάσω στη σπηλιά του Σίντζη. («Κουρνιάσαμε σαν τα αγρίμια πεινασμένοι ο ένας για τον άλλο, μ’ αγγίγματα και αναπνοές κοφτές, μοιρασμένες κι αρπακτικές, τις οποίες χρονομετρούσε –λες και κάτι πλησίαζε απειλητικά– σύντομος και επαναλαμβανόμενος σπασμός, ο θόρυβος από τα ραβδισμένα καρύδια που προσγείωναν λαβωμένα οι τάβλες στα λιθόστρωτα της πλατείας, ήχος ο οποίος ήταν φανερό πως ενέπνευσε χρόνια, ίσως και αιώνες πριν, τον κατασκευαστή του μετρονόμου που αντηχούσε τον μονότονο ρυθμό του ξαπλωμένος στη ράχη του πιάνου»).
Στο σχολείο, μέσα στην τάξη, κορύφωση με τον διδάσκαλο-ύαινα, Γάιο Μαρκούλιο Κούτσαυλο, όπως τον στιγματίζει ο αφηγητής. Ο Κούτσαυλος, απευθυνόμενος στο θύμα της ημέρας: «Παιδί μου, πες μου το supino του amo», θέλοντας να ρίξει στον μισοπεθαμένο πια στα μάτια του Καλιοτζή μια τελευταία καμτσικιά.
«Σου πίνω το αίμα, ρε πούστη!» απάντησε ο απαυδισμένος πια Καλιοντζής, ξηλώνοντας το καλοριφέρ από τον τοίχο με τη θηριώδη δύναμη του και βροντώντας το στο πάτωμα, μπροστά στα πόδια του έντρομου Κούτσαυλου.
Κι ο Θοδωρής: «Δρασκέλισα τη χαμηλή μάντρα δίπλα στην κλειδωμένη εξώπορτα, καβάλησα τα κάγκελα και μες στην αντάρα και στα ποδοβολητά ενός ακόμα διαλείμματος πήδηξα στην οδό Διονύσου, έχοντας καρφωμένα βέλη στην πλάτη μου τα απορημένα βλέμματα των άλλων παιδιών της τάξης που τυχαία βρέθηκαν εκεί.
« “Μπαντουβάκη, παιδί μου, ξεπέρασες το όριο και δεν το περίμενα αυτό από σένα”, αντήχησαν στ’ αυτιά μου τα τελευταία λόγια του Κοντού».
Κουνέλη, παιδί μου, εγώ το περίμενα.
Νοματαίος
Ωκεανίδα 2010