Για τη συλλογή διηγημάτων της Βίβιαν Στεργίου «Δέρμα» (εκδ. Πόλις).
Του Σόλωνα Παπαγεωργίου
Millennials που εγκλωβίζονται σε βαρετά πάρτι, σε μικρά διαμερίσματα γεμάτα με ενοχλητικούς συγκατοίκους, σε δουλειές του ποδαριού που δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το αντικείμενο σπουδών τους, εκπατρισμένοι φοιτητές, «πολίτες του κόσμου»: αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές της Βίβιαν Στεργίου, η οποία με τα κείμενά της καταδεικνύει τη μοναξιά και τη μελαγχολία που κρύβουν τα άτομα της γενιάς της, όλοι εκείνοι που βρίσκονται λίγο πριν ή λίγο μετά τα τριάντα τους.
Τα διηγήματα της συλλογής εστιάζουν στη χαοτική καθημερινότητα των πρωταγωνιστών τους. Στη διάρκεια της μέρας, οι ήρωες της Στεργίου ονειρεύονται; και τα όνειρά τους συχνά ματαιώνονται πριν δύσει ο ήλιος, αγωνίζονται να ορθοποδήσουν, να διαφυλάξουν την αξιοπρέπειά τους σε έναν κόσμο όπου οι αποχωρισμοί γίνονται μέσω μέσεντζερ, όπου τα βιογραφικά συνοψίζουν τα «marketable skills», τις «εμπορεύσιμες δεξιότητες» αυτών που αναζητούν εργασία. Σε έναν κόσμο όπου οι συζητήσεις για τα κρυπτονομίσματα, τα αιολικά πάρκα, τις εφαρμογές γνωριμιών και τις βαρυσήμαντες διατριβές ολοένα πληθαίνουν.
Οι ήρωες και οι ηρωίδες του βιβλίου παλεύουν με τις αυταπάτες τους. Ανήκουν σε μια γενιά που έχει απαξιώσει την πολιτική και τα συλλογικά οράματα.
Σχεδόν σε όλες τις ιστορίες συναντούμε πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφήγηση, μια αφήγηση που υιοθετεί ξενόγλωσσους όρους, προερχόμενους από τη γλώσσα του ίντερνετ. Πότε πότε παρεμβάλλονται αποσπάσματα από υποτιθέμενες αναρτήσεις και συζητήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το Δέρμα περιγράφει τη σημερινή πραγματικότητα και η Στεργίου δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την αργκό της εποχής. Με αυτόν τον τρόπο, η έκφραση της ερωτικής επιθυμίας, του άγχους, του φθόνου, της απογοήτευσης αποκτά ειλικρίνεια, αμεσότητα.
Οι αναφορές στα κινητά τηλέφωνα, στα vegan εστιατόρια, στο Facebook, στο Tinder, στο Linkedin, στα λάικ και στα χάσταγκ είναι πλέον μια αναγκαία συνθήκη για τη ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινότητάς μας. Η Στεργίου παντρεύει αυτά τα στοιχεία με τις σκέψεις των πρωταγωνιστών της για την Αν Κάρσον, τον Φίλιπ Ροθ, τον Μπόρχες και τον Γκίνσμπεργκ.
Οι ήρωες και οι ηρωίδες του βιβλίου παλεύουν με τις αυταπάτες τους. Ανήκουν σε μια γενιά που έχει απαξιώσει την πολιτική και τα συλλογικά οράματα. Μεταναστεύουν στο εξωτερικό για να σπουδάσουν και να εργαστούν. Ελπίζουν στην καβαφική Ιθάκη, ελπίζουν πως θα φτάσουν κάποτε στην «πατρίδα» – μάλιστα, σε μια ιστορία γίνεται αναφορά στον Αλεξανδρινό ποιητή.
Οι ήρωες της Στεργίου δεν είναι όλοι συμπαθείς, είναι άτομα με διαφορετικές κοσμοθεωρίες, βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ορισμένοι δίνουν υπέρμετρη σημασία στην ενδοσκόπηση, άλλοι αποστρέφονται την αυτοκριτική. Κάποιοι κυνηγούν τα παιδικά τους όνειρα, όσο αφελή κι αν είναι, άλλοι έχουν θεοποιήσει καθετί «χρήσιμο», καθετί που μπορεί να τους προσφέρει το προβάδισμα στην αγορά εργασίας. Όμως όλοι αναζητούν την ευτυχία, μια έννοια που δύσκολα ορίζεται. Ο ορισμός της ευτυχίας και η κατάκτησή της: οι δύο εμμονές των millennials.
* Ο ΣΟΛΩΝΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ είναι φοιτητής Φαρμακευτικής και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Ονειρεύομαι πίνακες» (εκδ. Στίξις).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Χάνω την απόσταση ανάμεσα στο τώρα και τα χρόνια που έχουν περάσει απ’ όταν έπαιζα σε λιβάδια με μηλιές μικρή, παιδάκι. Πόσες άσκοπες περιπλανήσεις συνθέτουν μια παιδική ηλικία; Και τώρα; Αυτό το κουραστικό επιτραπέζιο στρατηγικής και τύχης, η ζωή πριν από τα τριάντα, όπου απλώς πασχίζεις να μη χρεοκοπήσεις και να μη βολοδέρνεις χωρίς σκοπό, ρίχνοντας από δω κι από κει τα ζάρια, αυτό, για κάποιο λόγο, με τρομάζει λιγότερο απ’ το να είναι κανείς παιδί ή γέρος. Μετά, ο ουρανός ξανακλείνει, βρέχει, κι όλοι γίνονται πάλι κινητό, τάμπλετ, ρομποτικό βάδισμα, ακουστικάκια, βιαστικοί πεζοί που τρώνε στο όρθιο το σάντουιτς ακούγοντας στο κινητό το πόντκαστ που τους λέει πώς να ηρεμούν και πώς να ανασαίνουν (αυτό δεν τα λέει όλα;). Ίσως σκέφτονται ότι έχασαν την ώρα τους επειδή κάθισαν να χαζέψουν αυτή τη μετακινούμενη ηλιαχτίδα».